Δεν την είδε εξαρχής. Την έπιασε με την άκρη του ματιού της την ώρα που έτριβε με το σύρμα την κατσαρόλα. Μια κόκκινη παραφωνία στα κατάλευκα πλακάκια. Δοκίμασε να την αγνοήσει, αλλά αυτή εισέβαλλε ξεδιάντροπα στο οπτικό της πεδίο.
Παράτησε την κατσαρόλα, τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε κι έμεινε να την παρατηρεί. Λειτουργώντας σαν αυτόματο στα δέκα χρόνια του γάμου της, δεν είχε σταθεί ποτέ να παρατηρήσει κάτι. Και τώρα άφηνε τις δουλειές να την περιμένουν στοιβαγμένες σαν τα ασιδέρωτα ρούχα, μόνο για να κοιτάζει επίμονα το κόκκινο φάλτσο στην κατά τα άλλα άμεμπτη κουζίνα της.
Πρέπει να χαμηλώσει τον φούρνο, μιάμιση ώρα ψήνεται το αρνί στους 250 βαθμούς, όμως εκείνη με το βλέμμα ρουφηγμένο απ’ τη στάμπα, σκέφτεται τη γροθιά του που τη βρήκε στο στόμα, τα δυο μπροστινά της δόντια που έσπασαν, το πέσιμό της στα πλακάκια, το αίμα που χύθηκε. Το αίμα…
Διαισθάνεται πως πέρασε ώρα πολλή, ώρα φαινομενικά σπαταλημένη, με τα μάτια της βιδωμένα στη στάμπα, το αρνί να καίγεται, την κατσαρόλα να χάσκει με το κολλημένο φαγητό στον πάτο της.
Η κηλίδα την κοιτά. Μπορεί και να την περιγελά για τις δικαιολογίες της στους γιατρούς, «έπεσα απ’ τη σκάλα», τα συγκαταβατικά βλέμματα των νοσοκόμων, τις απανωτές αποβολές από τα «χάδια» του.
Παίρνει το κινητό της και φωτογραφίζει την κηλίδα ζουμάροντας πάνω της. Ρίχνει το κινητό μαζί με τα ρούχα της κουβάρι στο σάκο που ’χει από φοιτήτρια, βγαίνει στο δρόμο, εισπνέει τον βρώμικο αέρα της πόλης.
Μια μακρινή κιόλας ανάμνηση ο στειρωμένος αέρας του σπιτιού της.
ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ
(Πρώτη δημοσίευση: «Μικρές Επαναστάσεις», συλλογικό έργο, οι ιστορίες που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό διηγήματος της λογοτεχνικής Σελίδας Eyelands, εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2017).