Στο τζάκι η φωτιά σιγόκαιγε, είχαν απομείνει κάτι κούτσουρα ελάχιστα. Η παρέα καθισμένη γύρω στους κόκκινους καναπέδες με τα ριχτάρια και τα χρυσά κρόσσια, περίμενε το συνθηματικό από την οικοδέσποινα για να μεταφερθούν λίγο παρέκει στην τραπεζαρία, τη στρωμένη με κοκκινόχρυσο τραπεζομάντηλο και φορτωμένη με βασιλικά εδέσματα. Ο πατέρας πλησιάσε βαστώντας το δερμάτινο ζεμπίλι, το απόθεσε στην ποδιά του τζακιού, άνοιξε το πυρίμαχο πορτάκι, τον πήρε η κάψα στο πρόσωπο, με δυό τρεις αποφασιστικές κινήσεις σιγοντάρισε την εστιά να κάψει, και έτσι η φωτιά δεν θα τους εγκατέλειπε για ολόκληρη τη νύχτα όσο θα βαστούσε το επίσημο δείπνο. Στην κεφαλή του τραπεζιού τοποθετήθηκε ο αξιότιμος κύριος Γιώργος, με τα μαλλιά του χτενισμένα με τη χωρίστρα στο πλάι και να πέφτουν στραβά στο μέτωπο, φωτίζοντας αλλοιώτικα το ειρωνικό του πρόσωπο, μεγαλοδικηγόρος της μικρής επαρχιακής πόλης με όνομα και αρκετές αθωώσεις στο ενεργητικό της καριέρας του, κυρίως σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Δίπλα κάθισε η οικοδέσποινα με την ποδιά εργασίας που απεικόνιζε μεγάλα μωβ και πράσινα πουλιά, φέρνοντας την ψωμιέρα με τα χωρίσματα, με τις λεπτές κομμένες φέτες ψωμί, που έδωσαν την τελευταία πινελιά στην τράπεζα. Λαλίστατη και όλο γλύκες προς τον επισκέπτη, «να σας βάλω λίγη σαλάτα; Είναι με κρουτόν, ρόδι και μπαλσάμικο, πάντα λέω στον πατέρα να βάζει το ξύδι τελευταίο». Στην τελευταία θέση κάθισε η Μαρία για σηκωθεί εύκολα όταν το μωρό παραδίπλα, στην κούνια του, φωνάξει ή κλάψει ή ζητήσει γάλα. Η τροφός του μωρού σε αμήχανη στάση κοίταζε διακριτικά μιά προς την εξώθυρα και μια προς το μωρό που κοιμόταν με μια έκφραση μακαριότητας στο προσωπάκι του, ήταν και η ζέστη που έδινε μια αντίθεση μεταξύ του χιονιού έξω από το παράθυρο και της θαλπωρής από το τζάκι μέσα στο εξοχικό σπίτι στις παρυφές του λόφου. Το κρασί έκανε το πρόσωπο του Γιώργου να κοκκινίζει από τη ζέστη, σαν παντζάρι. Η οικοδέσποινα απορροφημένη με τις περιποιήσεις της, δεν πρόσεξε τις κλεφτές χαρακωτές ματιές που έριχνε ο Γιώργος στην ποδιά της Μαρίας, αλλά ούτε και εκείνη, καθώς την απασχολούσε ότι το μωρό σε λίγο θα ξυπνούσε και θα έπρεπε να ανοίξει τον βραστήρα να ζεστανει το γάλα του. Τα χέρια της αμήχανα έτριβαν το ψωμί γεμίζοντας ψίχες το τραπεζομάντηλο, τις μάζευε στη χούφτα της και πάλι από την αρχή.
