Έτρεμε σύγκορμη. Τα μάτια της ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα. Η φωνή της γδαρμένη απ’ τα ουρλιαχτά της και τα ολόμαυρα μακριά σγουρά μαλλιά της, λυμένα και μουσκεμένα με τον ιδρώτα και το αίμα της. Τα πόδια της ήταν σκισμένα απ’ τις πέτρες στο λιθόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο χαμόσπιτό τους και τα κοριτσίστικα λευκά της μπράτσα, μελανιασμένα και γυμνά μέσα απ’ το κουρελιασμένο βαμβακερό γκρίζο φουστάνι που η ίδια είχε υφάνει με κόπο και κρυφό καημό, ήταν σταυρωμένα σφιχτά στο πρόσωπό της προσπαθώντας να το προστατέψει από τις μανιασμένες βουρδουλιές της μάνας της.
Μέρα του Κυρίου αύριο, ξαγρύπνησε στο τρεμάμενο φως της λάμπας του πετρόλαδου ως τα σχεδόν μεσάνυχτα κεντώντας υπομονετικά με κίτρινη κλωστή, στο στήθος του χοντρού χειμωνιάτικου φουστανιού με τη σουρωτή μέση, μία μία τις μαργαρίτες που τις αγαπούσε πολύ, γιατί εξόν που ήταν συνονόματές της, έφερναν κάθε χρόνο πρώτες την άνοιξη σ’ εκείνο το κακοτράχαλο αφιλόξενο βουνό.
Και με κάθε βελονιά φούσκωνε από περηφάνια κι ανυπομονησία που, την επομένη το πουρνό στην εκκλησία, θα την έβλεπε εκείνος με το καινούργιο της φουστάνι. Που θα την καμάρωνε σιωπηλά, από μακριά με τα μάτια, και που θα ανάσαινε τη μυρουδιά του, αν το
έφερνε η τύχη να περάσει από δίπλα της, βγαίνοντας απ’ τη Θεία λειτουργία. Κι αν το ’θελε κι ο Θεός, μπορεί να τα κατάφερνε κιόλας να της σφίξει στα κλεφτά το χέρι.
Της κράτησε όμως το χέρι με λαχτάρα λίγο παραπάνω. Ένα δευτερόλεφτο παραπάνω. Όσο για να προλάβει να νιώσει την ιδρωμένη του παλάμη να ριγάει μέσα στη δική της κι όσο, εκείνη την κακιά στιγμή, να το δει αυτό η μάνα του, που ήταν αδελφή της δικής της μάνας.
Πετάχτηκε μονομιάς η καμένη η χήρα, αλαφιασμένη απ’ την τρομερή αμαρτία, και τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον γονάτισε να τον εσφάξει, το ίδιο της το παιδί, εκεί δα στην αυλή της Αγίας Μαρίνας. Αλλά της ξέφυγε της μάνας του, ο καλός της, και τη τράβηξε στην αγκαλιά του και το φανέρωσε σ’ όλους, πως την αγαπούσε και πως τον αγαπούσε κι αυτή. Θα ‘βρισκε τρόπο να στεφανωθούν, τους φώναξε, κι ας ήταν πρώτα ξαδέρφια, μα δεν πρόλαβε να πει τίποτε παραπάνω γιατί τον άρπαξαν τα δυο μεγαλύτερά της αδέρφια και του ρήμαξε το πρόσωπο απ’ τις γροθιές ο πατέρας της κι οι τρεις μαζί τον τράβηξαν και χάθηκαν πίσω απ’ το χωριό μέσα στο δάσος.
Κι όσο της ξερίζωνε η μάνα της τα μαλλιά και της ξέσκιζε τις σάρκες σέρνοντάς την πάνω στις πέτρες προς το σπίτι, την παρακάλαγε να λυπηθεί όχι αυτήν, αλλά εκείνον. Δεν έφταιγε, αυτή τον ξελόγιασε. Κι όρκιζε τη μάνα της να της κάμει ό,τι ήθελε μα πρώτα να τρέξει, να προλάβει τ’ αδέλφια της και τον πατέρα της να μην του κάνουν κακό, ήταν αθώος, να τον αφήσουν να φύγει.
