Φορέσαμε τη μάσκα.
Πατήσαμε με δύναμη τα πλήκτρα και διατάξαμε τον ήχο να σκεπάσει τα αναφιλητά.
Σφραγίσαμε τα βλέφαρα.
Αναζητήσαμε φιλί σ’ ένα ξεχασμένο όνειρο.
Εκείνο που έπλασε η θλίψη μας και το έντυσε στα άσπρα.
Εκείνο που απάλυνε τον πόνο μας και τον έκανε να μοιάζει κύμα στο ακρογυάλι.
Ποιό να ’ναι άραγε το τίμημα του έρωτα;
Αυτό το αρπακτικό που σε ξεσκίζει από τα μέσα.
Σε γεμίζει με το ανικανοποίητο και όταν τελειώσει τη δουλειά του,
σ’ αφήνει να βαριανασαίνεις.
Ξεγλίστησε η ψυχή από τα χείλη σου κι απέμειναν κουρέλια.
Τα όνειρα το έσκασαν, κρύφτηκαν στα σύννεφα, κι εγώ ευχήθηκα να βρέξει.
Λησμόνησα το χάδι τους και το χαμόγελο που είχα σαν χόρευα μαζί τους.
Σου φύλαξα τα βήματα, μα σ’ έμαθαν ήδη άλλα.
Και τα είχα ετοιμάσει για σένα, ένα ένα κομματάκι, έραβα και ξύλωνα να υφάνω το χορό μας.
Να δεις που πέρασε ο χρόνος και το υφαντό γέμιζε κοσμήματα, όσο εσένα σ’ έγδυναν τα ξένα.
Μα πόσο ζηλεύω αυτά τα ξένα.
Ο έρωτας έλιωσε και κύλησε στο μάγουλό σου.
Έκανα να το σκουπίσω, να το κρατήσω σαν σπάνιο φυλαχτό.
Ό,τι έμεινε από σένα, μία ανάμνηση φτιαχτή.
Ύστερα, σφραγίσαμε τα βλέφαρα.
Πατήσαμε με δύναμη τα πλήκτρα και διατάξαμε τον ήχο να σκεπάσει τ’ αναφιλητά.
Φορέσαμε τη μάσκα.
Και χαμογελάσαμε.
~~~
*Λένε πως το ποίημα τούτο δεν έχει τέλος, διαβάζεται ξανά και ξανά, συνεχόμενα, μέχρι να κλείσει ο κύκλος μιας μεθυσμένης φαντασίας κι ενός ανικανοποίητου έρωτα*