Με στριμώχνεις στη λέξη διαδικασία. Με στοιχειώνει αυτή η λέξη. Στο ακροατήριο του δικαστηρίου, διάδικοι, μάρτυρες, δικηγόροι σιωπούν στο άνοιγμα της πλαϊνής πόρτας, σεβαστικά σηκώνονται όρθιοι, ένας φάκελος πέφτει. Ο Εισαγγελέας, η Πρόεδρος και η γραμματέας του Δικαστηρίου της επαρχιακής πόλης, κορδωμένοι. Η γραμματέας με ξινισμένο ύφος, θα έλεγε κανείς πως το πρόσωπό της είχε μια πρασινωπή όψη. Η Μαρία καθόταν που καθόταν στο ακροατήριο, ακριβώς στο κέντρο, πρόσεξε πως η Πρόεδρος είχε πάρει μαζί της την πελώρια, κίτρινη τσάντα της, αφημένη σε περίοπτη θέση πάνω στο έδρανο. Η Μαρία ανυπόμονα περίμενε να έρθει η σειρά της να ξεμπερδέψει και με αυτό για να γυρίσει στο μωρό να το πάρει στην αγκαλιά της και να του δώσει γάλα. Καρφωμένα τα μάτια της στο μεγάλο στρογγυλό ρολόι πίσω από τους Δικαστές, και στον Ιησού, που την κοίταζε με μια αυστηρότητα που μόλις είχε προσέξει, ίσως Αυτός να σώσει κυρίως το μωρό, παρακαλούσε και δεν την ένοιαζε. Ο Γιώργος υπερασπιζόταν έναν νεαρό χρήστη. Όταν βγήκαν στο προαύλιο, ανακουφισμένοι και οι δυό τους, λέξη δεν αντάλλαξαν για τις διαδικασίες, παρά μόνο για την επόμεη ημέρα και τα σχέδιά τους για το Πάσχα. Ώσπου άρχισε να βρέχει, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά και έκρωζαν, όλη η πλατεία του δικαστικού μεγάρου είχε σκεπαστεί από μαύρα πουλιά, μαύρα σύννεφα, άνοιξαν ομπρέλες, φυσούσε πολύ. Φεβρουάριος.
Όπως ψηλά στέκονται και οι Άγιοι που εκείνη τη νύχτα έρχονται σαν σε όνειρο, με μαλώνουν που το καντήλι τους είναι σβηστό, το τζάκι σβηστό και ο ουρανός κλειστός. Αφού απόφαγε η οικογένεια, ήρθε η ώρα του κονιάκ, που η οικοδέσποινα πρόσφερε γεμίζοντας τα κρυστάλλινα ποτήρια όλων ακριβώς μέχρι τη μέση. Ευχήθηκαν όλοι καλό όνομα στο μωράκι που θα το βάφτιζαν την επόμενη Κυριακή, και εκείνο χαμογέλασε, όπως και η Μαρία όταν τσούγκρισε το ποτήρι της με αυτό του Γιώργου με αμηχανία και μια φυσική συστολή. Μετά το γλυκό ήρθε η ώρα να στρώσουν για χαρτί. Το μωρό ήδη είχε αποκοιμηθεί, έπαιξαν μπλάκ τζακ, ο Γιώργος έκανε τη μάνα, μοίραζε χαρτιά, μπλόφαρε πάντα όταν έπαιζε, φυλούσε καλά τα φύλλα του να μην τα δουν και σχεδόν πάντα κέρδιζε. Εκείνη τη μέρα όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο παιχνίδι, άθελά του κοίταζε απέναντι τη Μαρία, που κοίταζε το μωρό με μια συγκεκριμένη έκφραση γλυκύτητας και νοσταλγίας. Το παιχνίδι τελείωσε, είχε πάει τρεις η ώρα. Ο Γιώργος προσφέρθηκε να κατεβάσει αυτός τη Μαρία στο κέντρο όπου εκείνη νοίκιαζε μια γκαρσονιέρα. Φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους, ευχήθηκαν και πάλι στην οικογένεια για το όνομα του μωρού και οι δυό τους βγήκαν στον παγωμένο αέρα μέχρι να επιβιβαστούν στο άσπρο τζιπ του Γιώργου. Ψιλοχιόνιζε, κόντευαν στα σπίτια τους που ήταν αντικρυστά το ένα με το άλλο. «Να έρχεσαι να κάνουμε λίγο παρέα.» Είπαν καληνύχτα, ξεκλείδωσαν τις πόρτες και χάθηκαν στις τρύπες τους.
