Κάποτε σκέφτηκε να φύγει μακριά απ’ όλα, δεν ήξερε πού, μόνο να φύγει – αυτό ήθελε.
Σηκωνόταν όρθιος, φορούσε το παλτό του, έδενε τα παπούτσια του κι έκανε να φύγει, αλλά πάντα κοντοστεκόταν∙ ήθελε να πάρει κάτι μαζί του, κάτι που θα τον άφηνε να κοιμάται τα βράδια χωρίς να ζωντανεύουν αυτές οι σκιές, που χιμούσαν από το παράθυρο και τον ξέσκιζαν, τον τίναζαν επάνω και τον πετούσαν κάθιδρο στο πάτωμα.
Όμως, δεν έβρισκε τι κι αυτό τον σταματούσε, έβγαζε το παλτό του και καθόταν αποκαμωμένος και πιο μικρός.
Και ξανά την άλλη μέρα και την επόμενη κι αυτό το ανεκπλήρωτο ταξίδι τελειωμό δεν είχε.
Ήταν κι αυτός ο καθρέφτης απέναντι που του έδειχνε πως κόνταινε μέρα με τη μέρα, πως χάνονταν το βλέμμα μέσα από τα μάτια του.
Ένα βράδυ, από αυτά που φοβόταν να κοιμηθεί μην έρθει ξανά το θεριό, σύρθηκε από το κρεβάτι μέχρι την ντουλάπα, άνοιξε το παλιό κουτί με τα παιχνίδια κι έβγαλε από μέσα δυο γυάλινους βώλους που από παιδί κρατούσε: έναν άσπρο κι έναν μαύρο, τους έσφιξε στα ιδρωμένα χέρια του μέχρι που σχεδόν έλιωσαν, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε τρέχοντας για τον μεγάλο δρόμο…
Είχε επιτέλους βρει αυτό που ήθελε να έχει μαζί του…
Το άσπρο και το μαύρο – αυτό πάντα ζητούσε…
Περπατώντας γυμνός μέσα στο σκοτάδι δε φοβόταν τώρα τίποτα.
Ήξερε ότι δεν θα είχε γυρισμό αυτό το ταξίδι.
Πάνω απ’ όλα ήξερε ότι δεν θα είχε και τίποτα γκρι πλέον πάνω του…
Μόνο τον άσπρο και τον μαύρο βώλο…
πολυ ωραιο ποιημα,με δυνατη αισθαντικοτητα και εικόνες.
μου αρεσε πολυ.
Πολύ καλό!