Βγήκε απ’ τη σκηνή του βαρύθυμος και κάθισε κάτω από την τέντα. Το πλήθος βοούσε στην άνυδρη πεδιάδα σαν κοπάδι πληγωμένων θηλαστικών. Ο μακρινός ορυμαγδός έφτανε στ’ αυτιά του απειλητικός, δυσοίωνος. Στράφηκε και κοίταξε το κακοτράχαλο βουνό πίσω απ’ την πλάτη του. Αυτό το βουνό τον τρόμαζε και τον γοήτευε ταυτόχρονα∙ το έβλεπε σαν τη μορφοποίηση μιας αόριστης υπόσχεσης. Ατενίζοντας τις απόκρημνες πλαγιές του διαισθανόταν να ελλοχεύει μια αινιγματική πρόκληση, ένα κάλεσμα να αναμετρηθεί με δυνάμεις που είτε θα τον συνέτριβαν, είτε θα τον οδηγούσαν στον τελικό του προορισμό. Όλα αυτά όμως ίσως να ήταν απλά φρεναπάτες, αποκυήματα ενός κουρασμένου μυαλού που σκεπάζεται σιγά σιγά από τη σκιά της αποκαθήλωσης.
Πόσο καιρό είχαν κολλήσει σ’ αυτό το μέρος; Ο χρόνος κυλούσε αργά και αδυσώπητα. Οι μέρες διαδέχονταν τις νύχτες δίχως προοπτική, η μεγάλη πορεία έμοιαζε να τελματώνεται άδοξα. Δεν μπορούσαν να στεριώσουν εκεί, αυτό ήταν ολοφάνερο. Οι πόροι δεν επαρκούσαν για να τραφεί ο λαός που γεννοβολούσε ακατάπαυστα. Έπρεπε σύντομα να φύγουν, αλλά τα περάσματα ήταν όλα αμφίβολα. Αν έπεφταν πάνω σε κάποια φυλή με τακτικό στρατό, ήταν βέβαιο πως δε θα είχαν καμία τύχη. Στα χέρια του κρατούσε τη μοίρα αυτής της πολυάριθμης και εξαθλιωμένης αγέλης. Είχε ευθύνη, δε ζούσε μόνο για τον εαυτό του, ζούσε για έναν εαυτό με χιλιάδες κεφάλια, πόδια, χέρια, στομάχια. Πλέον δεν ήταν ο μοσχαναθρεφτός της αιγυπτιακής αυλής, ο πρίγκιπας με τα χρυσοποίκιλτα υφαντά, ήταν ο Μωυσής, ο απεσταλμένος του Θεού, ο Ισραήλ αυτοπροσώπως. Κάθε απόφασή του είχε μερικές χιλιάδες φορές πολλαπλάσιο αντίκτυπο από την απόφαση ενός κοινού ανθρώπου. Τους πρώτους μήνες μετά την έξοδο από τη χώρα των Φαραώ συχνά ονειρευόταν έναν τρόπο να παραιτηθεί ανέξοδα, να αφήσει κάποιον στη θέση του και κείνος να γυρίσει στα ράθυμα και ανέμελα ηλιοβασιλέματα της άγουρης νιότης του. Τώρα τελευταία όμως που ένιωθε τα χαλινάρια να ξεγλιστρούν από τις χούφτες του και ο έλεγχος να χάνεται από τη διακριτική του ευχέρεια, μια πανίσχυρη βούληση είχε χαλκευτεί εντός του: να γαντζωθεί πάση θυσία απ’ το ρόλο του. Η πείνα και η στερημένη από στόχους αναμονή είχαν μετατρέψει το λαό σ’ ένα ανήμερο άλογο, πρόθυμο να καλπάσει προς όποια κατεύθυνση του υποδείξει το ένστικτό του, γκρεμίζοντας χωρίς την παραμικρή ενοχή τον αναβάτη του.
Άκουσε βήματα στα χαλίκια. Μια γνώριμη φιγούρα με στρατιωτική περιβολή πλησίασε.
-Καλημέρα Μωυσή, είπε ο άνδρας.