Το πρώτο πράγμα που έκανε η Μαρία μόλις τρύπωσε μες στο σπίτι ήταν να πιάσει τη μασιά και να αναδεύσει τα ξύλα στην εστία. Ετούτος ο χειμώνας έφευγε με κρύο και υγρασία που σε τρυπάει μέχρι το κόκαλο. Έπρεπε να κρατήσει τον χώρο ζεστό ώστε να μπανιάρει τον μικρό. Η Μαρία δεν είχε καμιά αδερφή να της δείξει πώς να αλλάζει τις πάνες στο μωρό. Πήγε στο δωμάτιό της έκλεισε τη βαλίτσα της που την είχε πάντα έτοιμη.
Μπαίνοντας η άνοιξη και μέσα στο Ι.Χ. του Γιώργου, στη διαδρομή προς την Αναπαύσεως, η Μαρία απορροφημένη κοιτάει τα κυπαρίσσια, είναι ψηλά, ανοίγει την καγκελόπορτα, περιδιαβαίνει τους λαβυρίνθους, στέκεται δίπλα σε ένα πλούσιο μνήμα, αισθάνεται τον Θεό να γελάει, σταματά έναν διερχόμενο παπά, θέλει να ρίξει τρισάγιο στον άνθρωπό της. Ο παπάς καλωσυνάτος και προθυμότατος. «Εν σκηναίς δικαίων τάξαι, εν κόλποις Αβραάμ αναπαύσαι». Για τον νεκρό της Μαρίας. Άναψε και τακτοποίησε τα κεράκια, το καντήλι φέγγει μέσα από το παραθυράκι, το μνήμα κάθε άλλο παρά παρατημένο το λες, ξεχορταριασμένο, σιγυρισμένο. Η Μαρία τοποθέτησε κόκκινα τριαντάφυλλα στο μαρμάρινο ανθοδοχείο, πέταξε τα αποτσίγαρα από το γειτονικό μνήμα, φίλησε το χέρι του παπά, χάιδεψε τη μαρμάρινη πλάκα, χαμήλωσε, έστησε αυτί. Ένα σπουργιτάκι κάθεται πάνω στο μνήμα, σαν κάποιος να της τείνει το χέρι, είναι η μητέρα από το γειτονικό μνήμα. Πρόσεξε το αναμμένο τσιγάρο στο χέρι της. «Καλή Ανάσταση», της εύχεται αμήχανα. «Επίσης, να ‘στε καλά. Δεν αλλάζει τίποτε», της απάντησε. Δεν παρηγορήθηκε ακόμη, σκέφτηκε και δάκρυσε.
Δεν έχω αυτιά να σε ακούσω, κι ας φωνάζεις από μέσα. Μέσα από τον χαρτοφύλακα σε ακούω. Ο Γιώργος βαστούσε πιστά τον χαρτοφύλακά του και δάγκωνε μια τυρόπιτα. Αν ο φαντομάς κοιτούσε μέσα από το παραθυράκι, το πρώτο που θα έβλεπε ήταν η μεγάλη φωτιά· ήταν πρώιμη φέτος η Πασχαλιά. Θα χτυπούσες με το μικρό δαχτυλάκι με το μακρύ νύχι τακ τακ στο τζάμι, μέσα από τους κουρτίνες, και θα έβλεπες την εστία, που τύλιγε όλους τους συνδαιτυμόνες μέσα σε ένα προστατευτικό κουκούλι. Τους έκαιγε στα πρόσωπα. Πάντα τους έκαιγε η φωτεινή εστία, έφερνε την οικογένεια και τον προσκεκλημένο ακόμα πιο κοντά κι ας ήταν σαν να μην γνωριζόντουσαν με τη Μαρία, σαν να ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε, αλλά που κάποτε τον είχε ονειρευτεί αλλιώτικο, με αλλαγμένο πρόσωπο μέσα σε ένα όνειρο υγρό, αντίθετο με τη φωτιά που έλαμπε στα πρόσωπα όλων και τους έκανε να κοκκινίζουν από τη ζέστη και από τη συστολή τους· ήταν υψηλός προσκεκλημένος ο Γιώργος.
