Σκύβεις το κεφάλι κι αντικρίζεις την αλήθεια,
μιας ψυχής καταπιεσμένης που αγνοήθηκε.
Και το βάρος κάποτε μεγάλωσε κι έβγαλε τη γύμνια της στη φόρα.
Ήταν πια αργά.
Βάφτηκε μαύρος ο κόσμος αγάπη μου κι ένιωθε ν’ ασφυκτιά.
Και για πες μας βρε αλήθεια, γιατί περίμενες τόσο για να βγεις;
Ίσως ο κόσμος να σε άντεχε αν έβγαινες νωρίτερα.
Ίσως να σε θαύμαζε ακόμα και να σ’ αγαπούσε!
Τότε εκεί κατάλαβα πως μοιάζουμε με φρούτα.
Αρνούμαστε να εκφράσουμε τα αισθήματα κι εκείνα μπαγιατεύουν.
Κι εμείς φουσκώνουμε.
Σαπίζουμε.
Και μετά…
*Αφιερωμένο στο Βεζούβιο, ένα ηφαίστειο που ήθελε απλά να ξεθυμάνει.
Γιατί άργησες τόσο να φανείς και ποιό το τίμημα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