Φοβάσαι; Το ξέρω. Αναγνωρίζω τον φόβο, βλέπεις. Άλλοτε ματιές που τρεμοπαίζουν -τρέμουν κυρίως, δεν παίζουν- σαν κεράκια μισοσβησμένα κι άλλοτε κόμποι στη φωνή σαν θαλασσινοί από αυτούς τους ναυτικούς, ξέρεις, που δεν λύνονται. Ό,τι δεν λύνεται, κόβεται μας έλεγαν παλιά, θυμάσαι; Μα δεν θα μιλάμε για κόμπους και για θάλασσες και για κεράκια. Εδώ μαθαίνουμε να σβήνουμε κι ύστερα να γράφουμε. Θα μιλάμε για ματιές, για φωνές, για μορφές ακατέργαστες που φέρουν περιεχόμενα δηλαδή. Τι θα έλεγες, λοιπόν, να σκάρωνες μια ιστορία για ένα, ας πούμε, άδειο ποτήρι; Τι εννοείς γιατί άδειο; Μα το άδειο έχει το ζουμί! Ναι, ναι ξέρω, παίζω με τις λέξεις. Είναι ωραίο το παιχνίδι∙ εδώ παίζεις, δεν τρέμεις -θυμήσου-∙ κι έτσι μοιάζουν όλα πιο σωστά, πιο εύκολα. Θα το απολαύσεις. Το άδειο ποτήρι είναι η μορφή που τρέμει κι αυτή μα… για περιεχόμενο. Είναι κατασκευασμένη, είναι κατασκευασμένο, βλέπεις, για περιεχόμενα. Καταλαβαίνεις τώρα; Μπορείς να το γεμίσεις με νερό, με κρασί, με τη ντραφτ μπύρα σου, μπορείς και να το σπάσεις. Μόνο μην το αφήσεις δίχως ουσίες, δίχως ουσία. Γιατί μορφή δίχως περιεχόμενο, είναι αέρας κοπανιστός. Και πιάνει κι αυτός τον χώρο του, δεν θα διαφωνήσω, αλλά… τι το θες τότε το ποτήρι; Τι τη θες τη συγγραφή; Φεύγει ο φόβος, απαντάς. Τότε… τότε γράφε αδιάκοπα και σμίλευε έστω τη μορφή -που τόσο προτιμάς- των ντραφτ σου. Έχει κάτι από μπύρα κι αυτό που, να, γεμίζει το ποτήρι…
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