Αφότου τελείωσε το κακό, οι χωρικοί άρχισαν να μετράνε τις πληγές τους και να γυρεύουν την αιτία της καταστροφής. Κι ενώ ο καθένας έλεγε τη δική του εκδοχή και οι εικασίες έδιναν και έπαιρναν, ένας μεσόκοπος άνδρας πετάχτηκε και είπε πως το προηγούμενο βράδυ το μάτι του συνέλαβε φευγαλέα το γέρο Στάμο να ανηφορίζει την πλαγιά σέρνοντας με κόπο ένα αντικείμενο που δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. «Είχα το φεγγάρι κόντρα και τον έβλεπα σαν σκιά. Κατάλαβα όμως ότι ήταν αυτός απ’ το λοξό του το περπάτημα. Δεν έδωσα σημασία και ξαναμπήκα στο σπίτι γιατί νύσταζα», κατέληξε ο άνδρας και όσοι βρίσκονταν γύρω του κοιτάχτηκαν σαστισμένοι.
Τον τελευταίο καιρό ο γέρο Στάμος ήταν απλησίαστος και οι πάντες συμφωνούσαν πως είχε παλαβώσει. Ιδίως μετά από τα καμώματά του στην κηδεία εκείνης της δύστυχης γυναίκας που ποτέ της δεν πείραξε κανέναν, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για την τρέλα που τον είχε χτυπήσει. Την ώρα που κατέβαινε στο λάκκο το φέρετρο και ολούθε αντιλαλούσαν οιμωγές και κλάματα, ο γέρο Στάμος ξαφνικά έσκασε στα γέλια, μ’ ένα γέλιο σαρδόνιο, διαβολικό, που τους έκανε όλους να ανατριχιάσουν. Ακόμα και ο παπάς, για μια στιγμή έπαψε να ψέλνει και ξεροκατάπιε τρομαγμένος. Αυτό το περιστατικό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της γενικής απέχθειας για το άτομό του. Του είχαν συγχωρήσει πολλά οι συντοπίτες του· τα αβάσιμα και επινοημένα απ’ τον ίδιο κουτσομπολιά που διέδιδε στο καφενείο για να σπιλώσει άλλους, την απότομη και εχθρική συμπεριφορά του, τους αδικαιολόγητα προσβλητικούς του τρόπους. Αυτό όμως δεν μπορούσαν να του το συγχωρήσουν με τίποτα· ήταν λες και το γέλιο του να είχε συντρίψει μονομιάς όλα όσα χωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα.
Από κείνη τη μέρα και ύστερα κανείς δε μιλούσε στο γέρο Στάμο. Όπου πήγαινε συναντούσε γυρισμένες πλάτες και φαρμακερά βλέμματα. Αυτό το αρνητικό κλίμα όμως δε φαινόταν να τον ενοχλεί ιδιαίτερα· συνεχώς τον άκουγαν να μουρμουρίζει κατάρες μέσα απ’ τα σφιγμένα του χείλη, με μια αυταρέσκεια που πάγωνε το αίμα σε όποιον διασταυρωνόταν μαζί του.
Από μικρός ο Στάμος είχε εμμονή με τα ταξίδια. Στο μισογκρεμισμένο απ’ τον πόλεμο σχολείο, όποτε τα άλλα παιδιά έκαναν τις ασκήσεις τους ή μελετούσαν το αναγνωστικό, εκείνος γερμένος πάνω στο θρανίο με ύφος ονειροπόλο, ζωγράφιζε ζούγκλες, τροπικά νησιά, στέπες, φουρτουνιασμένα πελάγη και μαυριδερά ανθρωπάκια με ακόντια και τόξα. Και πάντα μόλις τα σχέδιά του έπεφταν στα χέρια του δασκάλου, έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του και έπαιρνε τιμωρία.
