Το πανηγύρι άστραφτε σαν πυγολαμπίδα σε καλοκαιρινό βράδι. Οι ήχοι της εξοχής θάβονταν μέσα στη νύχτα, στο σκοτάδι της απουσίας του φεγγαριού, κάτω από τη σκαμμένη γη των αγρών. Κατά τη συνήθεια, η μικρή επαρχιακή πόλη θα ετοιμαζόταν να αποκοιμηθεί. Οι εστίες των σπιτιών θα έσβηναν μία μία. Τα παιδιά θα έκλειναν τα σχολικά τους τετράδια και θα φιλούσαν τους γονείς τους πριν κοιμηθούν. Οι μεγάλοι θα παρέδιδαν άλλη μια νύχτα τα κουρασμένα κορμιά τους στην αγκαλιά του Ύπνου για μια ξεκούραση δανεική.
Όμως όχι απόψε.
Απόψε ήταν το πανηγύρι. Πολύχρωμα λαμπιόνια! Μουσική και παιχνίδια! Γέλια και χαρούμενες φωνές παιδιών που τρέχουν δώθε κείθε τραβώντας τους πατεράδες τους απ’ το χέρι και δείχνουν με τα μικρά τους δαχτυλάκια κάποιο ζαχαρωτό, το ξυλάκι με το μαλλί της γριάς, ένα φτηνό γυαλιστερό παιχνίδι.
Απόψε όλοι θα έρχονταν στο πανηγύρι. Να παίξουν, να χάσουν ή να κερδίσουν. Θ’ ανέβαιναν στη μεγάλη ρόδα να δουν την πόλη τους από ψηλά. Θα γελούσαν βλέποντας τις φιγούρες τους στους παραμορφωτικούς καθρέφτες. Θα μαγεύονταν με τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού. Θα έκλαιγαν με το κλάμα του κλόουν. Θα καρδιοχτυπούσαν από αγωνία στο γύρο του θανάτου. Θα πάγωναν από τρομάρα μπροστά στην «ασώματο κεφαλή».
Απόψε η ζωή θα παντρευόταν το όνειρο. Απλή, χωρίς φτιασίδια, λουσμένη στη μαγική χρυσόσκονη της ελπίδας, μεθυσμένη από ελευθερία, συνεπαρμένη από τη μουσική του βιολιού, θα διάλεγε ό,ποιον ήθελε κοντά της και θα του ψιθύριζε: « Τι κοιτάς; Άρπαξέ με! Εσύ είσαι απόψε ο εκλεκτός της καρδιάς μου!» Κι εκείνος, νέος ή αφελής, στερημένος ή βαθιά πληγωμένος, απλά περίεργος ή τυχοδιώκτης, θα της παραδινόταν άνευ όρων.
Ξαφνικά, μια δέσμη φωτός σύρθηκε πάνω στα ράφια με τα παιχνίδια. Η αντανάκλασή της στο χρυσαφί κουτί μιας κούκλας, αποκάλυψε την ομορφιά της και συγκέντρωσε τα βλέμματα όλων. Αυτή η κούκλα ήταν το τρόπαιο της σκοποβολής. Το κουτί της δέσποζε ψηλότερα από όλα τα δώρα, στο κέντρο ενός ραφιού πάνω απ’ τους στόχους. Παλιάτσοι, λούτρινα, δαχτυλιδάκια και βραχιόλια, καραμέλες, τσιχλόφουσκες και μεγάλα κατακόκκινα μπαλόνια στοιβάζονταν σε χαμηλότερα ράφια. Ο έμπορας υπολόγισε.
«Η ομορφιά είναι ο μαγνήτης της επιθυμίας. Θα δοκιμάζουν συνέχεια την τύχη τους ώσπου να την αποκτήσουν. Μα εγώ, κάθε φορά θα κινώ τους στόχους γρηγορότερα. Θα ελαττώνω την πίεση του αέρα στο όπλο και το παιχνίδι δεν θα φτάνει ποτέ ως το τέλος του. Έτσι, θα είμαι πάντα ο νικητής!»
Την αλαζονεία του, την πλήρωσε το ίδιο βράδι. Η τύχη γύρισε. Η κούκλα κερδήθηκε. Ένας κυνηγός, άσος στο σημάδι, πέρασε όλες τις δοκιμασίες και την πήρε δώρο για τη μικρή του κόρη. Στο σπίτι, δυο τρυφερά χεράκια έλυσαν την κόκκινη κορδέλα του κουτιού, το άνοιξαν προσεκτικά και την έβγαλαν έξω στον κόσμο. Το παιδί πλησίασε το πρόσωπό του κοντά της και την παρατήρησε αρκετή ώρα. Ύστερα την κράτησε για μια ολόκληρη νύχτα στην αγκαλιά του. Το πρωί, του την πήραν με ευγενικό τρόπο.