-Καλημέρα Αυσή, αποκρίθηκε εκείνος.
Κάθισαν οκλαδόν, ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Το πρόσωπο του Αυσή αυλάκωναν δυο βαθιές ζαρωματιές. Ήταν ανήσυχος και σκεφτικός.
-Κάποιος από τους μυστικούς μου άνδρες μου είπε πως κάτι πήρε το αυτί του για ανταρσία, είπε ο Αυσής.-Πού έγινε αυτό; Ρώτησε ο Μωυσής.
-Στη δυτική πλευρά, στα ακριανά παραπήγματα.
-Να βάλεις κι άλλους να παρακολουθούν.
-Είναι λίγο δύσκολο. Γνωρίζονται καλά μεταξύ τους και είναι υποψιασμένοι.
-Τι ακριβώς λέγανε δηλαδή;
-Ότι δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, ότι τους πρόδωσες και ότι πρέπει να μπει ένας δικός τους στην ηγεσία.
-Είπαν κάτι άλλο, πιο συγκεκριμένο;
-Ο άνθρωπός μου δεν μπόρεσε να ακούσει περισσότερα.
-Να έχουμε το νου μας, μουρμούρισε ο Μωυσής προβληματισμένος.
-Δε φτάνει μόνο αυτό, χρειαζόμαστε μια δομή να σε περιβάλει, κάτι στέρεο που να εμπνέει και να απαιτεί την υπακοή.
Ο Μωυσής άνοιξε το στόμα του, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει, γιατί κατέφτασε τρέχοντας ένας νεαρός.
-Φονικό… Έγινε φονικό, ψέλλισε ασθμαίνοντας.
-Πού; Λέγε! Τον πρόσταξε ο Αυσής και πετάχτηκε αμέσως όρθιος.
-Ελάτε, θα σας δείξω.
Ο Μωυσής και ο Αυσής αντάλλαξαν βουβά βλέμματα. Ύστερα ο Μωυσής μπήκε στη σκηνή του και ξαναβγήκε έπειτα από τρία λεπτά φορώντας το λευκό του χιτώνα και βαστώντας την ηγεμονική του ράβδο.
-Πάμε! Είπε με αυστηρό ύφος.
Μόλις οι τρεις άνδρες κατέβηκαν από το ύψωμα που βρισκόταν το κατάλυμα του αρχηγού, τέσσερις νέοι με σπαθιά στα χέρια τους ακολούθησαν μετά από νεύμα του Αυσή. Η μικρή πομπή άρχισε να ελίσσεται μέσα στον απέραντο καταυλισμό. Παιδιά τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, ρακένδυτοι και ηλιοκαμένοι άνδρες πηγαινόρχονταν άσκοπα ή ρέμβαζαν με έκφραση κενή, μαραμένες γυναίκες περιποιούνταν υποτυπώδη νοικοκυριά. Ματιές γεμάτες δηλητήριο και μομφή τοξεύονταν κατά τον Μωυσή. Καθώς περνούσε η ομάδα, οι ομιλίες χαμήλωναν στιγμιαία και το πλήθος άνοιγε σε ένδειξη σεβασμού, ωστόσο στον αέρα πλανιόταν η οσμή μιας αδιόρατης εχθρότητας. Ξάφνου ήχησε ένας στριγκός θρήνος. Ο νεαρός που είχε φέρει την είδηση έδειξε με το δάχτυλο μια ετοιμόρροπη παράγκα, περικυκλωμένη από ένα μπουλούκι ανθρώπων.
-Στην άκρη όλοι! Ήρθε ο Μωυσής, έσκουξε ο Αυσής και αμέσως το μπουλούκι διασπάστηκε.
Ο Μωυσής προχώρησε. Μια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά ήταν κουλουριασμένη κατάχαμα, πλάι σ’ ένα ματωμένο ανδρικό σώμα που κειτόταν πάνω σ’ ένα βρώμικο πανί.
-Μίλα γυναίκα, ποια είσαι και τι συνέβη; Είπε ο Μωυσής.
