Έτσι αντιλαμβάνεσαι πως είναι όταν πρέπει να ζήσεις μέσα σε τέσσερις τοίχους… «για το καλό σου». Έξω ο ήλιος λάμπει, ζηλεύεις τα πουλιά από το παράθυρο, εσύ όμως είσαι καθηλωμένος μέρες τώρα, βδομάδες στην ίδια ρουτίνα. Ξυπνάς το πρωί φτιάχνεις καφέ… ξέρεις πως δε θα πας σήμερα ν’ ανοίξεις το μαγαζί… δε θα πας στη δουλειά. Αν έχεις δουλειά. Θα περάσεις ακόμα μια μέρα μέσα. Κεκλεισμένων των θυρών. Πίνεις το καφέ νεροζούμι κι αρχίζεις να σκέφτεσαι πως θα περάσει η μέρα χωρίς να μπορείς να πας να δεις ένα φίλο, χωρίς να έρθεις σ’ επαφή μ’ έναν άνθρωπο… αρχίζεις να καθαρίζεις το σπίτι… σχολαστικά έτσι όπως δεν το έκανες συνήθως μέχρι τότε…. ξεσκονίζεις σκουπίζεις, σφουγγαρίζεις το πάτωμα να ξορκίσεις τo χτικιό… να μη μείνει ίχνος σκόνης μέσα στην οποία μπορεί να κρύβεται ο μικροσκοπικός οργανισμός… κι ενώ σκουπίζεις το ξέρεις πως αυτό το τόσο ύπουλο αόρατο στοιχείο ύπαρξης είναι πάντα εκεί έξω… σε παρανομεύει από την ώρα που απλώνεις το χέρι και ακουμπάς το κλειδί της εξώπορτας για να βγεις… πως μοιάζει αυτό το μικρόβιο με ‘κείνο του φόβου… του φόβου που σε ακολουθεί σε κάθε βήμα μέσα κι έξω από το σπίτι στις μεγαλουπόλεις … αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως θα πρέπει να ζήσεις μ’αυτό, όπως ζεις τόσα χρόνια με το φόβο φωλιασμένο μέσα σου…
Ύστερα αρχίζεις να βάφεις… βάφεις πόρτες, βάφεις παράθυρα… όλα τα μικροπράγματα που ΄χεις μαζεμένα τόσο καιρό για να τα αναπλάσεις κάποια στιγμή σ’ ένα σχέδιο δημιουργικής μεταποίησης… γράφεις και δημιουργείς σα να μην υπάρχει αύριο, για να μη σκέφτεσαι, για να έχεις κάτι ν’ ασχολείσαι να περνάει η ώρα να μη απασχολείς το μυαλό με το χρόνο που φεύγει έτσι ανούσια και αμετάκλητα…
Έπειτα αρχίζεις να πετάς πράγματα… κάποια στιγμή μαζί με τη σαβούρα, αρχίζεις να πετάς και αναμνήσεις… κομμάτια από τη ζωή σου μέχρι τώρα… κομμάτια που αγαπούσες, κομμάτια του εαυτού σου… παλιές φωτογραφίες, παλιά ημερολόγια… αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι γιατί τα κρατούσες τόσα χρόνια… σε τι χρησίμευαν όλα αυτά; μόνο για να σε κρατούν δέσμιο στο παρελθόν… ένα παρελθόν που θες να ξεχάσεις έτσι κι αλλιώς….