Με τη βαλίτσα στην μπαγκαζιέρα του λεωφορείου του ΚΤΕΛ στον δρόμο για το μοναστήρι, η Μαρία ήταν μόνη της αυτή τη φορά. Δρασκέλισε με δέος τη γέφυρα, χτύπησε το βαρύ χερούλι. Της άνοιξε μία αδερφή, την οδήγησε προς το αρχονταρίκι. Μια αδερφή σκάλιζε τη φωτιά εκεί και έφερνε καινούργια ξύλα για να την ταϊσει. Οι Άγιοι λαμποκοπούσαν μέσα στις εικόνες τους, ετοιμαζόντουσαν για τους επισκέπτες. Οι μαρτυρίες, τα τάματα. Η Μαρία σκούπισε τα μάτια της, δεν ήθελε τίποτε άλλο. Ήταν πανέτοιμη. Και μόνη. Το σήμαντρο σήμανε την ώρα της Τράπεζας, η τεράστια μακρόστενη αίθουσα, γύρω από την Τράπεζα οι μαυροφορεμένες μοναχές, το ανάγνωσμα της ευαγγελικής περικοπής και στην τελευταία θέση η Μαρία, λαϊκή, υψηλή συγγένισσα της Ηγουμένης. Με το ζόρι κατάπιε ένα μικρό σοκολατάκι, δυό μερόνυχτα τώρα, ξενυχτισμένη, δεν κατέβαινε τίποτε. Την πήραν τα κλάματα και το παράπονο, αλλά αυτή τη φορά ήρεμα και σιγά όπως σαν να την περίμενε μία ιδιότητα που δεν είχε αγγίξει ακόμα, η ελπίδα. Τώρα δεν σήκωνε τα μάτια κανείς να τη μαχαιρώσει με το βλέμμα, ή με κάποια υπόσχεση. Δεν επιτρεπόταν. Η ομίχλη τύλιξε τους Άγιους Βράχους. Έπειτα ήρθε η βροχή. Παχιές στάλες στην αρχή, μετά οι σταγόνες έγιναν λεπτές και σβήστηκαν. Για λίγο, όσο κράτησε η αναμονή στον λαξευτό προθάλαμο μέσα στον ιερό βράχο. Η Μαρία θυμήκε το σαλόνι των Χριστουγέννων, το δείπνο που της είχαν υποσχεθεί, τις ματιές του Γιώργου, τον χαρτοφύλακα, τα πορσελάνινα σερβίτσια, τις στιγμές στο δικαστήριο, την αγόρευση του Γιώργου. Θυμήθηκε τον Ιησού Κριτή μέσα στη δικαστική αίθουσα, το πρόσωπο του Γιώργου, το βήξιμό του, τα πνιχτά γελάκια της γραμματέως. Μετά θυμήθηκε τις κάμερες στο προαύλιο, τα μικρόφωνα, όλα αυτά που την απομάκρυναν από το μωρό, παρά τη θέλησή της μέχρι το απόγευμα που ξεκαθάρισε η κατάσταση και ο Γιώργος την είχε βρει αποκαμωμένη να κάθεται στο παγκάκι. Σύνελθε, Μαρία. Στο έχω ξαναπεί, όμως αυτή τη φορά μέσα στην ομίχλη και στη βροχή με φόντο το τοπίο, σαν όνειρο να κοιτάζει μια έξω από το παράθυρο και μια μέσα στο μοναστικό συγκρότημα. Τείνει τα μάτια της προς τον σκοτεινό ουρανό και προσεύχεται για όλους τους πάσχοντες του κόσμου, φυσικά και αβίαστα, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Μαρία, σου γράφω μέσα από την κλινική, τα πράγματα είναι ανέλπιστα περίεργα. Ανεβαίνω τη γυριστή σκάλα. Χτυπώ την πόρτα των γιατρών. Με κοιτούν με βλέμμα διεισδυτικό. Βλέπω άρρωστους ανθρώπους, Μαρία. Οι μέρες είναι λίγες, οι ώρες είναι λίγες.