Η γυναίκα τού έριξε ένα υγρό, όλο περιφρόνηση βλέμμα και συνέχισε να γογγύζει δίχως να απαντήσει. Ένα κύμα θυμού ανέβηκε στα μηλίγγια του Μωυσή, το τραγικό θέαμα όμως αναχαίτισε την ισχύ του.
-Είναι η Ρεβέκκα, κόρη του Μελχίρ, είπε ένας μεσόκοπος άνδρας που είχε ζυγώσει αθόρυβα. Ο νεκρός είναι ο γιος της, εξακολούθησε. Χθες το βράδυ ξύπνησε και ανακάλυψε πως η γυναίκα του έλειπε απ’ το συζυγικό κλινάρι. Βγήκε έξω να τη γυρέψει. Έψαξε από δω, έψαξε από κει, ρώτησε τον ένα μήπως την είδε, ρώτησε τον άλλο. Τελικά τη βρήκε στα βραχάκια αγκαλιά με τον εραστή της. Οργισμένος ζήτησε το λόγο, αλλά η μοιχαλίδα και ο πόρνος δεν τα έχασαν, ούτε προσπάθησαν να κρυφτούν. Του όρμησαν με πέτρες και τον σκότωσαν.
-Και τώρα πού είναι αυτοί οι δυο ξετσίπωτοι;
-Κανείς δεν ξέρει. Μάλλον το έσκασαν. Το χάραμα ξεκίνησαν μερικοί άνδρες για να τους ξετρυπώσουν. Φοβάμαι πως θα έχουν ήδη φτάσει πολύ μακριά και δε θα καταφέρουν τίποτα.
Ο Μωυσής συνοφρυώθηκε. Σκέφτηκε να διατάξει ορισμένους από τους ένοπλους του Αυσή να πάνε να συντρέξουν στο κυνήγι, αυτό όμως ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο για τη διατήρηση της στοιχειώδους τάξης που επικρατούσε. Η αδυναμία του να επέμβει τον έκανε να αγανακτεί.
-Την κατάρα μου να ‘χεις Μωυσή, άρχοντα της ανομίας και του βούρκου, ούρλιαξε η μάνα.
Το ανάθεμα τον χτύπησε σαν χαστούκι. Έκανε μεταβολή και τράβηξε με ταχύ βήμα κατά τη σκηνή του. Η συνοδεία του τον πήρε στο κατόπι.
-Κάτι τέτοια είναι καθημερινότητα πια, είπε ο Αυσής όταν έμειναν και πάλι μόνοι οι δυο τους κάτω από την τέντα. Κλεψιές, βιασμοί, φονικά ∙ έχουν αποκτηνωθεί τελείως, πρόσθεσε.
-Έχω καθήκον να βάλω τέλος στην ασυδοσία, να θέσω φραγμούς, αποκρίθηκε ο Μωυσής.
-Δε θα είναι και τόσο εύκολο. Η εμπιστοσύνη που σου είχαν έχει ξεφτίσει. Το καταλαβαίνεις και μόνος σου. Ό,τι κανόνα θεσπίσεις, θα τον ποδοπατήσουν.
-Εκτός κι αν κερδίσω ξανά την πίστη τους.
-Πώς θα το κάνεις αυτό; Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, δεν αρκούν τα ταχυδακτυλουργικά με τα φίδια και τα νερά που γίνονται αίμα. Εδώ χρειάζεται φόβος και τρόμος.
Ο Μωυσής έκανε μερικές βόλτες πέρα δώθε∙ το πνεύμα του ήταν σε εγρήγορση. Τα τελευταία λόγια του Αυσή αντιλαλούσαν στο μυαλό του. Βυθίστηκε για λίγο σε περισυλλογή και ύστερα είπε:
-Έχεις δίκιο. Φόβος και τρόμος. Η υπέρτατη παρουσία. Εγώ και συ θα ανέβουμε αύριο στο βουνό να συναντήσουμε το Θεό του Ισραήλ. Πες στους άνδρες σου να το διαδώσουν.
-Να πουν πως είδες κάποιο σημάδι;
-Φυσικά. Εξάλλου δε θα πουν ψέματα.
