Τα ζώα του ζωολογικού κήπου πήραν τη μεγάλη απόφαση. Θα έσπαγαν τα δεσμά τους και θα διεκδικούσαν την ελευθερία τους. Τη νύχτα όπου όλοι θα κοιμόντουσαν, αυτά τις αλυσίδες τους θα έκοβαν και θα έβγαιναν από τα κλουβιά τους. Γλυκιά η ελευθερία, για πόσο ακόμα να την αρνούνται;
Ακόμα και τροφή που έβρισκαν, αρκετό δεν τους ήταν. Εκείνος που θυσιάζει την ελευθερία για την τροφή του, δεν αξίζει τίποτα από τα δύο. Όλα μαζί, ένα βράδυ, την ώρα που οι φρουροί κοιμόντουσαν συναντήθηκαν για να συζητήσουν για την απόφαση ζωής που πήραν.
-Η ώρα της ελευθερίας μας πλησιάζει! μίλησε πρώτο το λιοντάρι, ως ο αρχηγός των ζώων. Το καθένα ζώο από εμάς, πρέπει να αναλάβει από μία αρμοδιότητα. Εγώ θα αρχίσω να βρυχώμαι δυνατά ώστε να παρασύρω τους φύλακες και όση ώρα προσπαθούν να ηρεμήσουν εμένα, εσείς θα φύγετε.
-Εγώ με την προβοσκίδα μου, πήρε το λόγο ο ελέφαντας, θα σηκώνω ψηλά τους φύλακες και τους αστυνομικούς που θα κληθούν να μας φέρουν πίσω. Θα τους βάζω μέσα στα κλουβιά και εσείς θα κλείνετε την πόρτα. Έτσι, δε θα αποδράσουν και δε θα μπορούν να μας εμποδίσουν.
-Προτείνω, πετάχτηκε το σκιουράκι, να μην αποδράσουμε τη μέρα. Να οργανώσουμε ένα σχέδιο για να απελευθερωθούμε τη νύχτα. Επειδή είμαι μικρόσωμος, μπορώ να βγω λεπταίνοντας το σώμα μου από το κλουβί, την ώρα που οι φύλακες κοιμούνται και να τους κλέψω τα κλειδιά.
Τα ζώα έτειναν να συμφωνήσουν όλα πως τελικά η πιο ορθή σκέψη ήταν του μικρού σκίουρου. Αποφάσισαν όλα τους τα βήματα να είναι αργά, εκείνες τις βραδινές ώρες, όπου όλα είναι πιο γαλήνια και καθαρά.
Ήρθε το βράδυ και τα ζώα απελευθερώθηκαν. Μία καμηλοπάρδαλη, εξαιτίας του ψηλού της λαιμού, έβλεπε τα πάντα από ψηλά και ενημέρωνε τα υπόλοιπα ζώα, το σκιουράκι άνοιξε όλα τα κλουβιά, ωθώντας όλα τα ζώα να αποδράσουν.
Ένα αστέρι, ξαφνικά, έλαμψε στον ουρανό ως προπομπός της ελευθερίας. Όλα τα ζώα σιώπησαν για λίγο, κοίταξαν το ένα το άλλο και συνέχισαν την πορεία τους.
Η δύναμη για την κατάκτηση της ελευθερίας, σε μετατρέπει σε ένα πλάσμα που δε φοβάται τίποτα. Έτσι, τα αγαπημένα μας ζώα, διέσχισαν τους δρόμους, πέρασαν τα σύνορα της πόλης και έφυγαν για άλλες πολιτείες. Μέσα στη νύχτα, την ώρα που οι άλλοι κοιμόντουσαν, εκείνα έκαναν το σπουδαιότερο άλμα για τη ζωή τους.
Κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη το υπόλοιπο πρωί. Οι φύλακες κοιτούσαν ο ένας τον άλλο απορημένοι, μη μπορώντας να απαντήσουν σε κανένα ερώτημα.
Μόνο ένα παιδί είπε πως το βράδυ που κοίταζε τα αστέρια στο μπαλκόνι του, είδε κάποιες φιγούρες στα σκοτεινά να προχωρούν. Αλλά κανένας δεν το πίστεψε…
ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