Μπροστά της τώρα έβλεπε το χοντρό καραβίσιο σκοινί που πέρασε η μάνα της απ’ το δοκάρι στο ταβάνι πριν την ανεβάσει με το ζόρι πάνω στη ξύλινη πλεχτή καρέκλα. Τα πόδια της έτρεμαν απ’ την εξάντληση, παραπάταγε, με δυσκολία κρατιόταν δεν άντεχε πια, ας γινόταν το θέλημα του Θεού δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο, εχτός που ήξερε πως δε θα τον έβλεπε ξανά ποτέ της. Κι όπως της περνούσε η μάνα της τη θηλιά στο λαιμό για να ξεπλύνει τη φοβερή ντροπή, έκλεισε μαλακά τα μάτια πήρε μια βαθιά λυτρωτική ανάσα κι έκαμε μεγάλη ευχή να γλιτώσει ο καλός της, να φύγει μακριά και να ζήσει ευτυχισμένος στην αγκαλιά κάποιας άλλης, το υπόλοιπο της ζωής του.
«Ρε φίλε, είναι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω γνωρίσει ποτέ σου λέω».
Ήταν που ήταν ηλιόλουστη η μέρα, έγινε ακόμα πιο υπέροχη και φωτεινή απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε. Ήθελε να συνεχίσει, να τους πει στην παρέα, πως αυτές τις ζεστές μέρες στην καρδιά του χειμώνα τις λένε Αλκυονίδες, από την βασίλισσα Αλκυόνη που μετά το χαμό του άντρα της έπεσε απ’ τους βράχους στην ακροθαλασσιά και πως τη λυπήθηκε ο Δίας και τη μεταμόρφωσε σε πουλί και διέταξε αυτές τις μέρες να ‘χει καλό, απάνεμο καιρό για να μπορεί να γεννά τα αυγά της, αλλά κρατήθηκε. Τους τα ‘χε πρήξει, του γκρινιάζανε, δεν παλευότανε με τα ρομαντιλίκια του κάθε φορά που του την βάραγε με κάποια καινούργια.
Απ’ το πρωί όμως που την γνώρισε δεν μπορούσε με τίποτα να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Την πρόσεξε στη λαϊκή που πήγαινε συχνά και τον φωνάζανε με το όνομά του. Την ένιωσε καλύτερα, να τον κοιτάει και γύρισε από ένστικτο πάνω της και έτσι όπως αυτή στεκότανε στην είσοδο της λαϊκής, το μακρομάνικο γκρίζο φουστάνι της έσμιξε με το άσπρο φως του ουρανού και ξεχώριζαν γύρω, γύρω, σαν μαύρο φωτοστέφανο, μόνο τα μακριά σγουρά μαλλιά της. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν η ιδέα του και συνέχισε να ψωνίζει, αλλά σε όποιον πάγκο και να σταμάταγε ένιωθε το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Κολακεύτηκε και σκεφτόταν τρόπους να την πλησιάσει, αλλά δεν χρειάστηκε γιατί βρέθηκε δίπλα του αυτή πρώτη και κοιτάζοντάς τον, με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια, του είπε: «δεν είναι κρίμα που οι ντομάτες δεν έχουν γεύση πια»; Γέλασε και συμφώνησε μαζί της. «Φταίει που τις βγάζουν ολόχρονα», της απάντησε, «κάθε πράγμα στον καιρό του», και της ανταπέδωσε το παιχνιδιάρικο βλέμμα. Για πότε μεσημέριασε ούτε που το πήρε χαμπάρι. Πρώτα περπάτησαν ως στον κοντινό πεζόδρομο και μετά κατέληξαν σε ένα παγκάκι στο πάρκο της περιοχής, να πίνουν φρέσκο χυμό που της κέρασε. Περνούσε τόσο καλά μαζί της που μόνο όταν η Μαργαρίτα, αυτό ήταν το όνομά της, πρόσεξε κρυφογελώντας, πως τα ζαρζαβατικά του είχαν αρχίσει να μαραίνονται στην πάνινη σακούλα, κατάλαβε πως πέρασε η ώρα.