Μια φευγαλέα λάμψη φώτισε τα μάτια του Μωυσή. Ο Αυσής πισωπάτησε αντανακλαστικά.
Εκείνη τη νύχτα ο Μωυσής ξαγρύπνησε. Στη μνήμη του επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά η στιγμή του αποχωρισμού από τη γυναίκα του. Το αμετάκλητο σχίσμα ανάμεσα σε αυτό που ήταν και αυτό που θα μπορούσε να ήταν, έχασκε για άλλη μια φορά αμείλικτο.Στεκόταν στο κέντρο της πριγκιπικής κρεβατοκάμαρας με την άτεγκτη έκφραση που έπαιρνε όποτε ήθελε να επιβληθεί. Εκείνη του είχε γυρίσει την πλάτη και αγνάντευε από την μπαλκονόπορτα. Ο λείος, γυμνός της ώμος, λειτουργούσε στη συνείδησή του σαν ασπίδα ενάντια στη βούλησή του.
-Θέλω εσύ και τα παιδιά να με ακολουθήσετε, της είπε τρυφερά, με μια λανθάνουσα προστακτική.
-Μόνο οι δικές σου επιθυμίες μετράνε, το τι θέλω εγώ και τα παιδιά σου είναι αδιάφορο, αποκρίθηκε εκείνη.
Η φωνή του μαλάκωσε περισσότερο:
-Σεπφώρα…
-Μη με λες έτσι! Δε μου αρέσει το όνομα που μου έδωσες, ποτέ δε θα γίνω Εβραία!
-Κι εγώ ποτέ δε θα γίνω Αιγύπτιος, το αίμα δεν αλλάζει.
-Έχεις επιλογή, είσαι ήδη Αιγύπτιος αν το θελήσεις. Μείνε εδώ, μαζί μας. Δέξου το αξίωμα που σου πρόσφεραν, στήριξε την οικογένειά σου.
-Και να αρκεστώ στη βολική ασημαντότητα. Μα δεν καταλαβαίνεις ότι το πεπρωμένο μου είναι διαφορετικό; Ότι η υπόστασή μου εξαρτάται από μια εκπλήρωση;
-Αυτό που αποκαλείς «πεπρωμένο» δεν είναι τίποτα άλλο από μασκαρεμένη φιλοδοξία. Εγώ είμαι μητέρα ∙ μοναδική μου φιλοδοξία είναι να ζήσουν τα αγόρια μου όπως τους αξίζει.
Μεσολάβησε μια σύντομη, δυσβάσταχτη παύση. Ύστερα πήρε εκείνος το λόγο:
-Μόλις το φεγγάρι ανέβει ψηλά, θα φύγω από το παλάτι. Αν μέχρι τότε αλλάξεις γνώμη…
-Δεν πρόκειται.
-Είναι η τελευταία σου κουβέντα;
-Ναι.
Σαν αστραπή τού πέρασε απ’ το νου να την αρπάξει απ’ την πλούσια μελαχρινή κοτσίδα, να την σύρει ως το προαύλιο που βρίσκονταν τα παιδιά, κι εκεί, να την αναγκάσει με τη βία να τα μαζέψει και να ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι. Ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν έξω απ’ τις δυνάμεις του. Χαμήλωσε το κεφάλι και βγήκε απ’ το δωμάτιο νικημένος.
Τα λευκά πρόσωπα των δυο αγοριών που δεν αποχαιρέτησε ποτέ τον είχαν στοιχειώσει και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τι θα γινόταν αν είχε πράξει αλλιώς εκείνη τη μέρα; Ποιος θα ήταν τώρα; Άραγε η θυσία που έκανε θα είχε τελικά κάποιο αντίκρισμα; «Σεπφώρα, Σεπφώρα…», ψιθύρισε στο σκοτάδι.