Τη συζήτηση στο αρχονταρίκι συνόδευε ζεστό τσάι και η θαλπωρή του τζακιού με απόλυτη ωφέλεια και συγκέντρωση νου και καρδιάς. Το βλέμμα των μοναζουσών πεντακάθαρο, η θεία χάρις διάχυτη. Η Μαρία είχε εξομολογηθεί πολύ βαθιά πριν από δύο χρόνια για την αποτυχία της να γίνει μάνα. Την αγωνία της να τον αγγίξει, εκείνον, και δεν τα κατάφερε, έπνιξε τα κλάματά της, πήρε βαθιά ανάσα και περίμενε.
-Σε ήξερα από χρόνια.
Γίνονται καλά οι άνθρωποι, Μαρία.
Στην πύλη επιβίβασης του αεροδρομίου, η Μαρία, έτοιμη πια, είδε για τελευταία φορά τον Γιώργο. Τα μάτια της καρφώθηκαν στον δερμάτινο χαρτφύλακα από όπου εξείχε η λάμψη της αιχμής ενός μαχαιριού. Για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά έκανε δυό βήματα πίσω αρνούμενη οριστικά να επιβιβαστεί. Πήρε ένα διερχόμενο ταξί και γύρισε στο ζεστό και φιλόξενο σπίτι της ξαδέρφης της, όπου για τα επόμενα χρόνια έζησε μέσα σε μια ασφάλεια – τη θαλπωρή της εστίας που σιγόκαιγε – και μεγαλώνοντας το νήπιο πια παιδί της ξαδέρφης της, τον οποίο η Μαρία βάφτισε και τον είπε Νικόλαο, όπως έλεγαν τον πατέρα της. Η Μαρία πέθανε στα πενήντα τέσσερα της χρόνια, στις είκοσι μία Ιανουαρίου του έτους δύο χιλιάδες δεκατέσσερα, ημέρα Τρίτη στις τέσσερις και μισή τα ξημερώματα μετά από νοσηλεία λίγων ημερών και εξαιτίας επιπλοκών μιας πνευμονοπάθειας. Ο Νικόλαος ήταν τότε δεκαεννέα χρονών παληκάρι και την έκλαψε πολύ σαν δεύτερη μάνα του. Όλοι στην οικογένεια στόλισαν το φέρετρο με πολλά κόκκινα γαρύφαλα που τα έκοψαν από τον κήπο τους στον ακάλυπτο χώρο της μονοκατοικίας. Γυρίζοντας σπίτι μετά από την κηδεία και αφού είχαν κλάψει και θάψει τη νεκρή, η πρώτη κίνηση που έκανε ο έφηβος Νικόλαος ήταν να κοιτάξει προς το τζάκι τη φωτιά που είχε μισοβήσει και κουβαλώντας το δερμάτινο ζεμπίλι με τα ξύλα, αφού σκούπισε με το φαράσι όλη τη στάχτη που υπήρχε στο συστάρι της εστίας, σκάλισε τα αποκαϊδια και πρόσθεσε τα καινούργια ξύλα. Κάθισε στο διπλανό ντιβάνι και τα μάτια του έγιναν δυό φωτιές που κοίταζαν επίμονα στο βάθος-βάθος της φλόγας για να δουν πώς καίγεται το ξύλο, πώς ακούγεται το τρίξιμο και το σκάσιμο των ξύλων και προσπαθώντας να διακρίνει εκεί μέσα στις λάμψεις και μέσα στο μπλε φως, το αδιόρατο μέλλον.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
Πολύ ωραίο!!
Με άγγιξε. Πολύ ωραίο!!
Πολύ ωραίο!
Αγαπητές Άννα, Αθήνα και Τζένη.
Με κάνετε πολύ χαρούμενη!
Ευχαριστώ για τον χρόνο που διαθέσατε και για την ενθάρρυνση που μου δίνετε!
Με αγάπη,
Λευκοθέα