«Γέρο-παράξενο» τον φώναζαν τον κύριο Λουκά στη γειτονιά και όχι άδικα. Μια ζωή ολόκληρη είχε ζήσει σε εκείνο το μέρος, μα φίλους δεν είχε κάνει. Οι πιο παλιοί του γείτονες θυμούνταν πως όσο ζούσε η γυναίκα του η κυρία Ελένη, ήταν χαμογελαστός και ευγενικός, ευχάριστος όμως δεν υπήρξε ποτέ του. Οι παραξενιές του αμέτρητες όσες και οι λευκές τρίχες που κάλυπταν το γερασμένο του κεφάλι. Μόνο ένας άνθρωπος τον καταλάβαινε και ανεχόταν τα χούγια του, η γυναίκα του, μα σαν πέθανε και αυτή οι παραξενιές του θέριεψαν και άνθρωπος δεν τολμούσε να του μιλήσει. Μόνο ο κυρ-Μανώλης από το μπακάλικο της γειτονιάς τον καλημέριζε και τον ρωτούσε πού και πού πώς τα περνάει, ακόμα και αν η συνηθισμένη απάντηση που λάμβανε από τον κύριο Λουκά ήταν ένα ξερό «καλά».
Το σπίτι του γερο-παράξενου βρισκόταν στο τέλος ενός κατηφορικού δρόμου και αυτό για το οποίο ήταν φημισμένο εκτός από την παραξενιά του ιδιοκτήτη του ήταν οι υπέροχες, ολάνθιστες και ευωδιαστές τριανταφυλλιές που στεφάνωναν την είσοδο της αυλής του. Ήταν αδύνατο να περάσει κάποιος από εκεί και να μην θαυμάσει τις μοναδικές αυτές τριανταφυλλιές. Το πώς τις διατηρούσε ολάνθιστες και ζωηρές σχεδόν όλο το χρόνο ήταν άξιο απορίας, όμως κανείς δεν γνώριζε τα μυστικά της φροντίδας τους. Κάποτε μια γειτόνισσα πλησίασε στην αυλή του για να ρωτήσει τι λίπασμα έβαζε στα πανέμορφα λουλούδια, μα αμέσως γύρισε στο σπίτι της ξέπνοη και αναστατωμένη από τον τρόπο που την αποπήρε ο γερο-παράξενος. Μόλις την είδε να πλησιάζει στον κήπο του, γούρλωσε τα μαύρα μάτια του και έσμιξε με οργή τα πυκνά του φρύδια. «Μακριά από τις τριανταφυλλιές μου! Πάρε δρόμο!» της φώναξε με βροντερή φωνή και η καημένη η γυναίκα το έβαλε στα πόδια χωρίς δεύτερη σκέψη. Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλη τη γειτονιά επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά το δύστροπο χαρακτήρα του κυρίου Λουκά.
Η ζωή στη γειτονιά κυλούσε αρμονικά μέχρι εκείνο το πρωί που οι κάδοι απορριμμάτων μεταφέρθηκαν στην άκρη του δρόμου κοντά στο σπίτι του γερο-παράξενου. Ο γέρος μόλις είχε βγει από το σπίτι του για να πάει μέχρι το μπακάλικο, όταν αντίκρισε του κάδους λίγα μέτρα πιο δίπλα από το σπίτι του. Οι φωνές του ακούστηκαν σε ολόκληρη τη γειτονιά σαν ουρλιαχτά από αγρίμι. Η επόμενη κίνησή του ήταν να ρίξει πέτρες σε μερικά αδέσποτα που έψαχναν τρομαγμένα μέρος να κρυφτούν για να γλιτώσουν από το μένος του. Όλοι οι γείτονες είχαν βγει στα μπαλκόνια και κοιτούσαν το θέαμα χωρίς όμως κάποιος να τολμήσει να επέμβει. Μόνο ο κυρ Μανώλης βγήκε από το μπακάλικό του και έτρεξε προς εκεί.
«Τι κάνεις, κυρ Λουκά; Τι σου έφταιξαν τα ζωντανά;»
«Τι μου έφταιξαν; Το ρωτάς κιόλας; Δε βλέπεις που κουβαλήθηκαν οι κάδοι μπροστά στο σπίτι μου; Και τώρα μαζεύτηκαν και αυτά τα κοπρόσκυλα να βρουν φαΐ».
«Ηρέμησε, κυρ Λουκά. Ο δήμος το αποφάσισε να έρθουν εδώ οι κάδοι, δε γίνεται να πετιούνται όλα τα σκουπίδια κοντά στο πάρκο».