Το ξημέρωμα βρήκε τους δυο άνδρες στο ανηφορικό χωμάτινο μονοπάτι. Ο Αυσής ήταν φορτωμένος με τις προμήθειες και μια μικρή σκηνή. Ο Μωυσής βάδιζε μπροστά χωρίς να δίνει σημασία στο σύντροφό του. Όσο απομακρύνονταν και τους τύλιγε η απόκοσμη ηρεμία της άγριας υπαίθρου, τόσο αφυπνιζόταν στην ψυχή του ένας αρχέγονος και διφορούμενος πόθος. Το μεσημέρι κάθισαν να φάνε σ’ ένα πλάτωμα.
-Πρέπει να σχεδιάσουμε ένα σύστημα νόμων που να είναι κατανοητό και να εξασφαλίζει μια σχετικά ειρηνική συνύπαρξη, άρχισε να λέει ο Αυσής. Ασφαλώς θα βασίζεται στη θεϊκή αυθεντία…Ο Μωυσής δεν τον άκουγε, το βλέμμα του ήταν στυλωμένο στο άπειρο και η όψη του ήταν αλλοπρόσαλλη, σα να συνέβαιναν μέσα του απόκρυφες και ακατάληπτες διεργασίες. Ο Αυσής ένιωσε προσβεβλημένος απ’ αυτή τη σιωπή, κατάπιε όμως την ενόχλησή του και δεν είπε τίποτα.
Μετά από μια βδομάδα πεζοπορία, πρόβαλαν στην κορυφή του βουνού. Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Μωυσής ήταν απόμακρος και λακωνικός∙ στις στάσεις που έκαναν αποτραβιόταν πιο πέρα απ’ τον Αυσή και καθόταν μόνος του. Σ’ αυτές τις μοναχικές στιγμές αφουγκραζόταν τον άνεμο, διάβαζε τις κινήσεις των κλαδιών από τα δέντρα, αποκωδικοποιούσε τα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα στον ουρανό. Παντού υπήρχαν μηνύματα. Ένα υπόγειο δέος τον κυρίευε σταδιακά.
-Σκάψε μια φαρδιά γούβα εδώ, ρίξε όσα περισσότερα ξύλα μπορείς και άναψε μια μεγάλη φωτιά, τόσο μεγάλη, που να φαίνεται από κάτω, απ’ τον καταυλισμό, διέταξε τον Αυσή.
Εκείνος σηκώθηκε απρόθυμα, με χέρια που έτρεμαν απ’ την οργή. Η υπομονή του είχε αρχίσει να στερεύει. Τι νόημα είχαν όλα αυτά; Γιατί τέτοια ταλαιπωρία; Ο μέχρι πρότινος σύντροφός του είχε γίνει ένας μισότρελος αλαζόνας που δεν τον λογάριαζε καθόλου. Ίσως αυτό το εξουθενωμένο ασκέρι που τους περίμενε στους πρόποδες του ορεινού όγκου να είχε ανάγκη τελικά από έναν καινούργιο ηγέτη, συνετό, λογικό, με ικανότητες στην οργάνωση και τη διοίκηση. Αυτά σκεφτόταν ο Αυσής καθώς έσκαβε την τρύπα.
-Όσο καιρό μείνουμε εδώ, αυτή η φωτιά δε θα σβήσει καθόλου. Να ποια είναι η δουλειά σου, είπε ο Μωυσής και πήγε και στάθηκε σ’ ένα βράχο. «Φλεγόμενη αλλά μη καιόμενη», είπε αυτάρεσκα.
Έπειτα από λίγη ώρα μια πελώρια πορτοκαλί φλόγα εκσφενδόνιζε μαύρους καπνούς προς τα πάνω.
Κύλησαν μέρες. Η φωτιά έκαιγε ασταμάτητα χάρη στην αδιάκοπη προσπάθεια του Αυσή. Ανάμεσα στους δυο άνδρες είχε υψωθεί ένα παραπέτασμα. Δε μιλούσαν σχεδόν καθόλου μεταξύ τους.