Οι μέρες μεγάλες και οι νύχτες ακόμα μεγαλύτερες. Κάτι θα μαγειρέψεις ενώ ανησυχείς για το πόσο θα έχεις ακόμα ρευστότητα. Ασχολείσαι με πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δε θα σε απασχολούσαν. Με το αν μπορείς να φτιάξεις μια καλή σούπα ας πούμε με τα υλικά που έχεις ήδη στο ντουλάπι. Αναρωτιέσαι μέχρι πότε θα σε φτάσουν κι αυτά.. η ζωή μέσα είναι μοναχική και μονότονη.. σκέφτεσαι να πάρεις ένα φίλο τηλέφωνο, σηκώνεις το ακουστικό ύστερα το μετανοιώνεις… και τι να πεις.. μήπως άλλαξε τίποτα σ’ αυτή την υποχθόνια ρουτίνα από χθες;
Και ΄κει κατά τις μία τα ξημερώματα αρχίζεις να παλεύεις και πάλι με τον εαυτό σου.. μ’ αυτά που θες να κάνεις, μ’ αυτά που σε βασανίζουν από το τότε.. αν τότε είχα κάνει αυτό ίσως τώρα.. οι τύψεις και οι ενοχές ξυπνάνε κι αυτές μαζί σαν ερινύες… αν δεν είχα κάνει αυτό τότε σήμερα θα ήταν αλλιώς τα πράγματα… αν τον είχα πάρει ένα τηλέφωνο, αν του είχα μιλήσει εκείνη τη μέρα…
Κάπου εκεί σε παίρνει ο ύπνος… ένας ύπνος πότε βαρύς και πότε γεμάτος εφιάλτες και όνειρα.. ξυπνάς κατά τις πέντε το πρωί από τον ήχο της σκουπιδιάρας ή του ασθενοφόρου. Ξέρεις πως αυτή τη φορά δεν είναι για ΄σένα. Αύριο όμως; Ξανακοιμάσαι με δυσκολία περιμένοντας να έρθει η επόμενη μέρα ίδια κι απαράλλακτη σα τη προηγούμενη… η ρουτίνα του καθαρισμού του σπιτιού αρχίζει και σε κουράζει. Αναρωτιέσαι πόσο θ’ αντέξεις ακόμα… κι όλα αγωνιάς με το παραμικρό ύποπτο σημάδι, ένα μικρό βήχα, ένα φτέρνισμα, μήπως έχεις τα συμπτώματα και τι μέλλει γενέσθαι μετά από αυτό…
Ξυπνάς το επόμενο πρωί και ζυγιάζεις την αναπνοή.. να δεις αν αναπνέεις δίχως δυσκολία και σήμερα.. μια μέρα ακόμα..
Κι ύστερα ξαναρχίσεις από την αρχή τον καφέ, το ξεκαθάρισμα, το συμμάζεμα… ακούς τους ειδικούς που φροντίζουν λένε για το καλό μας, περιμένοντας πότε θα σημάνει εξιτήριο από τη φυλακή που σου έστησαν. Για μια ακόμα φορά χωρίς να σε ρωτήσουν. Θα περάσει κι αυτό σκέφτεσαι. Πρέπει να το αντέξω. Μια μέρα ακόμα..
Οι μέρες περνούν ενώ αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι αν θα τελειώσει ποτέ όλο αυτό.. σκέφτεσαι μήπως εξελιχθεί σε μόνιμη κατάσταση… να ζεις μια ζωή υπό έλεγχο… να ξέρεις πως δε θα μπορείς να βγει αν δε στείλεις μήνυμα στους αόρατους δεσμοφύλακές σου για να πάρεις την άδεια…. πως απαγορεύεται να πας να δεις ένα φίλο…
Και κάπου εκεί αρχίζεις να σκέφτεσαι αν αξίζει να ζεις μια τέτοια ζωή τελικά.. εκεί που την έφεραν εκεί που τη κατάντησαν… εκείνοι όσοι επεξεργάζονται σε ύποπτα βιολογικά εργαστήρια τέτοια επικίνδυνα κατασκευάσματα για τον έλεγχο της ανθρωπότητας… εκείνοι όσοι αποφασίζουν για τις τύχες μας πολλά χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια μας… εκείνοι που θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο το πλανήτη για τα δικά τους συμφέροντα…
Τότε λες κάτι πρέπει να κάνω… να επιβιώσω αρχικά… όταν η κάθε μέρα ορίζεται από την αγωνία της επιβίωσης μέχρι την επόμενη… και ύστερα… ν’ αντισταθώ.. Ν’ αντισταθώ με το μυαλό. Να μη μου το πάρει, να μη μου το χαλάσει ο φόβος και η άσκηση ψυχολογικής βίας που μου ασκούν… να κάνω υπομονή μέχρι να καλυτερεύσουν κάπως τα πράγματα… κι ύστερα δειλά να προσπαθήσεις αν μπορέσεις να ξαναβάλεις τη ζωή σε μια τάξη…
Να πας στην επιχείρηση που δουλεύεις αν ξανανοίξει και δεν έκλεισε οριστικά, μη αντέχοντας τη πίεση στη διάρκεια της Καραντίνας. Να δεις ένα φίλο να βγεις μια βόλτα στη θάλασσα … μήπως και θυμηθείς πως ήταν η ζωή κάποτε … πριν σε κλείσουν σε 4 τοίχους… πριν ελέγξουν κάθε κύτταρο ελεύθερης ύπαρξης…
14 – 06 – 2020 (Προσωπικές σκέψεις ή ίσως και σκέψεις όλων μας λίγο πολύ, κατά τη διάρκεια της Καραντίνας και λίγες μέρες μετά… )
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