«Αυτά τα βρομοκούτια θα φύγουν από δω!» είπε ο γέρος θυμωμένος και αφού κλώτσησε δυνατά τον ένα κάδο, γύρισε θυμωμένος στο σπίτι του.
Μπορεί οι γείτονές του να τράβηξαν τους κάδους λίγο πιο μακριά από το σπίτι του για να αποφύγουν την γκρίνια του και άλλες εντάσεις στη φιλήσυχη γειτονιά τους, όμως ένας αδέσποτος σκύλος που είχε κάνει την εμφάνισή του και δεν έλεγε να εξαφανιστεί συνέχισε να εκνευρίζει τον γερο-παράξενο. Την πρώτη μέρα που τον πρόσεξε ο γέρος, ο σκύλος βρισκόταν έξω από την αυλή του γλείφοντας ένα μεγάλο κόκαλο. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Ο γερο-παράξενος άρπαξε μια τσουγκράνα που είχε στην αυλή του για να μαζεύει τα φύλλα που έπεφταν από τα δέντρα και με αυτή άρχισε να κυνηγάει τον σκύλο τρέχοντας αρκετά γρήγορα για την ηλικία του, ξαφνιάζοντας ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Αν και κατάφερε να απομακρύνει το σκύλο από το σπίτι του, το περίεργο ήταν ότι το ζώο δεν είχε κρυφτεί κάπου, αλλά στεκόταν σε μικρή απόσταση από εκείνον κοιτώντας τον. Ο κύριος Λουκάς επέστρεψε σπίτι του μουρμουρίζοντας κάποιες βρισιές ανάμεσα από τα δόντια του. Την επόμενη μέρα βγαίνοντας από την εξώπορτα της αυλής του αντίκρισε και πάλι τον ίδιο σκύλο που αυτή τη φορά δεν έτρωγε κάτι, αλλά καθόταν λίγο παρακάτω από το σπίτι του.
«Πάλι εσύ εδώ;» βροντοφώναξε ο γέρος.
Ο σκύλος παρέμεινε ακίνητος στη θέση του χωρίς να φοβάται το αγριεμένο βλέμμα του γερο-παράξενου, γεγονός που παραξένεψε ακόμα και τον ίδιο.
«Νομίζεις ότι είσαι γενναίος ε;» μουρμούρισε ο γέρος και συνέχισε το δρόμο του.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του έπειτα από καμιά ώρα, ο σκύλος ήταν ακόμα εκεί, όμως αυτή τη φορά ο γερο-παράξενος δεν είπε τίποτα και απλά μπήκε μέσα στην αυλή του. Σε λίγο άρχισε να δουλεύει στον κήπο του, να καθαρίζει τα πεσμένα φύλλα και να περιποιείται τις τριανταφυλλιές του. Με έκπληξη παρατήρησε ότι ο σκύλος είχε ανεβεί σε ένα μικρό ύψωμα από χαλίκια που είχαν αφήσει εκεί κοντά κάποιοι εργάτες που έφτιαχναν το δρόμο. Ο σκύλος αφοσιωμένος παρακολουθούσε τον κύριο Λουκά που φρόντιζε τον κήπο του με περιττό ζήλο. Ήταν η μόνη ασχολία που έμοιαζε να τον ηρεμεί και να τον κάνει να φαίνεται σχεδόν φυσιολογικός. Ο γέρος αντιλήφθηκε το βλέμμα του σκύλου επάνω του, όμως συνέχισε απτόητος τις εργασίες του. Πού και πού έριχνε μερικές ματιές στο σκύλο που έμεινε πάνω στο ύψωμα μέχρι την ώρα που εκείνος τελείωσε και μπήκε μέσα στο σπίτι του.
Οι μέρες περνούσαν και ο γέρος είχε αρχίσει να συνηθίζει πλέον την παρουσία του αδέσποτου σκυλιού. Μια μέρα ρώτησε τον κυρ Μανώλη στο μπακάλικο.
«Ξέρεις από πού μας ήρθε αυτό το αδέσποτο κοντά στο σπίτι μου; Μήπως ανήκει σε κάποιον και έχει χαθεί;»
«Δεν ξέρω, πάντως περιλαίμιο δεν έχει. Γιατί δεν το παίρνεις εσύ να σου φυλάει και το σπίτι;»
«Δε χρειάζομαι κανένα κοπρόσκυλο να μου φυλάει το σπίτι», είπε ο γέρος και έφυγε νευριασμένος ως συνήθως.