Ήταν απόγευμα. Ο Μωυσής περιπλανιόταν μονάχος στις ερημιές, όταν ξαφνικά εντόπισε να λάμπει στον ήλιο μια επίπεδη πέτρα, τέλεια συμμετρική, σα να την είχε λαξεύσει ο καλύτερος τεχνίτης. Ένα ευχάριστο ρίγος τον διαπέρασε, τα σπλάχνα του σείστηκαν. Πλησίασε έκθαμβος. Ολόκληρη η ζωή του αναδύθηκε στη νόησή του ως μια αλυσίδα γεγονότων που αποσκοπούσαν στην ανακάλυψη αυτής της πέτρας. Γονάτισε και έβγαλε απ’ τη ζώνη του το λεπίδι που του είχε χαρίσει κάποτε ο ίδιος ο Φαραώ. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ξεκίνησε να σκαλίζει πάνω στη σκληρή επιφάνεια. Η πρώτη φράση του ήρθε αυθόρμητα: «Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου». Μόλις έγραψε αυτή την πρόταση τραντάχτηκε σύγκορμος. Παρατήρησε τα δάχτυλά του που ακτινοβολούσαν μ’ ένα ήπιο, γαλήνιο φως. Αισθάνθηκε να χάνει το βάρος του και να αιωρείται πάνω από τη γη, πάνω απ’ τους μικρούς και ανάξιους ανθρώπους.
Συνέχισε να γράφει μέχρι που βράδιασε. «Μη σκοτώνεις, μην κλέβεις, μη λες ψέματα, μην επιθυμείς αυτό που έχει ο άλλος», απλοϊκά και αναγκαία τσιτάτα για τον αδαή όχλο. Οι πρώτες δυο κουβέντες που είχε χαράξει επαναλαμβάνονταν διαρκώς μέσα στο μυαλό του: «Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου, κανένα είδωλο δε θα λατρέψεις εκτός από εμένα». Πήρε την πέτρα στα χέρια και άρχισε να περπατάει.
Στο μεταξύ ο Αυσής είχε απαυδήσει. Μονολογούσε πως δεν θα ανεχόταν άλλο αυτή τη συμπεριφορά και πως καιρός ήταν να δράσει. Με τη φαντασία του έβλεπε τον εαυτό του καθισμένο σ’ έναν υπερυψωμένο θρόνο κι από κάτω το πλήθος να ζητωκραυγάζει. Μια απόφαση τον χώριζε από το όνειρο. Εκεί πάνω που βρίσκονταν δεν υπήρχαν μάρτυρες. Ένα απροσδόκητο χτύπημα στο κεφάλι και τα υπόλοιπα θα γίνονταν σχεδόν αυτόματα. «Ο αγαπημένος μας ηγέτης χάθηκε σε μια πλαγιά», θα έλεγε με περίλυπο ύφος. Στριφογύρισε για λίγο, μέχρι που έπιασε μια κοτρόνα από το έδαφος και την έβαλε σ’ ένα μέρος που θα μπορούσε άνετα να την αδράξει. Κατόπιν έκατσε και περίμενε.
Στη διάρκεια της αναμονής θυμήθηκε την εποχή που ο πρίγκιπας Μωυσής τον κατασκόπευε ενώ εκείνος εκπαίδευε τους στρατιώτες του Φαραώ. Αρχικά πίστεψε πως ήταν έλεγχος που πιθανόν θα έκρινε την τύχη του. Αν δεν ήταν αποτελεσματικός στο έργο που του ανατέθηκε, θα επέστρεφε στη βαριά χειρωναξία. Έβαλε τα δυνατά του να επιδείξει πυγμή, αδιαλλαξία, εφευρετικότητα σε τεχνικές μάχης. Ένα δειλινό, αφότου έστειλε τους στρατιώτες στους κοιτώνες τους, έπεσε πάνω στο Μωυσή.
-Έχεις σπουδαία δεξιότητα, ο πόλεμος και η πειθαρχία είναι στο πετσί σου, του είπε ο πρίγκιπας.
-Ευχαριστώ αφέντη, απάντησε ταπεινά.
-Κρίμα να σπαταλάς τέτοια προσόντα για τους εχθρούς σου.
-Δεν έχω εχθρούς αφέντη.
