Ο έρωτάς μου τριγυρνά αδέσποτος στις ακροθαλασσιές,
σκουριασμένος από το αλμυρό μ’ αδέκαστο του χρόνου,
με λυμασμένες τις αισθήσεις.
Συγχώρα την οξύτητά μου, μα δε μαλάσσεται η απουσία.
Κι έτσι τραντάζομαι στις μυρωδιές, στις οπτασίες,
στους ήχους απ’ το αχνό πλατάγισμα της νυχτερίδας,
που το ίδιο μόνη φαντάζει, αναζητώντας τη σάρκα
ή ακόμη τ’ αποτυπώματα μιας παρουσίας, που θα της δώσει ελπίδα,
για ένα ύστατο πέταγμα μες στη συντέλεια της σιωπής.
Κοιτάζω μακριά, στο φεγγαρόλουστο μονοπάτι που απλώνεται,
σαν αδιάλλακτος ορίζοντας της φυγής σου,
φωτίζει ακόμα το είδωλο της πληγωμένης μούσας,
από το δάγκωμα του φιδιού, με χρώμα ομιχλώδες, μα κατανυκτικό.
Σαν να φόρεσες για τελευταία φορά τα φτερωτά σανδάλια του Ερμή,
σαν ομολογία στο σύμπαν, ότι ποτέ σου δε θα επιστρέψεις,
για να κηδεύσουμε’ κείνους τους στίχους για το ακέφαλο άγαλμα της Νίκης,
είτε να τους στοιβάξουμε μες στο σεντούκι των αναμνήσεων,
μαζί με τα ταξίδια, τα ψιθυριτά, τις άριες των ηδονών
που αφοπλίστηκαν στη μνήμη.
Ξέρεις πολλές φόρες η μνήμη, δεν αντέχει το βάρος της θύμησης,
δεν αντέχει τα δάκρυα που ποτίζουν την ψύχη μ’ αθανασία,
δεν ανέχεται την υποταγή, στους στίχους ενός αυτάρεσκου ποιητή,
που στοίχειωσε τη δόξα του, στον στιλβωμένο θρόνο της ύβρεως.
Για αυτό κι εγώ πάντα κοιτάζω μακριά, μα πάντα εσένα θωρώ!
Τώρα πια μονάχα μ’ έναν τρόπο μεταφυσικό,
στον ίσκιο εκείνου του δέντρου με τον απαγορευμένο καρπό.
Στο βάδισμα του κύκνου, πάνω στην επιφάνεια μιας εγκυμονούσας λίμνης,
στα σύννεφα που καθώς σμίγουν, ιχνογραφούν την όψη σου,
στην άμμο που τρέχει ανάμεσα στα δάκτυλά μου
και καλλιεργεί μια κάποια υπόνοια επαφής. Βλέπεις είμαι κι εγώ
ένας απρόσκλητος επισκέπτης της θύμησης, που δεν έχει να μοιραστεί
και είναι σκληρό να μη μοιράζεσαι, περισσότερο απ’ το να μην έχεις.
Για αυτό κοιτάζω μακριά, τώρα πια δεν έχει μείνει απόθεμα,
απόκαμα από έμπνευση και στιγματίστηκε η φύση με την αύρα σου.
Από ανθρώπους μην τα ρωτάς,
ποτέ μου δεν κατανόησα την ύπαρξή τους,
γιατί στ’ αλήθεια αγκάλιασα πολλά σώματα ευωδιαστά και γυμνασμένα,
με βλέμματα χυδαία και γνώρισα σκέψεις ελλάνιες,
σκαρφαλωμένες ως την κορφή του Ολύμπου,
που αυτοκτόνησαν για μια πίστη.
Ανακατεύτηκα με τους Θεούς και τις γιορτές του Διόνυσου,
που κάτι περισσότερο το θνητό είχαν από τη λογική.
Και νότισα τα δόντια μου με αμβροσία, κοινώνησα τη μοναξιά
μες στα μαρμαρωμένα χείλη της Ευρυδίκης και ήταν όλα γνώριμα,
μήλα αναθήματα των Εσπερίδων, της Εύας και της Κασσιανής,
αφημένα ανάμεσα στου μηρούς της Πυθίας, που έχρισε να δοκιμαστώ.