Το τζάκι σιγόκαιγε στην οδό Μητροπόλεως. Εκείνη ανακάτευε τα ξύλα με γυαλιστερά μάτια που οραματίζονταν εκείνον. Φόρεσε ένα εφαρμοστό τζιν με σκισίματα και χύθηκε στη βροχερή Θεσσαλονίκη. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν παρέα με τις ομπρέλες του. Σταμάτησε ένα μπλε ταξί που σύντομα την οδήγησε στα Κάστρα. Δε θυμόταν πού ακριβώς τον είχε συναντήσει. Τα πρώτα πλακόστρωτα δρομάκια εμφανίστηκαν, οι ανθισμένες αυλές, τα πέτρινα σκαλάκια και τα αμέτρητα σοκάκια επιβεβαίωσαν την ξεθωριασμένη μνήμη της.
Μια σκιά μαγνήτισε το βλέμμα της. Προχώρησε δειλά προς το μέρος του άντρα. Η φιγούρα του φωτιζόταν από μια λάμπα που τρεμόπαιζε. Το παλτό του είχε βαρύνει από τη βροχή, αλλά η πλάτη του έστεκε στιβαρή. Η λάμπα πέταξε μια σπίθα και έσβησε. Άπλωσε το χέρι να τον ακουμπήσει, μα εκείνος τινάχτηκε σαν πιεσμένο ελατήριο και άρχισε να τρέχει.
Όρμησε ξοπίσω του να τον σταματήσει. Βρέθηκαν σε μικρή απόσταση από την πλατεία Αριστοτέλους και ακριβώς κάτω από την οδό Εγνατία. Ήταν στη Βαλαωρίτου. Πέρασαν έξω από μπαρ και μπυραρίες που έσφυζαν από μουσική και κόσμο. Κατευθύνθηκαν έπειτα στα Λαδάδικα. Προσπέρασαν καταστήματα πώλησης λαδιού και εμπορικές αποθήκες. Διέσχιζαν την ιστορική πλατεία Μοριχόβου, όταν ξάφνου γύρισε και την τράβηξε σε ένα σκοτεινό στενό, κάτω από ένα σκέπαστρο.
«Τι θέλεις και με ακολουθείς; Ποιος σε έβαλε;» τη ρώτησε με αγριεμένο ύφος.
Δίστασε να του πει πως απλά τον είχε ονειρευτεί.
«Ήθελα απλά να σε γνωρίσω», ψέλλισε με τα μαλλιά της να στάζουν σα χαλασμένη βρύση.
Εκείνος τραβήχτηκε πίσω. Ο λαιμός του σχεδόν ξεκολλήθηκε από το υπόλοιπο σώμα.
«Τι παλαβομάρες λες; Και τι ρούχα περίεργα είναι αυτά που φοράς;» μούγκρισε κατακόκκινος.
Εκείνη κοιτάχτηκε στιγμιαία, μα δεν την ξένισαν οι ροζ γαλότσες και το κοντό δερμάτινο μπουφάν. Γύρω ησυχία, δεν ακουγόταν μήτε ψίθυρος. Μέχρι και η βροχή ήταν λες και έπεφτε πάνω σε αφρό.
«Μα τι έπαθες; Ποιος στο έκανε αυτό;» τον ρώτησε χαϊδεύοντας απαλά τις ουλές του προσώπου του.
«Κοπελιά, μάλλον έχεις χάσει το μυαλό σου. Τράβα κρύψου. Οι Γερμαναράδες αν σε δουν τέτοια ώρα, δε τη γλιτώνεις».
Εκείνη τη στιγμή, της σκέπασε το στόμα με τη χούφτα του και έκανε νόημα να σωπάσει. Μετά από λίγο, χαλάρωσε τη λαβή του και της ψιθύρισε:
«Έχουν περίπολο. Αγέλαστοι μέσα στις μοτοσικλέτες, στα τανκς και τα θωρακισμένα δηλώνουν ότι τάχα μου έχουν και φιλικές προθέσεις. Πρέπει να φύγουμε από εδώ».
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιοι έχουν περίπολο;»
«Οι καταραμένοι μπήκαν στη Θεσσαλονίκη μας να μας την πάρουν. Δεν ξέρουν με ποιους τα έβαλαν», μουρμούρισε λες και μιλούσε στον εαυτό του.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε εκείνη βγάζοντας ένα τσιγάρο από την τσέπη της.
Το έφερε στα χείλη της και το άναψε. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια και της το πέταξε μεμιάς.
«Γυναίκα πράγμα και καπνίζεις; Πού τα έχεις δει αυτά, ορέ; Πατέρα δεν έχεις να σε μαζέψει;» τη ρώτησε με δυο φλέβες να πετάγονται στο λαιμό του και συνέχισε: «Όλες οι μάνες, οι σύζυγοι και οι αδελφές πλέκουν ασταμάτητα πουλόβερ, κάλτσες και κασκόλ και εσύ γυροφέρνεις τέτοια ώρα με ένα τσιγάρο στο στόμα;»
«Ξέρεις…. ζούμε στον 21ο αιώνα», απάντησε ειρωνικά.
Το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβαινε στο λαιμό του, το παλτό του τον βάραινε πια. Τα φρύδια του είχαν ενωθεί σχηματίζοντας τρεις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο.
«Τι βλέπεις αυτή τη στιγμή γύρω σου;» τη ρώτησε συλλαβιστά.
«Πολύχρωμα κτίρια, μαγαζιά, μπυραρίες, ζευγάρια. Σαν τι θα έπρεπε να δω;» απάντησε εκείνη τινάζοντας τους ώμους.
«Εγώ βλέπω φωτιές, βομβαρδισμένα σπίτια και φόβο», αντιγύρισε με τις λέξεις να ξεπηδάνε σαν κολλημένα βατράχια από το λαιμό του. «Πώς βρεθήκαμε εμείς οι δυο, κοπελιά;»
Ένα βρεγμένο κομμάτι εφημερίδας πέταγε άχαρα στον αέρα, μέχρι που κόλλησε πάνω του. Το έπιασε προσεκτικά μη διαλυθεί και το έφερε οριζόντια στα μάτια του. Άρχισε να μουρμουράει μέσα από τα δόντια: «Τα τέκνα της Ελλάδος συνεχίζουν ευθαρσώς και ηρωικώς τον ιερόν υπέρ πάντων αγώνα της. Υπό την παγκόσμιον επικρότησιν η ηρωική μας άμυνα».
Το έλιωσε στη χούφτα του και άρχισε πάλι να τρέχει. Εκείνη άνοιξε το κινητό της να δει την ημερομηνία. Οι Απόκριες ήθελαν πάνω από δυο μήνες. Αναζήτησε έπειτα στο διαδίκτυο κάποια είδηση που να αφορούσε κάποιον τρελό που το έσκασε από το τρελοκομείο, μα τίποτα πάλι.
Γύρισε σπίτι και αποκοιμήθηκε γλυκά. Ο ύπνος ίσως καθάριζε τις τρελές σκέψεις που χοροπηδούσαν στο μυαλό της. Το επόμενο κιόλας πρωί, βρέθηκε στο ίδιο σημείο, με την ίδια ελπίδα. Τον περίμενε μέχρι το μεσημέρι. Εκείνος όμως δεν εμφανίστηκε. Η απογοήτευση την έσπρωξε στο πιο ισχυρό σύμβολο της πόλης, που υψωνόταν μοναχικά προς τον ουρανό. Κάθε φορά που είχε κάποιο πρόβλημα, εκεί κατέληγε. Γύρω ήταν μαζεμένοι φοιτητές που γελούσαν με τις ψυχές τους και ζευγάρια που σφράγιζαν την αγάπη τους με μια φωτογραφία. Ήταν όμως η πρώτη φορά που ο Λευκός Πύργος δεν ημέρευε τις σκέψεις της. Αντιθέτως, την έδιωχνε μακριά του. Ο ψυχρός Βαρδάρης χάιδευε το μάγουλό της και την έσπρωχνε προς τα Λαδάδικα. Μονάχα μια στάση έκανε σε ένα περίπτερο, πριν βρεθεί πάλι στο ίδιο στενό.
Είχε πια βραδιάσει. Παρέμεινε όρθια στο ίδιο σημείο για ώρες. Μια αστραπή φώτισε τον τόπο και αμέσως μετά φάνηκε και εκείνος. Τα βήματα του βαριά. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν παλαβή, νόμιζε πως θα πέσει χάμω στα πόδια της.
«Νόμιζα δε θα σε ξανάβλεπα», του ψιθύρισε γλυκά με τα μήλα του προσώπου της να καίνε.
«Για σένα, κοπελιά. Δεν ξέρω γιατί, μα ήθελα να σε δω», αντιγύρισε εκείνος σκουπίζοντας τη στάλα από τον ιδρώτα που είχε σταματήσει στην άκρη της μύτης του.
Τα μαύρα μαλλιά του ερχόταν σε αντίθεση με το λευκό του δέρμα. Τα βαθουλωτά του μάτια μαρτυρούσαν το σκοτάδι που έκρυβαν, μα εκείνη τη στιγμή είχαν μια φλογερή λάμψη. Το κορμί του αυτή τη φορά ήταν καμπουριασμένο, δεν κουβαλούσε την πρότερη στιβαρότητα. Τα μάτια της χαμηλωμένα. Κοιτούσε τις αρβύλες του∙ πατούσαν σε μια λίμνη αίματος. Κάτω από το παλτό του αιμορροούσε.
«Μα, εσύ είσαι χτυπημένος», ψέλλισε συλλαβιστά ξεδένοντας το παλτό του.
«Δεν είναι τίποτα, κοπελιά. Ίσα που με ακούμπησε η σφαίρα. Το έχω δέσει. Θα περάσει», απάντησε εκείνος με τις τελευταίες λέξεις να σβήνουν στα χείλη του.
«Θα πεταχτώ στο φαρμακείο και έρχομαι. Μη φύγεις», μουρμούρισε εκείνη ξεπηδώντας από δίπλα του σαν τρομοκρατημένο καγκουρό.
Τη σταμάτησε πιάνοντας απαλά το μπράτσο της.
«Δεν έχω πολύ χρόνο. Ήρθα μονάχα για να σου πω πως χάρηκα που σε γνώρισα».
Εκείνη μαγεμένη από το άγγιγμά του βιδώθηκε στο έδαφος. Τον κοίταξε με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν. Άπλωσε το χέρι και σήκωσε μια μαύρη σακούλα, που είχε ακουμπήσει στην κολώνα. Ήταν γεμάτη με μπισκότα, κουλούρια, πίτες, μπουκάλια με νερό και χυμούς. Παρόλο που τα βαριά ρούχα έκρυβαν το σώμα του, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο γωνίες που μαρτυρούσαν την αδυναμία του. Ένα μπουκάλι νερό μονάχα άνοιξε. Το άδειασε προσεκτικά στο χιλιοχτυπημένο μεταλλικό παγούρι που έκρυβε στην τσέπη του.
«Ό,τι τρώνε οι άλλοι αυτό θα τρώω και εγώ. Μακαρόνι και κουραμάνα. Μου είναι αρκετό. Άσε που αν με έβλεπαν με τούτα εδώ, δε θα τη γλίτωνα», της είπε ήρεμα.
Εκείνη παράτησε τη σακούλα δίπλα της. Τα χέρια της απλώθηκαν στο λαιμό του. Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του. Ένιωθε τη ζεστή του ανάσα, τα στενεμένα του μάτια να την κοιτάνε. Το κορμί της ανυπάκουο κόλλησε στο δικό του. Εκείνος γλίστρησε όμως και για άλλη μια φορά χάθηκε.
Από εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα πήγαινε στο ίδιο σημείο και τον περίμενε. Μα εκείνος πουθενά. Πέρασε ένας μήνας και μια ώρα όταν επιτέλους τον ξαναείδε. Έκανε να του επιτεθεί, να παραπονεθεί, μα σαν την πήρε στην αγκαλιά του, τα ξέχασε όλα.
«Με έχεις μαγέψει, κοπελιά. Επιβίωσα μονάχα για να σε δω άλλη μια φορά», της ψιθύρισε ξεψυχισμένα.
Τα χείλη τους κούμπωσαν. Οι ανάσες τους κοφτές. Γεννήθηκε ένα γλυκό φιλί ποτισμένο με πάθος.
«Τι ακούγεται;» ρώτησε εκείνος ασάλευτος. Μήτε τα βλέφαρά του δεν κουνούσε πια. «Συναγερμός;»
«Ηρέμησε. Το κινητό μου είναι», απάντησε εκείνη με ένα κρυφό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της.
Την κοίταξε με στραβωμένη μύτη. Εκείνη του χάρισε ένα γεμάτο πια χαμόγελο και ξαναχώθηκε στην αγκαλιά του.
«Φεύγω στο μέτωπο απόψε», της είπε στο αυτί, παραμερίζοντας τα μαλλιά της.
«Θα σε περιμένω να γυρίσεις», απάντησε εκείνη.
«Θα με ξεχάσεις, κοπελιά. Εγώ θα πολεμάω και εσύ θα με ξεχνάς. Θα κάνεις ό,τι έκανες και πριν από εμένα. Πλέξιμο, μαγείρεμα…»
Πριν ολοκληρώσει, τον διέκοψε: «Σταμάτα με το πλέξιμο. Το 2017 καμιά κοπέλα δεν πλέκει».
«Και τι κάνετε;» ρώτησε εκείνος με τα σφιχτά του χέρια να κρέμονται σαν πλαστελίνες.
«Αν εξαιρέσεις ότι κάποιες φορές διαβάζουμε ή κάνουμε κανένα μεροκάματο, κατά τα άλλα οι περισσότερες είμαστε στα μπαρ, στα κλαμπ και στις καφετέριες. Αυτή τη στιγμή καλή ώρα, περνάνε δίπλα μας δυο μεθυσμένες κοπέλες, που φιλιούνται με εξίσου δυο μεθυσμένους. Είμαι σίγουρη πως μόλις τώρα γνωρίστηκαν. Και πίστεψέ με οι περισσότερες, δεν ξέρουμε καν τι έγινε στον πόλεμο που ζεις εσύ τώρα».
Εκείνος φυσούσε και ξεφυσούσε σαν μπαλόνι που ήταν έτοιμο να σκάσει. Μετά από ένα λεπτό σιωπής, ξεφώνισε:
«Για αυτά θέλεις να μου πεις πως πολεμάω; Για να φιλιέστε μεθυσμένες με αγνώστους;»
Πιλάτευε αμήχανα με την άκρη της γλώσσας του το κάτω χείλος μέχρι να πει: «Έχετε τουλάχιστον την ελευθερία σας;»
«Ελευθερία… Η ελευθερία, για έναν άνθρωπο, είναι η δυνατότητά να δρα κατά βούληση. Και αυτή τη στιγμή είμαστε πιο άβουλοι από ποτέ. Είμαστε δέσμιοι της ίδιας της κοινωνίας και κινούμαστε σαν πρόβατα. Και ο πόλεμος καλά κρατεί και μάλιστα στη χειρότερη μορφή του. Μα προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει».
Από εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα πήγαινε να τον βρει στο ίδιο μέρος. Καθόταν με τις ώρες, μα τίποτε. Αναρωτιόταν κάποιες φορές αν ζούσε. Μια από αυτές τις μέρες είδε κάτω στο δρόμο αίματα και το μυαλό της πήγε στο κακό. Ακολούθησε τις κηλίδες, μα την οδήγησαν μπρος σε ένα παιδάκι που του είχε ανοίξει η μύτη. Απογοητεύτηκε και χάρηκε συνάμα.
Δυο χρόνια είχαν περάσει και εκείνη μετακόμισε πια στο εξωτερικό. Μια ολόκληρη δεκαετία παρέμεινε μακριά από την πόλη της. Ένα ταξίδι πίσω στη Θεσσαλονίκη, πίσω στο πατρικό της, φάνταζε πλέον σαν κάτι αναγκαίο.
Η πτήση ήταν βραδινή. Μόλις προσγειώθηκε, ζήτησε από έναν οδηγό ταξί να την πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν στα Λαδάδικα. Ακόμη ήλπιζε, ακόμη ονειρευόταν, ακόμη τον ζητούσε.
Είχε παντρευτεί εκείνα τα χρόνια. Ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της. Ένιωθε πως τον ήξερε χρόνια ολόκληρα πριν τον γνωρίσει. Η ζωή της βρέθηκε κάποτε σε κίνδυνο, μα στα χέρια του είχε σωθεί. Ήταν να τη χειρουργήσει άλλος γιατρός, μα ο άντρας της επέμενε να το αναλάβει ο ίδιος.
Έφτασε στο σκοτεινό στενό, που μόνο εκείνη ήξερε. Στην περιοχή που το παλιό παντρευόταν με το νέο και η παράδοση με το σήμερα. Δεν ήταν κανείς. Ένιωθε πως ήταν τρελή που ήλπιζε να τον βρει εκεί. Έσυρε τα πόδια της να φύγει, αλλά σταμάτησε. Εκείνος μπορεί να έλειπε, μα ήταν ακουμπισμένο δίπλα στην κολώνα το βαρύ παλτό του. Το σήκωσε απαλά λες και ήταν φυσαλίδα από σαπούνι. Το αγκάλιασε και ονειρεύτηκε πως αγκάλιαζε εκείνον. Ενάντια στη ζέστη του Αυγούστου το φόρεσε φυλακίζοντας τη μύτη στο γιακά. Τα χέρια της χώθηκαν στις τσέπες. Έπιασε με το δεξί της χέρι κάτι τραχύ. Το έβγαλε βιαστικά. Ήταν ένα κιτρινισμένο χαρτί. Ήταν ένα γράμμα από εκείνον.
Αγαπημένη μου κοπελιά. Από τότε που τελείωσε ο πόλεμος έρχομαι κάθε μέρα με την ελπίδα πως θα σε δω, μα τίποτε. Αν το διαβάσεις ποτέ σου αυτό το γράμμα, να ξέρεις πως στο τώρα το δικό μου, μα και στο τώρα το δικό σου, όλα είναι διαφορετικά. Μονάχα ένα πράγμα παραμένει άφθαρτο και αιώνιο. Και αυτό είναι ο έρωτας.
Ο έρωτας που λες, όμορφη κοπελιά μου, δε γνωρίζει από εποχές, διαφορές, διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικές συνήθειες. Μπορεί να κοιτάμε το ίδιο πράγμα και να το βλέπουμε με άλλα μάτια, μα σαν κοιταζόμασταν ημερεύουν όλα, νικάμε τον κόσμο όλο και δεν έχει τίποτα άλλο σημασία.
Δεν ξέρω αν στην εποχή σας ο άντρας λέει τόσο νωρίς σε μια κοπέλα πως την αγαπά, μα εγώ μπορώ να πω με κάθε βεβαιότητα, πως δε θα σταματήσω ποτέ να σε αγαπώ και ας σε ξέρω τόσο λίγο.
Κοπελιά, θα σε βρω κάποτε. Να είσαι σίγουρη.
Έχει πολλές μορφές και πολλά πρόσωπα ο έρωτας.
Να μην το ξεχνάς αυτό.
Μουσκεμένο πια το χαρτί, το δίπλωσε και το παράχωσε ευθύς στην τσέπη. Βρήκε όμως ακόμη ένα χαρτάκι, μικρό σα γραμματόσημο. Το έβγαλε βιαστικά και το κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. Ήταν ένας αριθμός. Πήρε βιαστικά το κινητό της και το πληκτρολόγησε.
«Παρακαλώ;» ακούστηκε από την άλλη γραμμή.
Ήταν τόσο γνώριμη η φωνή.
Ήταν η φωνή του άντρα της.
Τάμι Γκεκτσιάν
Υπεροχο!!!!
Αριστουργηματικό κείμενο.
Από τα πλέον ξεχωριστά κείμενα αυτού του διαγωνισμού.
Υπέροχο κείμενο…
Εύγε…
Υπέροχο!Από τα πιο “.όμορφα” λογοτεχνικά κείμενα!
Εντονα συγκινησιακό με πολλαπλά μηνυματα! Συγχαρητήρια!
Ωραίο!
Ένα μοναδικό και απίθανο διήγημα
Ο έρωτας δοσμένος με ένα μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο!
Απλά τέλειο…
Καταπληκτικό σε ταξιδεύει…
Μπράβο Ταμι…
Τέλειο, συνέχισε έτσι
Πολύ ωραίο, μπράβο
OMORFO KAI KSEXWRISTO
wraio
emeina twra
Μοναδικό
Απίθανο
Πρωτότυπο, εξαιρετικό!!!
Χίλια μπράβο γι’ αυτό το θαυμάσιο κείμενο!
Εξαιρετικό βιβλίο!!!
Φανταστικό κείμενο. Μπράβο!
ΜΠΡΑΒΟ, καταπληκτικό διήγημα
Συγχαρητήρια στον δημιουργό αυτού του πρωτότυπου διηγήματος.
Ωραιο και πρωτοτυπο! Συγχαρητηρια!
Αριστούργημα!
Άψογο από άποψη αφήγησης και εικόνων.
Ένα μαγικό ταξίδι στον χωροχρόνο.
Υπέροχο απ’ την αρχή ως το τέλος.
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ!
Ένα θαυμάσιο παιχνίδι του χρόνου. Πολλά συγχαρητήρια!
Ένα ερωτικό ταξίδι στον χρόνο.
ΆΨΟΓΟ!!!
Από τα ωραιότερα κείμενα του διαγωνισμού. Συγχαρητήρια στη συγγραφέα.
Άψογο. Από τα πιο δυνατά.
Έξοχο! Πολλά συγχαρητήρια!
Πρωτότυπο και συγκινητικό! Συγχαρητήρια!