Έφηβος πια, με αραιό μουστάκι και λιγοστές τρίχες στο πηγούνι, ύψωσε τα μάτια του στον πατέρα ένα μεσημέρι που καθόταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι. Οι φλέβες στα μηλίγγια του κλωτσούσαν από την ταραχή, μα ήταν αποφασισμένος· ανακοίνωσε με όλο του το νεανικό θράσος πως θα έφευγε απ’ το χωριό και θα γινόταν ναυτικός. Η τραχιά όψη του πατέρα σκλήρυνε ακόμα περισσότερο, τα φρύδια του έσμιξαν και με τη βροντερή αρρενωπή φωνή του, είπε: «Και το χωράφι ποιος θα το δουλεύει, μωρέ, σαν γεράσω εγώ; Η μάνα σου κι η αδερφή σου τι θα κάνουν, θα ψοφήσουν της πείνας επειδή εσένα πήραν τα μυαλά σου αέρα; Κοίτα να συμμαζευτείς και να μην ξανακούσω τέτοια κουβέντα!» Ο Στάμος δεν απάντησε, παρόλο που σκέφτηκε να πει πως θα στέλνει χρήματα, πως δε θα τους ξεχάσει, πως δε θα τους αφήσει στη μοίρα τους. Έσκυψε το κεφάλι και κατάπιε έναν λυγμό που ήταν ανακατεμένος με μια κραυγή.
Η πρώτη νεότητα πέρασε ήσυχα, βυθισμένη σε μια καθημερινότητα χωρίς απρόοπτα, που εντός της φώλιαζε μια ανομολόγητη, βουβή θλίψη. Ο Στάμος ζούσε υποταγμένος στο θέλημα της οικογένειας, μα μέσα του κρυφά έλπιζε πως κάτι θα γινόταν και η ζωή του θα άλλαζε κι εκείνος επιτέλους θα εγκατέλειπε αυτή τη στενή γωνιά του κόσμου. Θα άνοιγε τότε τα φτερά του για τους μακρινούς ορίζοντες που ήταν πλασμένος να ανταμώσει και θα εκπλήρωνε το νεφελώδες πεπρωμένο του. Τα απογεύματα, όταν τελείωνε τη δουλειά στο χωράφι, ανέβαινε στο λόφο έξω απ’ το χωριό κι από κει αγνάντευε τα γαλάζια βουνά στο βάθος και φανταζόταν τι μπορεί να υπήρχε πίσω απ’ αυτό το παραπέτασμα των ορεινών όγκων.
Ήταν περίπου τριάντα ετών, όταν η αδερφή του παντρεύτηκε και μετακόμισε στην πόλη· οι μισοκοιμισμένες προσδοκίες του Στάμου για φυγή, αφυπνίστηκαν. Ο έρωτας όμως τον πρόλαβε· γνώρισε τη γυναίκα του και παντρεύτηκε κι αυτός. «Πάμε να φύγουμε από δω, βαρέθηκα, αυτός ο τόπος μας κατατρώει», της έλεγε συχνά πυκνά κι εκείνη αποκρινόταν με λυπημένη έκφραση: «Και πού να πάμε, Στάμο μου, εδώ τουλάχιστον έχουμε ένα κομμάτι ψωμί». Ο Στάμος αναστέναζε, βαρούσε τις γροθιές του, μα παρέμενε σιωπηλός. Η εγκυμοσύνη της γυναίκας του έβαλε οριστικό τέλος σ’ αυτούς τους ανώφελους διαλόγους.