«Η κούκλα αυτή δεν είναι για παιχνίδι» εξήγησαν. «Είναι πορσελάνινη και σπάει εύκολα. Δεν είναι μια κούκλα από τις χιλιάδες των εργοστασίων. Είναι χειροποίητη, άρα μοναδική και ακριβή. Ούτε καν να την αγγίζουμε δεν πρέπει. Μόνο να την κοιτάμε.»
Δεν τους λύγισαν μήτε τα παράπονα, μήτε τα κλάματα του μικρού κοριτσιού. Την έκλεισαν έτσι στο μεγάλο δωμάτιο, ψηλά στο ράφι της βιβλιοθήκης, δίπλα από τη σερβάντα με τα πορσελάνινα πιάτα.
Αυτό το δωμάτιο δεν είχε ζωή. Άνοιγε μόνο στις γιορτές, για τους ξένους. Κάθε πρωί το φως και ο αέρας ορμούσαν μέσα του από το ανοιχτό παράθυρο. Η κούκλα χάζευε με τη φωτοσκίαση των πραγμάτων και τους κόκκους της σκόνης που χόρευαν στον αέρα, παίρνοντας διάφορα σχήματα. Χάρη στο φως είχε μάθει να διακρίνει τη μέρα από τη νύχτα, να καταλαβαίνει τις εποχές. Ο χρόνος όμως της φαινόταν αμέτρητος και σίγουρα θα την είχε «πετρώσει» στον αβάσταχτο ρόλο του ακριβού μπιμπελό που την είχαν αναγκάσει να ζει, αν δεν τον έτεμναν οι τακτικές επισκέψεις του κοριτσιού.
Το παιδί δεν την είχε ξεχάσει. Τα σαββατοκύριακα που σταματούσε το σχολείο περνούσε όλη του τη μέρα στη βιβλιοθήκη του μεγάλου δωματίου, διαβάζοντάς της παραμύθια μεγαλόφωνα. Ήταν μοναχοπαίδι. Ακριβό κι αυτό όπως κι εκείνη. Oı γονείς του δεν το άφηναν να παίζει με τα άλλα παιδιά από φόβο μήπως πέσει και χτυπήσει, έτσι έβρισκε διέξοδο στη φανταστική συντροφιά της. Έμπαινε στο δωμάτιο σιγανά, την κοιτούσε για λίγο με θαυμασμό κι άρχιζε πάντα με την ίδια ερώτηση : «Τι να διαβάσουμε σήμερα; » Λες και η κούκλα θα του απαντούσε. Διάλεγε ύστερα ένα βιβλίο από το ράφι και το ταξίδι τους ξεκινούσε για παραμυθένιους κόσμους.
Πετούσαν μαζί πάνω από τις άγριες θάλασσες, τα πυκνά μαγεμένα δάση, τις μακρινές λίμνες, τα βουνά με τα αιώνια χιόνια, τα βασιλικά παλάτια και τα ζοφερά κάστρα, τις πολιτείες με τους κρεμαστούς κήπους, τα χωριά και τα βοσκοτόπια. Ανέβαιναν στην πλάτη του χελιδονιού με τη Δαχτυλίτσα, κοιμόντουσαν για 100 χρόνια δίπλα στην Ωραία Κοιμωμένη, φορούσαν το γυάλινο γοβάκι στο πόδι της Σταχτοπούτας, τραγουδούσαν με το αηδόνι του αυτοκράτορα, έκρυβαν το μπιζέλι κάτω από τα είκοσι στρώματα της πριγκίπισσας και μ’ένα φύσημα του αέρα ρίχνονταν στη φωτιά και καίγονταν για την αγάπη του μολυβένιου στρατιώτη.
Αυτή η έντονη, αληθινή τους συνύπαρξη μαζί με το απέραντο κενό της απουσίας που ακολουθούσε, προκάλεσαν στην κούκλα την ανάμνηση. Τις βουβές καθημερινές μέρες που έμενε μόνη στο άδειο δωμάτιο, ένιωθε σχεδόν νοσταλγία για το μικρό κορίτσι. Μπορούσε όμως τώρα να το φτιάχνει στη φαντασία της και με την ισχνή της νέα μνήμη να ξαναπλάθει τις ιστορίες των παραμυθιών για να περνάει γρήγορα ο χρόνος, μέχρι να ξαναϊδωθούν.
