Γράφει η Ελένη Χριστοφοράτου
Το έχω ξαναγράψει πως συνήθως δεν καταπιάνομαι με κριτικές. Υπάρχουν όμως έργα που σου δημιουργούν την ανάγκη να εξωτερικεύσεις ό,τι αποκόμισες διαβάζοντάς τα και να κοινωνήσεις αυτή την ξεχωριστή εμπειρία σου με τους άλλους αναγνώστες.
Ένα τέτοιο ιδιαίτερο έργο είναι η «Μεταθανασία» του υπαρξιακού ποιητή Ηλία Στόφυλα. Ένα έργο που αποτυπώνει τη δική του σφραγίδα στον ιερό χώρο της λογοτεχνίας. Τα ποιήματα που ξεδιπλώνονται στις σελίδες του, μοιάζουν με άστρα που ο ποιητής αφήνει «να τρέξουν στην παλάμη μας», «ψίθυροι που αλυχτούν» μέσα μας τη βαθιά τους αλήθεια, κίνητρα για να εστιάσουμε στα «διαφεύγοντα νοήματα».
Το έργο διαπνέεται από μία εντυπωσιακή λεξιπλασία (εκρηξιγενής / ηλιοζωγραφισμένος / φωτόσπαθο / αστροπερίχυτη), ένα πλήθος επιθέτων (αχρωμάτιστη φυγή / αλώβητη πληγή / μυρωμένο κύμα / με την ακίνητη πνοή του ασυντέλεστου), γλαφυρή εικονοποιία (πήρα τα μεγάλα τηλεσκόπια και είδα στην αχτένιστη αλογοουρά της ματαιότητας να κυματίζει ολόκληρο το ακραίο τίποτα) και πλούτο μεταφορών (να ξεμπλέξω το όνειρο από τον ιστό της παραίτησης / οι μνήμες που κέρωσαν στα χέρια μου / ρούφηξα απ’ τους κροτάφους μου τη μνήμη / ήπια όλα τα ποτάμια των πνιγμών μου).
Ο Ηλίας Στόφυλας δεν μιμείται, έχει ένα δικό του ύφος, αυστηρά προσωπικό και μία μοναδική ικανότητα να παντρεύει τις λέξεις που τραβά από την πλούσια φαρέτρα του, και να τις μετουσιώνει σε στίχους.
Σε όλα τα ποιήματα κυριαρχεί το α΄ ενικό πρόσωπο, που δίνει τη δυνατότητα στον ποιητή να μιλήσει σε εξομολογητικό τόνο, υποδηλώνοντας τη βιωματική αφετηρία του προβληματισμού του.
Ο Έρωτας και ο Θάνατος είναι οι δύο κεντρικοί άξονες στους οποίους κινείται το ποιητικό σύμπαν της «Μεταθανασίας». Ο επιδέξιος χειρισμός αυτών των δύο θεμελιωδών εννοιών από τον ποιητή θυμίζει άλλα μεγάλα έργα, όπως την εμβληματική Eroica του Κοσμά Πολίτη, όπου ο συγγραφέας μετεωρίζεται ανάμεσα στον Έρωτα και τον Θάνατο.
Ο συνθέτης της «Μεταθανασίας» έρχεται να μας δώσει αριστοτεχνικά σκέψεις και συναισθήματα που μοιάζει να κυοφορούσε για χρόνια στον νου και στην ψυχή του. Ένας αυθεντικός δημιουργός. «Σαν κάποιος που είχε πάντα μέσα του την αστραπή».
Ακολουθεί το αγαπημένο μου ποίημα της συλλογής:
Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ
Μετά τον θάνατό μου,
φίλησα στο στόμα τους φονιάδες μου.
Πήρα απ’ το χέρι τον γκρεμό
κι έφθασα
ως τη συντέλεια του νόστου.
Στο μέρος που συνοικούν
όλα τα μαζί τα επικηρυγμένα,
τα μετάρσια εγώ,
ο αντιπερισπασμός του ξεχασμού.
Κόλλησα στο στήθος τα βήματα της ερημιάς μου
και περπάτησα
μέχρι να βρω το αίμα των αγίων.
Το τέλειο αντίδωρο.
Με ένα δριμύ συνηγορώ στον έρωτα
και με το όνειρο να συσπάται μέσα μου
βρήκα τη νέα μου κατοικία.
Ανάμεσα στους ερυθρόλευκους ανθώνες
και τις ασημένιες πεταλούδες.
Έκλεισα το φως
και ξάπλωσα πάνω στο πτώμα μου.
Είχα, πια, έναν ολόκληρο θάνατο μπροστά μου,
να διαμαρτύρομαι,
που πεθαίνω με τέτοια λεπτομέρεια.