Ο χρόνος κύλησε σαν ποτάμι που παρασέρνει τα θέλγητρα και τα διώχνει μακριά· ο γιος του Στάμου μεγάλωσε, σπούδασε, άνοιξε σπίτι στην πρωτεύουσα και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Στο μεταξύ η γυναίκα του αρρώστησε και πέθανε. Όλο αυτό το διάστημα η λαχτάρα του Στάμου για ταξίδια και καινούργια μέρη έμοιαζε να ’χει σβήσει. Τώρα μονάχος στο πλίθινο οίκημα με τα παρτέρια στην αυλή, τριγυρνούσε πέρα δώθε έχοντας μια διαρκή αναστάτωση μέσα στα στήθη του. Συλλογιζόταν πως ακόμα δεν είχε ξοφλήσει κι ας είχε πατήσει τα πενήντα πέντε, πως ήταν υγιής, πως σε κανέναν δεν όφειλε λογαριασμό για τις πράξεις του και πως δεν ήταν αργά για να ξεκινήσει αυτό που από παιδί ανέβαλλε συνεχώς για το μέλλον. «Δώσε μια μούντζα σε όλα και εξαφανίσου!» του έλεγε μια φωνή που ερχόταν από τα έγκατα της ψυχής του. Μια άλλη φωνή όμως, πιο καθαρή, πιο σίγουρη, αντέτεινε: «Κάτσε στ’ αυγά σου κακομοίρη, εδώ είναι η ζωή σου, παραέξω τίποτα δεν έχει για σένα!» Ο πάντα άτολμος Στάμος συμμορφωνόταν κάθε φορά με τις παραινέσεις της λογικής κι έτσι δεν πήρε ποτέ την απόφαση να φύγει απ’ τη μικρή κοινότητα με τους λιγοστούς κατοίκους και τις έγνοιες της βιοπάλης.
Τα μαλλιά του άσπρισαν και αραιώσαν, τα μάγουλά του βαθούλωσαν, το βάδισμά του έγινε δύσκολο. Ο πόθος του καταλάγιασε πλέον για τα καλά, εντός του όμως είχε συντελεστεί μια μεταμόρφωση. Μολονότι είχε αποδεχτεί το αμετάκλητο ρίζωμά του στα χώματα που ανατράφηκε και έζησε όλη του τη ζωή, δεν μπορούσε να δει αυτό το ρίζωμα ως ευλογία· μια ανοιχτή πληγή απ’ όπου ανέβλυζε πικρία, δηλητηρίαζε όλο και πιο πολύ τη σκέψη του και όσο γερνούσε, τόσο πιο παράξενος γινόταν. Δεν ήθελε πολλά πολλά με τους συγχωριανούς του· τα συμμετρικά οργωμένα χωράφια, τα στενορύμια, η στρογγυλή πλατεία με τον πλάτανο στη μέση, το μπακάλικο που ψώνιζε τα τρόφιμά του, οι καμινάδες που κάπνιζαν το χειμώνα, όλα αυτά κι ένα σωρό άλλα που αντίκριζε κάθε μέρα, τον έκαναν να αγανακτεί. Μοναδική του παρηγοριά ήταν τα ταξιδιωτικά βιβλία που έφταναν μια φορά το μήνα στην πόρτα του με το ταχυδρομείο και που κάθε βράδυ τον απορροφούσαν σε μαγικές διαδρομές, όλο ένταση και χρώμα. Στις εικονογραφημένες σελίδες των λευκωμάτων και στις γλαφυρές αφηγήσεις των διάφορων οδοιπόρων, ο Στάμος έβρισκε μια εφήμερη λύτρωση· διαλυόταν για να ταυτιστεί με κάποιον άλλο, με κάποιον καλύτερό του, με κάποιον που εξανεμιζόταν τα πρωινά προξενώντας του μια αβάσταχτη μελαγχολία κι έναν τυφλό θυμό.