-Έχεις. Είναι αυτοί που τυραννούν τους πατριώτες σου και σε χρησιμοποιούν σαν εργαλείο.
-Μένω σε καθαρό σπίτι, τρώω καλό φαγητό.
-Μα και πάλι είσαι σκλάβος. Δε θες να είσαι ελεύθερος;
-Διδάχτηκα τέχνες, γραφή και υπολογισμούς. Τι άλλο μπορεί να επιδιώξει ένας δούλος;
-Τη δυνατότητα να διαλέγει αν θα κάνει αυτό ή το άλλο. Σε ρώτησαν ποτέ για τίποτα οι ευεργέτες σου;
Το μούτρο του Αυσή σούφρωσε.
-Όχι αφέντη, δε με ρώτησαν, αποκρίθηκε με πικρία.
-Τα βλέπεις, λοιπόν; Έλα μαζί μου, σε χρειάζομαι. Χτίζω ένα καινούργιο έθνος και μου είναι απαραίτητος κάποιος όπως εσύ. Όσα προνόμια και να σου δώσουν, δε θα πάψεις να είσαι υπηρέτης. Οι αλυσίδες σφυρηλατούνται στο αμόνι της ατολμίας. Υπάρχει ένα άστρο που είναι δικό σου, μόνο δικό σου. Μην το αφήσεις να σβήσει στον ορίζοντα!
Τα λόγια αυτά τον ξεσήκωσαν, γέννησαν μέσα του προσδοκίες και οράματα. Γρήγορα έγινε ένας άλλος, ένας δυνητικός αντάρτης του ριζικού. Αρματώθηκε, σύνταξε όσους περισσότερους νεαρούς απελεύθερους μπορούσε σε ομάδες, ακολούθησε το άστρο του. Τώρα το ίδιο άστρο τον οδηγούσε στο δρόμο της σύγκρουσης με τον ποιμένα. «Ή αυτός ή εσύ», αντιλάλησε μια φωνή στα αυτιά του.
Ο Μωυσής εμφανίστηκε αναμαλλιασμένος και βλοσυρός, κουβαλώντας τη «διαθήκη» του. Έτσι ονόμασε το χαρακτικό του καθώς επέστρεφε. Ο Αυσής σηκώθηκε όρθιος, έτοιμος για όλα. Μόλις όμως αντίκρισε στο φως της φωτιάς την όψη του Μωυσή, το σαράκι του φόβου και του τρόμου φώλιασε στο στήθος του. Υπήρχε κάτι το άτρωτο, κάτι το μη ανθρώπινο, σ’ αυτό το ασύσπαστο εκμαγείο.
-Αυτές είναι οι εντολές μου. Οι εντολές του Θεού, θέλω να πω… δήλωσε ο Μωυσής. Αύριο το πρωί φεύγουμε, γυρνάμε πίσω. Από δω και μπρος δε θα λέγεσαι Αυσής, αλλά Γιωσούα Μπεν Νουν, αυτός που φέρνει τη σωτηρία και είναι γιος του Ναυή. Ο Ιησούς του Ναυή, ο εκλεκτός μου συνοδοιπόρος, κατέληξε και του έστρεψε την πλάτη για να απιθώσει μαλακά στο χώμα την πέτρα.
Ο Αυσής έκανε ένα πλάγιο βήμα και προσέγγισε το σημείο που είχε αφήσει την κοτρόνα. Τώρα ήταν η ευκαιρία. Ένας αλλόκοτος ίλιγγος τον κατέλαβε, τα χέρια του παρέλυσαν. «Ο Ιησούς του Ναυή», σκέφτηκε καθώς ανακτούσε την αυτοκυριαρχία του, «ο εκλεκτός του γενάρχη, ο πρώτος διάδοχος που θα μνημονεύεται στους αιώνες». Ένα λοξό χαμόγελο αλλοίωσε τα χείλη του. Αναστέναξε λυτρωμένος και ξάπλωσε στο χώμα με την κοτρόνα για προσκέφαλο.
-Καληνύχτα, Μωυσή, είπε.
-Καληνύχτα, παιδί μου.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΠΗΣ