Η ώρα έχει πάει δώδεκα και μισή. Είχε κοιμηθεί με το πατζούρι ανοιχτό, για να τον βοηθήσει ο ήλιος να σηκωθεί. Μια δέσμη φωτός ξεκινούσε από την άκρη της κουρτίνας και κατέληγε στα μάτια του. Έκανε να γυρίσει πλευρό, αλλά η επιθυμία του για τσιγάρο ήταν πιο δυνατή από τη νύστα. Η μητέρα του είχε προσπαθήσει άλλες δυο φορές να τον ξυπνήσει, χωρίς αποτέλεσμα. Δεν βιαζόταν να ξεκινήσει τη μέρα του. Δεν είχε κάτι ιδιαίτερο να περιμένει.
Κάθισε στο κρεβάτι και έπιασε τη χθεσινή κούπα του καφέ, ίσα-ίσα μια γουλιά είχε, για ν’ ανάψει το πρώτο τσιγάρο. Την είχε σκεπάσει προσεκτικά με το ειδικό καπάκι το προηγούμενο βράδυ. Σκούπισε τα χέρια του με υγρό μαντηλάκι μιας χρήσης και άνοιξε το πακέτο. Ήταν σχεδόν άδειο. Σήμερα έπρεπε να βγει.
Όλα τα ψώνια του σπιτιού τα έκανε η μάνα του, αλλά τσιγάρα δεν του έπαιρνε. Λίγο που ήθελε να τον κάνει να το κόψει, λίγο που ήξερε ότι αν δεν ήταν αυτό, ο γιος της δεν θα έβγαινε ποτέ απ’ το σπίτι. Παρέες δεν είχε πια, ούτε είχε όρεξη να κάνει καινούργιες. Παρέα του ήταν πια ο καφές και το τσιγάρο, από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του μέχρι να κοιμηθεί, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Άκουγε συνεχώς ειδήσεις. Μόνο για τον κορωνοϊό λέγανε. Έπρεπε να προσέχει. Για μια διαδρομή μέχρι το περίπτερο και πίσω ακολουθούσε ολόκληρη τελετουργία.
«Μάνα, καφέ!» φώναξε σβήνοντας τη γόπα και σηκώθηκε για την τουαλέτα. Έπλυνε τα δόντια του και τα χέρια του πολύ προσεκτικά. Τα σκούπισε με τη δική του, ατομική πετσέτα και τράβηξε για την κουζίνα να πιει τον καφέ. Κάτι σαν καλημέρα βγήκε μέσα απ’ τα δόντια του, πήρε τον καφέ που του είχε ετοιμάσει η κυρία Ελένη, το πακέτο Γκουλουάζ κόκκινο σκληρό και τον αναπτήρα και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας.
Τέσσερα τσιγάρα είχε το πακέτο, τρία που θα έκανε με τον καφέ κι ένα ώστε να νιώθει ασφαλής ότι δεν θα ξεμείνει μέχρι να πάει στο περίπτερο. «Ωραίο το καφεδάκι, μάνα, να ’σαι καλά», της είπε αφού ήπιε δυο γουλιές μαζί με το δεύτερο τσιγάρο. Πριν πιει λίγο καφέ, ούτε καλημέρα δεν μπορούσε να πει, αλλά μετά στενοχωριόταν, το ’ξερε πως πικραίνει τη μάνα του, που στο κάτω-κάτω όλα έτοιμα του τα είχε. «Έπλυνες τα χέρια σου πριν φτιάξεις τον καφέ;» τη ρώτησε, όπως κάθε πρωί. Μίλησαν λίγο. Εκείνη τον καταλάβαινε.
Ώρα να ξεκινήσει για το περίπτερο. Πλένει άλλη μια φορά τα χέρια του, βάζει γάντια και μάσκα, παίρνει το πορτοφόλι του και το κινητό του. Το ασανσέρ δεν το χρησιμοποιεί. Πιθανή εστία μικροβίων. Πριν ξεκινήσουν όλα αυτά, πατούσε το κουμπί μ’ ένα χαρτομάντιλο, αλλά τώρα φοβάται και τον αέρα εκεί μέσα. Στο δρόμο τηρεί τις αποστάσεις ασφαλείας. Αν συναντήσει κάποιον χωρίς μάσκα, περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Έξω νέκρα. Κάπου-κάπου περνάει κανένας άνθρωπος που κάνει βόλτα το σκύλο του, αλλά από αυτοκίνητα σχεδόν κανένα. Μπορεί να φοβάται τον ιό, αλλά αυτή την ησυχία, που δεν την είχε ζήσει ποτέ στη ζωή του, γέννημα-θρέμμα Αθηναίος, δεν την αλλάζει με τίποτα. Δεν πα΄ να κρατήσει κι ένα χρόνο η καραντίνα, σκέφτεται. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι έκανα πριν, κάνω και τώρα. Έχει φτάσει σχεδόν στο περίπτερο, όταν η συνηθισμένη σκέψη τον βασανίζει. Είναι γελοίο το ξέρει, αλλά δεν μπορεί να μην τηλεφωνήσει. Οι ψυχαναγκασμοί δεν τον αφήνουν. «Μάνα, έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα;» Σκουπίζει μ’ ένα χαρτομάντιλο το κινητό και το ξαναβάζει στην τσέπη του. Τέσσερα πακέτα θα πάρω σήμερα. Να μη χρειαστεί να βγω κι αύριο.
Γυρνώντας στο σπίτι, βγάζει τα παπούτσια του έξω από το διαμέρισμα και ξεκλειδώνει την πόρτα. Όπως είναι με τη μάσκα, φοράει τις παντόφλες του και πηγαίνει στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια του. Βγάζει τη μάσκα και την πετάει προσεκτικά στο καλάθι των αχρήστων. Σκουπίζει τα χέρια του με τη δική του, ατομική πετσέτα και κατευθύνεται προς την κουζίνα για να φτιάξει τον δεύτερο καφέ της ημέρας. «Πόσοι νεκροί σήμερα;» ρωτάει τη μάνα του. «Όχι πολλοί, τριάντα δύο», του απαντάει. Κι ένας εγώ τριάντα τρεις, σκέφτεται μεγαλόφωνα.
ΕΥΗ ΜΥΛΩΝΑΚΗ