Ξάφνου η πόλη γέμισε ήμερα θεριά! Ανθρώπους ήμερους και καλοκουρδισμένους, άψογα συντονισμένους στους ρυθμούς μιας αιώνιας εξημερωμένης ενηλικίωσης, καλπάζουσας και σε προχωρημένο στάδιο με άγνωστη ποιότητα ζωής.
Τα πρωινά όλο ευγνωμοσύνη πηγαίνουν στη δουλειά να εξυπηρετήσουν άλλους ήμερους ενήλικες· να σηκώσουν τηλέφωνα, να κατεβάσουν τηλέφωνα, να κλείσουν συμφωνίες, να ανοίξουν συμφωνίες, να αντιμετωπίσουν τις απεσταλμένες από τον θεό αντιξοότητες· να είναι ακόμα ευγενικοί, αποτελεσματικοί και πρωτότυποι. Τα απογεύματα όλο ευγνωμοσύνη επιστρέφουν στα σπιτάκια τους, να φάνε καλομαγειρεμένο φαγάκι σπιτικό, να καθίσουν τα κορμιά τους στον γωνιακό καναπέ που υπακούει στη μόδα και να απολαύσουν το απευθυνόμενο σε ενηλίκους πρόγραμμα της τηλεόρασης. – Τι αποστέρηση η έλλειψη της γονικής συναίνεσης αλήθεια…-. Τις νύχτες πάλι όλο ευγνωμοσύνη αποζητούν να ξαπλώσουν στο ζεστό τους κρεβατάκι, να χώσουν τα χέρια κάτω από τα τρυφερά μαξιλάρια και να τρίψουν τα πόδια τους στην ενδιάμεση μάλλινη κουβερτούλα που συμπληρώνει το ήμερο σκηνικό.
Έτρεμε. Πότε έγιναν όλοι τους θεριά; Μέχρι πριν λίγο όλα διέφεραν. Τι γύρευε εκείνος ανάμεσά τους; Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να σχηματίζονται στο μέτωπο, κι ύστερα στα χέρια. Κι έπειτα να κυλούν δίχως σταματημό, ανθεκτικές απέναντι στα δευτερόλεπτα. Τι να ’κανε; Δεν έπρεπε να τον καταλάβουν, όχι μέχρι να καταλάβει εκείνος πρώτα. Χώθηκε σε μια κοντινή στοά. Γρήγορα έβγαλε τη γραβάτα του κι άρχισε να σκουπίζει με αυτήν μέτωπο και χέρια. Την πέταξε στον κάδο των αχρήστων, στο φιλικό της περιβάλλον, ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Βγήκε από τη στοά. Περπατούσε αργά, κοιτώντας μπροστά και χαμογελώντας στους περαστικούς ως απόκριση στα ηλικιωμένα βλέμματά τους που γαντζωμένα πάνω του έμοιαζαν τουλάχιστον να τον παρακολουθούν.
Αδυνατούσε να γίνει ένας από δαύτους· να υπομένει τη δουλειά του, να χαίρεται με το καινούργιο του κομψό πουκάμισο, να ανακατεύεται με τον κόσμο τα σαββατόβραδα, να αδημονεί για το μπάτσελορ που πυρετωδώς τού ετοίμαζαν οι φίλοι του. Δεν είναι ότι δεν έβρισκε χαρά σε πράγματα απλά, αντιθέτως! Τον συγκινούσαν σκηνές της καθημερινότητας που μόνο ένα παιδί ίσως θα μπορούσε να αφουγκραστεί·ας πούμε το πλατάγιασμα από το νευρικό βάδισμα κάποιου την ώρα που μόλις έχει βγάλει το βουτηγμένο σε απρόσμενη λακκούβα με νερό παπούτσι του ή λιγότερο εκκεντρικά, τα σχήματα στον ουρανό όταν τα καρφιτσωμένα σύννεφα αποφασίζουν να αυτοσχεδιάσουν και να αυτονομηθούν… Ή και μια ασήμαντη απάντηση ενός μυθιστορηματικού δευτεραγωνιστή που δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει μονάχα τη σκουρόχρωμη ακολουθία από γράμματα-στίγματα που ατιμάζουν το αθώο, καθώς λευκό, φύλλο χαρτί με την παρουσία τους.
Ήξερε πως δεν ανήκε στα ήμερα θεριά, αν και προσπάθησε πολύ· προσπάθησε να προσποιηθεί, να υποταχθεί στο μεγαλείο της ενηλικίωσης, στο μεγαλείο της εξημέρωσης, προσπάθησε να αλλάξει. Και τι δεν θα ’δινε για να δοκίμαζε τον ώριμο προβληματισμό που βασανίζει ανθρώπους ήμερους, όταν εμπρός τους ορθώνεται μια διλημματική σύγκρουση, ένα έγχρωμο αδιέξοδο που έως και τον ύπνο μπορεί να τους κλέψει: Τι χρώμα πουκάμισο να διαλέξουν, το μπλε της θάλασσας ή το μπλε του ουρανού;
–Θέλει και ερώτημα; Πάντα το μπλε του ουρανού! –
Απόγευμα. Φτάνει στο σπίτι. Μεμιάς ξεφορτώθηκε τα ρούχα που ακόμα κι αν δεν τού αφαιρούσαν, σίγουρα δεν είχαν τίποτε να τού προσθέσουν. Άνθρωποι – προγράμματα, ήμερα θεριά, συμβιβασμένα όντα και μέχρι οίκτου ενήλικα και προσιτά. Κάθισε στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση. Έφαγε και φαγάκι σπιτικό. Τυλίχτηκε και με την κουβερτούλα λίγο αργότερα. Άρχισε να βρίσκει ομοιότητες. Αποκοιμήθηκε.
Εφιάλτες κέντησαν τον ύπνο του. Δίποδα ήμερα θεριά τον περικύκλωναν απαιτώντας την προσαρμογή και την υποταγή του, την ευγνωμοσύνη του απέναντι στο ημέρωμα της ενηλικίωσης, με λίγα λόγια την ολοκληρωτική συντριβή του. Προσπάθησε να ξεδιαλύνει τα πρόσωπα, να αναγνωρίσει φιγούρες και να απομονώσει τις φωνές. Η εικόνα άρχιζε να καθαρίζει από το χνώτο του ονείρου. Έμοιαζαν με πρόσωπα γνωστά, αν και αλλοιωμένα· αλλοιωμένα όχι απ’ το όνειρο ούτε κι απ’ τον χρόνο, αλλά απ’ την ασθενική αντίστασή τους σ’ αυτό το ημέρωμα της ενήλικης ζωής για το οποίο ολοένα και λιγότεροι σιγά-σιγά κάνουν λόγο. Ήταν οι φίλοι του οι παιδικοί και οι συμμαθητές… Πόσοι συμμαθητές! Ήταν και λίγοι συμφοιτητές από τα χρόνια στο εξωτερικό. Πόσο είχαν αλλάξει όλοι.
Πετάχτηκε αδύναμος να πάρει ανάσα. Στάθηκε στο σκοτάδι. Όνειρο ήταν.
Όνειρο είναι.
Έτσι ευχόταν.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