Η Μαργαρίτα έτριψε πάνω κάτω τα μπράτσα της για να τα ζεστάνει γιατί τώρα που τελειώνανε οι Αλκυονίδες, του εξήγησε, σηκώθηκε πάλι κρύο αεράκι και μάλλον το πήγαινε για ξαφνικό μπουρίνι. Κι όσο του εξιστορούσε μ’ ενθουσιασμό τον μύθο της κόρης του Αιόλου που είδε το σώμα του αγαπημένου της να το ξεβράζει η θάλασσα και δεν άντεξε τη συμφορά, εκείνος έβγαλε το μπλε του το φούτερ και της το πέρασε στους ώμους και προσφέρθηκε να την συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της που, όπως του είπε, ήταν εκεί κοντά. Κι ώσπου να φτάσουν έξω απ’ τη παλιά μονοκατοικία με τα ξεθωριασμένα κεραμίδια βρήκε το θάρρος να την ρωτήσει αν ήθελε να συναντηθούν ξανά εκείνο το βράδι. Η Μαργαρίτα, με ένα πλατύ χαμόγελο, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο, και πριν εξαφανιστεί πίσω απ’ τα πυκνά δέντρα στον ατημέλητο κήπο του υποσχέθηκε πως το βράδυ, στις οκτώ, θα τον περίμενε πάλι εκεί μπροστά από το σπίτι.
Παράτησε την καφετέρια και τους φίλους όσο πιο γρήγορα γινόταν, έβαλε τα καλά του, αλλά όχι τα πολύ καλά του για να φαίνεται άνετος, κι όσο περίμενε ανυπόμονα έξω στο δρόμο, γιατί είχε φτάσει ένα ολόκληρο τέταρτο πιο νωρίς, τόσο φούντωνε η επιθυμία του να την ξαναδεί. Πήγε οκτώ, όμως κι η Μαργαρίτα δεν έλεγε να φανεί. Όταν πήγε οκτώ και τέταρτο και δεν είχε βγει ακόμα, πήρε απόφαση να είναι θαρραλέος, πέρασε μέσα απ’ την παραμελημένη αυλή και κτύπησε διστακτικά την πολυκαιρισμένη διπλή ξύλινη πόρτα.
Η μελαχρινή γυναίκα, γύρω στα σαράντα, με τη φαρδιά μακριά μάλλινη πουκαμίσα που του άνοιξε δεν ήταν η Μαργαρίτα και όταν την γύρεψε με το όνομά της, μέσα στο χλωμό φως από τη γυμνή λάμπα τις μπροστινής βεράντας, η γυναίκα, με ένα φευγαλέο χαμόγελο, του είπε πως εκεί δεν έμενε με τέτοιο όνομα καμιά. Ναι, αλλά το μεσημέρι τη συνόδεψε ό ίδιος μέχρι εκεί, επέμεινε έκπληκτος. Και όταν την περιέγραψε όσο πιο καλά μπορούσε, η γυναίκα, μαζεύοντας τα ατίθασα σγουρά μαλλιά της και στερεώνοντάς τα ψηλά, με το μολύβι που κρατούσε, χαμογέλασε ξανά και εξαφανίστηκε για λίγο μέσα στο σπίτι.
Όταν επέστρεψε, του έδειξε μια παλιά μαυρόασπρη φωτογραφία στην οποία ήταν, ακόμα ευδιάκριτη, μια όμορφη κοπέλα, με γιορτινή ανοιχτόχρωμη κεντημένη φορεσιά και με τα πλούσια μαύρα μαλλιά της σφιγμένα μέσα σ’ ένα πιο σκουρόχρωμο, λεπτό βαμβακερό μαντήλι. Πίσω απ’ τη θαμπή κιτρινισμένη φωτογραφία έγραφε «Μαργαρίτα, 1908». Η αδελφή της προ – προ γιαγιάς της, του εξήγησε. Όταν ήταν δεκαεφτά χρονών. Εμβρόντητος, αναγνώρισε στο βλέμμα της την ίδια παιχνιδιάρικη λάμψη.
Ούτε καν άγγιξε τον καφέ που του είχε αφήσει η γυναίκα στο βαρύ ξύλινο τραπέζι ανάμεσα σ’ ανακατεμένα ρολά χαρτιού. Ερασιτέχνης αρχιτέκτονας, του αστειεύτηκε, προσπαθούσε να αναστυλώσει το σπίτι μόνη της. Και μετά από μια μικρή αμήχανη σιωπή κάθισε με κατανόηση απέναντί του και του αποκάλυψε πως στα τόσα χρόνια που έμενε εκεί, δεν ήταν ο πρώτος που ήρθε ψάχνοντας τη Μαργαρίτα. Στις δεκατέσσερεις του Γενάρη, συνέχισε, κάθε χρόνο την ίδια μέρα, πάντα κάποιος της κτυπά την πόρτα και τη γυρεύει.
Το κεφάλι του βούιζε, την άκουγε σαν μέσα από τούνελ, δεν ήταν δυνατόν σκεφτόταν συνέχεια, κάποιος του κάνει πλάκα. Ίσως οι φίλοι του. Ίσως ήταν η κόρη της, αναθάρρησε ρωτώντας την, και μοιάζει στη μακρινή τους πρόγονο, δεν μπορεί κάποιος θα την ξέρει, πέρασε τόσες ώρες μαζί της.
Είχε δυο γιους του εξήγησε, κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια, και μετά του μίλησε πολύ γλυκά σαν να ετοιμαζόταν να του πει ένα πολύ παλιό, γνωστό της παραμύθι: «Την ξέρω καλά την ιστορία της γιαγιάς Μαργαρίτας. Τέτοια μέρα σκότωσαν αυτόν που αγαπούσε. Σαν σήμερα πριν από ακριβώς εκατό δεκατέσσερα χρόνια, μέρα Κυριακή. Την ίδια τη γλίτωσε από το κρέμασμα ο πατέρας της και την έδιωξε απ’ το χωριό. Η Μαργαρίτα κατέφυγε στην πόλη, έγινε ξακουστή κεντήτρια, δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε μέσα σ’ αυτό το σπίτι, πλήρης ημερών, δυο χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, ρωτώντας να μάθει, μέχρι την τελευταία της ώρα, τι απέγινε ο καλός της. Ο Νικόλας».
Με ξαφνικό τρέμουλο έβαλε το φλυτζάνι του καφέ, που κροτάλισε στο πιατάκι, πίσω στο τραπέζι και της είπε πως Νικόλα λέγανε και τον ίδιο. Η γυναίκα τού ένεψε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Ναι, αυτό ήδη το έχω μαντέψει».
Φυσικά, δεν πίστεψε τίποτα από όλα αυτά. Επέστρεψε σπίτι σίγουρος πως υπήρχε κάποια λογική εξήγηση. Τις επόμενες δυο μέρες δεν πήγε στη δουλειά, γιατί τον πιάσανε κάτι απύρετα ρίγη, και μέσα στη παραζάλη του απορούσε πώς ήξερε το όνομά του η Μαργαρίτα. Την τρίτη μέρα, μόλις έγινε καλά, κατέβηκε στην λαϊκή αγορά που την πρωτοσυνάντησε. Μια λουλουδού τον ρώτησε πού είχε χαθεί τόσο καιρό. Κι ένας μανάβης που τον είδε τον χαιρέτησε από μακριά βροντοφωνάζοντας το όνομά του.
Αγόρασε ένα ματσάκι αμάραντους για να πάρει μαζί του μέχρι το παλιό νεκροταφείο, στον λόφο πάνω από την πόλη, εκεί που του είχε εξηγήσει η γυναίκα πως βρισκόταν ο τάφος της Μαργαρίτας. Δεν ήξερε πώς να τον βρει, ίσως και να μην υπήρχε πια, ίσως πάλι και να ήταν εκεί, αλλά τα γράμματα να είχαν ξεθωριάσει. Αλλά δε δυσκολεύτηκε καθόλου, τον είδε τον τάφο, τον κατάλαβε αμέσως. Γιατί εκεί, ανάμεσα στα αγριόχορτα δίπλα από άλλους ερειπωμένους τάφους, αναγνώρισε ανατριχιάζοντας, κρεμασμένο πάνω στον μισοσπασμένο σταυρό, το μπλε του το φούτερ.
ΘΟΥΚΗΣ ΘΟΥΚΗ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος