Διάλεξε τις καλύτερες μπογιές από την κασετίνα του κι άρχισε να ζωγραφίζει. Πρώτα το σπίτι τους, μετά τον μπαμπά, τη μαμά, εκείνον και την αδερφή του. Τελευταίο πρόσθεσε το σκύλο τους, τα δένδρα στην αυλή και τα λουλούδια στις γλάστρες. Μόλις τελείωσε, έτρεξε να δείξει τη ζωγραφιά στη δασκάλα του.
«Κυρία, σας αρέσει;»
«Ω, ναι! Είναι πολύ όμορφη!»
«Θα αρέσει στη μαμά;»
«Φυσικά, θα αρέσει και σε κείνην!»
Εκείνος έτρεξε γρήγορα στη μητέρα του, της την έδειξε κι εκείνη χαμογέλασε.
Οι μεγάλες του παλάμες ίσα που χωρούσαν στα λευκά γάντια του σημαιοφόρου. Στερέωσε στη μαύρη γυαλιστερή ζώνη το κοντάρι, έδωσε μια στη σημαία να ανεμίσει, πήρε μια βαθειά ανάσα και ξεκίνησε πρώτος την παρέλαση. Κοίταξε στο πλήθος που χειροκροτούσε. Είδε μόνο τον πατέρα και την αδερφή του. Η μητέρα δεν μπόρεσε να έρθει. Ευτυχώς, οι φωτογράφοι έβγαλαν πολλές φωτογραφίες κι εκείνη πάλι χαμογέλασε σαν τις είδε.
Το χέρι του κινήθηκε καθοδικά και γρήγορα στον κατάλογο με τα ονόματα. Βρήκε το δικό του στη μέση. «Πέρασα! Πέρασα!» άρχισε να φωνάζει και να χάνεται στην αγκαλιά των συμμαθητών του. Πρώτος, στη σχολή που ήθελε. Έτρεξε πάλι στη μάνα του. Κι εκείνη; Ε, χαμογέλασε, δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο άλλωστε. Άνοιξε τα χέρια και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Εκείνη παρέμεινε ήρεμη και χαμογελαστή.
Τους είχαν ξυπνήσει από τα χαράματα και στοιχίσει στο προαύλιο. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, όπως το χέρι τους για τον όρκο. Τον φώναξε με όση δύναμη είχε, όπως κι όλοι οι στρατιώτες μαζί. Ο ιδρώτας άρχισε να στάζει στο σβέρκο του και τα μάτια του από συγκίνηση. Στην παρέλαση, το όπλο τού έπεφτε βαρύ, μα πιο βαριά ήταν η απουσία της. Αναγκάστηκε για ακόμα μια φορά να μείνει πίσω. Έβγαλε πάλι φωτογραφίες και της έδειξε. Κι η μητέρα ξέρετε, χαμογέλασε!
Κράτησε το χέρι της τρυφερά στο δικό του. Τώρα αυτή που χαμογελούσε, έστω και λίγο θλιμμένα, ήταν η κοπέλα δίπλα του. «Μητέρα, σου έφερα τη μέλλουσα γυναίκα μου. Ελπίζω σύντομα να γίνεις γιαγιά. Αν είναι κορίτσι, θα του δώσω το όνομά σου!» υποσχέθηκε ο γιος της και σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Κι η μητέρα -μην παραξενευτείτε- χαμογέλασε. Εδώ και τριάντα χρόνια χαμογελούσε συνέχεια από την πορσελάνινη φωτογραφία της, παρέα με μια παιδική ζωγραφιά και μερικές φωτογραφίες, δίπλα στο μαρμάρινο ανθοδοχείο με τα φρέσκα τριαντάφυλλα. Τα τριαντάφυλλα που της έφερνε συχνά ο σύζυγός της, μόνο και μόνο να τη βλέπει να γελά.
Ιωάννης Λαμπάκης
Υπέροχο…δεν έχω λόγια…
Βαθιά ανθρώπινο. Μπράβο!
Εξαιρετικό. Με συγκίνησε…
Έξοχο!
Με συγκίνησε η απουσία-παρουσία της μαμάς. Ευρηματικό.
Εξαιρετικό Γιάννη. Απλό, γλαφυρό όσο και διαπεραστικό. Γραφή που δεν την λες αδιάφορη. Τουναντίον…
Ανατρεπτικό στο τέλος! ! Θα διαβαζα με ευχαρίστηση κάτι αντίστοιχο και με μεγαλύτερη διάρκεια γραφής. Συνέχισε όπως είσαι 🙂
Tρυφερό και συγκινητικό!