Εκείνο το απόγευμα ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από νωρίς καθώς πυκνά μαύρα σύννεφα τον είχαν καλύψει ολοσχερώς. Ο αέρας λυσσομανούσε σαν άγριο θηρίο που βρίσκεται κλεισμένο σε κλουβί και λαχταρά να ξεχυθεί έξω με μανία. Η μπόρα που θα ακολουθούσε προμηνυόταν αδυσώπητη και καταστροφική. Ο γέρος φρόντισε από νωρίς να καλύψει τις τριανταφυλλιές του με μεγάλα κομμάτια πλαστικού ελπίζοντας ότι θα κατάφερναν να γλιτώσουν από την μπόρα που θα ξεσπούσε σύντομα. Έπειτα κλείστηκε στο σπίτι του αφού έλεγξε προσεκτικά κάθε παντζούρι ώστε να είναι ερμητικά κλειστό. Κατόπιν πήρε ένα βιβλίο και κάθισε αναπαυτικά στη μεγάλη του πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι που σιγόκαιγε. Του άρεσε να απολαμβάνει ένα καλό βιβλίο έχοντας ως μουσική υπόκρουση τον ήχο της βροχής. Όμως, η βροχή που ξεκίνησε εκείνο το απόγευμα μόνο μελωδική δεν ήταν. Εκκωφαντικές βροντές ηχούσαν ασταμάτητα, ενώ ολόκληρο το σπίτι φωτιζόταν ανά διαστήματα από τη λάμψη εκτυφλωτικών αστραπών. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει πραγματικά, αφού το νερό ακουγόταν πια σαν ένα ορμητικό ποτάμι που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του.
Ο γέρος χώθηκε βαθιά στην πολυθρόνα του απολαμβάνοντας τη θαλπωρή του σπιτιού του, όμως μια σκέψη σκοτείνιασε το νου του. Οι αγαπημένες του τριανταφυλλιές δεν θα γλίτωναν από την επέλαση αυτής της τρομερής καταιγίδας. Ίσως θα έπρεπε να τις είχε προστατέψει καλύτερα, άλλωστε ήταν η μοναδική του συντροφιά μετά το θάνατο της γυναίκας του. Αφού στριφογύρισε για λίγο στην πολυθρόνα του, το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε, φόρεσε το πανωφόρι του και τις λαστιχένιες του γαλότσες, έβγαλε από το ντουλάπι ένα μεγάλο κομμάτι από πλαστικό και σπάγκο και πήρε τη μεγάλη του ομπρέλα. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ένιωσε ότι βρέθηκε μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο κήπος του είχε πλημμυρίσει και ο άνεμος είχε σηκώσει ένα σύννεφο από φύλλα και κλαδιά που αιωρούνταν ολόγυρά του. Έκανε μερικά βήματα αποφασισμένος να φτάσει στις πολύτιμες τριανταφυλλιές του. Ήταν σίγουρος ότι αν δεν τις κάλυπτε με επιπλέον πλαστικό, θα τις έβρισκε κατεστραμμένες από τη μανία της φύσης. Μια δυνατή ριπή ανέμου εκσφενδόνισε την ομπρέλα του μακριά από τα παγωμένα χέρια του, όμως αυτός συνέχισε απτόητος μέχρι που έφτασε στις τριανταφυλλιές. Προσπάθησε να τυλίξει το πλαστικό γύρω τους, αλλά ήταν αδύνατο. Η βροχή και ο άνεμος ήταν τόσο δυνατοί που ξερίζωσαν το πλαστικό από τα χέρια του και το σήκωσαν τόσο ψηλά, ώστε το κατάπιε η μαυρίλα του ουρανού.
Ο γέρος κατάλαβε ότι η μπόρα ήταν πολύ πιο άγρια από ό,τι φανταζόταν και δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο για να προστατέψει τις τριανταφυλλιές του. Θα έπρεπε τουλάχιστον να προστατέψει τον εαυτό του επιστρέφοντας μέσα στο σπίτι του το ταχύτερο δυνατό. Έκανε μεταβολή για να διασχίσει τον κήπο και να μπει και πάλι μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού του. Ωστόσο, ένας χείμαρρος που διέσχιζε τον κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε προς το σπίτι του, μπήκε με φόρα μέσα στον κήπο κάνοντας το γέρο να χάσει την ισορροπία του. Αστραπιαία βρέθηκε πεσμένος κάτω με τα νερά του χειμάρρου να τον κουκουλώνουν επικίνδυνα. Πέφτοντας ένιωσε έναν οξύ πόνο στο πόδι του και κατάλαβε ότι μάλλον το είχε σπάσει. Προσπάθησε να συρθεί και να σηκωθεί, όμως ένας πιο ορμητικός χείμαρρος τον παρέσυρε και τον τύλιξε αρχίζοντας να τον πνίγει.