Αυτός ο άλλος του εαυτός ξανάβγαινε στην επιφάνεια τα απογεύματα που πήγαινε στο καφενείο και τον περικύκλωναν τα παιδιά για να ακούσουν με γουρλωμένα μάτια και ορθάνοιχτα στόματα τις εξιστορήσεις του από τα ξένα, από τις άγνωστες εκείνες χώρες όπου τόσα και τόσα απίθανα πράγματα του είχαν συμβεί. Ο Στάμος διηγιόταν με μακάρια έκφραση παραλλάζοντας αυτά που είχε διαβάσει την προηγούμενη νύχτα και μαζί με τα κρεμασμένα από τα χείλη του παιδιά, στροβιλιζόταν κι αυτός, ξανανιωμένος και αγνός, στη δίνη περιπετειών που ξεπηδούσαν απ’ το νου του εκείνη μόλις την ώρα. Ώσπου μια μέρα, ένα αγόρι τον διέκοψε και του είπε ότι έλεγε ψέματα και ότι απ’ τον πατέρα του ήξερε πως δεν είχε ταξιδέψει ποτέ του. Όλα τα παιδιά γέλασαν ταυτόχρονα σαν χορωδία. Το πρόσωπο του Στάμου σκοτείνιασε, τα δόντια του πρόβαλαν απειλητικά πάνω στη μασέλα του και έσκουξε: «Ξεκουμπιστείτε από δω βρωμόπαιδα!» Έπειτα άρπαξε πέτρες από κάτω και άρχισε να τις πετάει στα παιδιά που σκόρπισαν αλαλάζοντας.
Αυτό ήταν. Από τότε και ύστερα το χωριό μετατράπηκε σε αρένα· ένας εναντίον όλων. Σαρωμένος από ένα κύμα μοχθηρίας, ο Στάμος χαιρόταν μονάχα με τις αποτυχίες και τις στεναχώριες των άλλων. Σαν τυφλοπόντικας, δρούσε υπόγεια στις υποθέσεις του χωριού προσπαθώντας να σαμποτάρει, να βλάψει, να μειώσει. Σιγά σιγά οι πάντες κατάλαβαν τις προθέσεις του και έγιναν καχύποπτοι μαζί του. Τους τελευταίους μήνες ο Στάμος ήταν ένα φάντασμα· περιφερόταν ασκόπως, αποκλεισμένος απ’ την πραγματικότητα της μικρής κοινωνίας, σκαρώνοντας συνωμοσίες που μόνο μέσα στο παραφρονημένο του μυαλό μπορούσαν να υλοποιηθούν. Η αδυναμία του να επηρεάσει το περιβάλλον του, έκανε το μίσος του να οξυνθεί ακόμα περισσότερο. Τώρα πια δεν τον ενδιέφερε τίποτα· έπρεπε να τερματίσει την αναμέτρηση, να δώσει ένα Γκραν Φινάλε σε όλα.
Εκείνη τη νύχτα του καλοκαιριού που η λάμψη της πανσελήνου χυνόταν στα δέντρα, στα σπίτια και στα σοκάκια σαν γκριζωπή διάφανη μπογιά, ο Στάμος τράβηξε κατά την πλαγιά κουβαλώντας στην αγκαλιά του ένα μπιτόνι με βενζίνη. Ενόσω ανηφόριζε μέσα απ’ τα ξερόχορτα, μια υδαρής λωρίδα με έντονη οσμή χάραζε την πορεία του. Έφτασε στη μέση του υψώματος. Λαχανιασμένος κάθισε στο έδαφος και ατένισε για λίγο το χωριό από ψηλά. Κατόπιν άναψε ένα σπίρτο. Η μικρή φλόγα καθρεπτίστηκε στα γυαλιστερά του μάτια, καθώς φώτιζε το γεμάτο ζάρες μούτρο του. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα το σπίρτο στο χέρι έχοντας ένα λοξό μειδίαμα στα χείλη και μετά το έριξε στο χυμένο καύσιμο. Παρακολούθησε τη φωτιά να κατεβαίνει σαν φίδι, να λαμπαδιάζει και να ζώνει τα πάντα. Έπειτα έτρεξε προς τα κάτω και βούτηξε μέσα στην πύρινη λαίλαπα. Μια νεαρή γυναίκα που βγήκε στο κατώφλι της αναμαλλιασμένη, τον είδε να καίγεται τρεκλίζοντας, ενώ συνάμα φώναζε: «Νέμεση! Νέμεση!»
Βαγγέλης Κατσούπης
Καλή επιτυχία εύχομαι!