Μια μέρα, τα πάντα άλλαξαν. Στην αρχή έγινε μια συνηθισμένη μετακόμιση που κανέναν δεν ενδιέφερε. Ένας μεγάλος καθρέφτης κρεμάστηκε στον τοίχο απέναντι ακριβώς από τη βιβλιοθήκη. Το δωμάτιο μεγάλωσε ξαφνικά. Στη νέα του ευρύχωρη διάσταση, το κορίτσι κατοικούσε σ’ αυτό. Στεκόταν αντίκρυ από το ράφι της κούκλας, μικροσκοπικό κι ασάλευτο, φορώντας πάντα το ταφταδένιο κυριακάτικο φόρεμα, το κεντημένο με αγριολούλουδα. Το πρόσωπό του όμως είχε αλλάξει. Ήταν χλωμό κι αγέλαστο σαν πεθαμένο και τα μακριά εβένινα μαλλιά του, αχτένιστα κι αμάζευτα τύλιγαν το μικρό κορμί σε μια πένθιμη όψη. Την κοιτούσε μα δεν την έβλεπε. Τόσο κοντά της κι όμως όχι εκεί. «Με ξέχασε», σκέφτηκε η κούκλα και η μνήμη που της έδινε ως τότε τόση χαρά, τώρα την έκανε να πονά.
«Γιατί δε μου μιλάς;» ξέσπασε κάνοντας ένα αβέβαιο βήμα προς το μέρος της με το αρθρωτό της πόδι. «Γιατί δεν μου μιλάς;» απάντησε το είδωλο στον καθρέφτη με την ίδια ακριβώς κίνηση. Η κούκλα σάστισε και για να ξεπεράσει την κοροϊδία της, δοκίμασε κι άλλες κινήσεις. Μάταιο. Εισέπραττε πάντα για απάντηση τη μίμηση.
«Τι μοναχικό παιχνίδι!» σκέφτηκε και τα παράτησε.
Και τότε η πόρτα άνοιξε απότομα και το κορίτσι αλαφιασμένο όρμησε στο δωμάτιο. . Στο πρόσωπό του είχε χαραγμένο τον πόνο και το στήθος του πάλλονταν με αναφιλητά.
«Πάει … την έχασα. Η μητέρα … πέθανε» είπε με σπαραγμό. «Άραγε … θα την ξαναβρώ;» ακούστηκε με σβησμένη φωνή και ένας χείμαρρος από καυτά δάκρυα έσκαψε τα ροδόχρωμα μάγουλα.
Αφού έκλαψε αρκετή ώρα, επέστρεψε στην πόρτα, την έκλεισε με το κλειδί κι ακούμπησε πάνω της.
«Κανείς … δεν θέλω να με ξαναβρεί πια. Θέλω να μείνω για πάντα σ’ αυτό το δωμάτιο της ξεγνοιασιάς. Μαζί σου.» είπε και κοίταξε την κούκλα.
Μπροστά στην αλήθεια, η κούκλα ταράχτηκε. Όσο κι αν εξωτερικά έμοιαζε άψυχη, και ψεύτικη, ήταν ακόμα ζωντανή. Ανάμνηση, νοσταλγία, φαντασία, πόνος, θυμός, αμφιβολία, χαρά και λύπη γιγαντώνονταν μέσα της σ’ ένα τεράστιο αφρισμένο τροπικό κύμα αγάπης, που την ξέβραζε λίγο λίγο στη ζωή. Οι παλιές μέρες δεν θα γυρνούσαν ποτέ πια ξανά. Μπροστά στο καχεκτικό είδωλο του εαυτού της αρνήθηκε να συνεχίσει να ζει. Αποχαιρέτησε με μια τελευταία ματιά την εικόνα της στον καθρέφτη και ξεχνώντας για πάντα το φόβο μήπως σπάσει, άφησε το σώμα της να πέσει από το ράφι, σαν την μπαλαρίνα του μολυβένιου στρατιώτη. Μόνο που αυτή δεν έπεσε τυχαία από το φύσημα του αέρα. Το διάλεξε.
Στάθηκε μπροστά στο κορίτσι, σήκωσε το μικρό πορσελάνινο χέρι της και την άγγιξε. «Δεν χρειάζεται να κλειστούμε κι οι δυο στο δωμάτιο για να είμαστε μαζί.» είπε στο κορίτσι βουρκώνοντας. Την κοίταξε τότε για πρώτη φορά κατάματα και μετά χάθηκε για πάντα μέσα στο βλέμμα της.
Στο πανηγύρι της ζωής είστε μονάκριβοι. Μην λησμονάτε ποτέ τον εαυτό σας σε «κουτιά» και «δωμάτια». Είστε εσείς οι τυχεροί που η ζωή τράβηξε στο φως, απ’ το σκοτάδι της ανυπαρξίας. Αλήθεια, δεν την ακούσατε το βράδυ της γέννας σας πάνω απ’ την κούνια να σας ψιθυρίζει : «Εσύ είσαι ο εκλεκτός της καρδιάς μου!»;