«Βοήθεια!» πρόλαβε να φωνάξει, μα η φωνή του χάθηκε μέσα στο βουητό του ανέμου. Ο γέρος ένιωσε το σκοτάδι του θανάτου να τον περικυκλώνει και το σώμα του άρχισε να παραδίνεται. Ξαφνικά δυνατά γαυγίσματα διαπέρασαν τον άνεμο και το σκοτάδι και ήταν τόσο έντονα που έκαναν τη γειτονιά να αναρωτηθεί τι συνέβαινε εκεί έξω. Ο σκύλος όρμησε μέσα στον κήπο παλεύοντας και ίδιος με τα ορμητικά νερά και εντόπισε τον γέρο που ήταν λιπόθυμος. Σύντομα τον έφτασε και τον άρπαξε από το πανωφόρι του τραβώντας τον με όλη του τη δύναμη προς τα σκαλιά του σπιτιού. Ο σκύλος κατάφερε να τραβήξει τον γέρο τόσο, ώστε να τον βγάλει από την πορεία του χειμάρρου και τον άφησε πάνω στα σκαλοπάτια όπου το νερό ήταν λιγότερο, ώστε να μην κινδυνεύει να πνιγεί. Ο γέρος μισάνοιξε τα μάτια του και είδε το σκύλο να στέκεται από πάνω του γαυγίζοντας ασταμάτητα. Σε λίγο δυνατά φώτα από ένα αυτοκίνητο τον τύφλωσαν και το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν τους τραυματιοφορείς να τον μεταφέρουν στο ασθενοφόρο.
Ο κύριος Λουκάς άνοιξε τα μάτια του την επόμενη μέρα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Πληροφορήθηκε ότι κάποιος από τους γείτονές του είχε καλέσει ένα ασθενοφόρο για βοήθεια, καθώς οι φωνές ενός σκύλου είχαν ξεσηκώσει τη γειτονιά στο πόδι. Ο γερο-παράξενος είχε σωθεί από βέβαιο θάνατο με λίγες μόνο εκδορές και ένα κάταγμα στην κνήμη. Την ίδια κιόλας μέρα θα έπαιρνε εξιτήριο.
Ένα ταξί τον άφησε μπροστά στο σπίτι του. Το θέαμα που αντίκριζε ήταν αποκαρδιωτικό. Οι τριανταφυλλιές είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και τα σημάδια της τρομακτικής νεροποντής ήταν εμφανή παντού. Ο γέρος άνοιξε την πόρτα της αυλής και προχώρησε προς τη είσοδο του σπιτιού. Κοίταξε τριγύρω του ψάχνοντας με το βλέμμα του το σκύλο, όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ανέβηκε με δυσκολία τα σκαλιά και η άκρη του ματιού του είδε σε μια γωνιά το πλαστικό με το οποίο ήθελε να τυλίξει τις τριανταφυλλιές του. Πλησίασε να το σηκώσει και τότε είδε από κάτω το σκύλο να κάθεται κουλουριασμένος και τρεμάμενος. Πρόσεξε ότι το πόδι του ήταν πληγωμένο και έσκυψε κοντά του.
«Μπορεί το πλαστικό να μην κατάφερε να προστατέψει τις τριανταφυλλιές μου, όμως προστάτεψε κάτι ακόμα πιο πολύτιμο, εσένα. Σε ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή.» είπε και του χάιδεψε απαλά το κεφάλι.
Ο γερο-παράξενος φρόντισε το σκύλο και τον περιποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Άρχισε να νιώθει και πάλι τη δύναμη της αγάπης και τη χαρά της ζωής, αισθήματα τα οποία είχε θάψει βαθιά μέσα του. Μάλιστα, όλοι στη γειτονιά παραξενεύτηκαν, αλλά εξεπλάγησαν ευχάριστα όταν είδαν τον γερο-παράξενο να κυκλοφορεί ευδιάθετος με τον σκύλο, ο οποίος απέκτησε και κανονικό περιλαίμιο που έγραφε και το καινούριο του όνομα.
Όσο για το γερο-παράξενο σιγά σιγά άρχισαν όλοι στη γειτονιά να τον χαιρετούν με το κανονικό του όνομα «κύριε Λουκά» που κόντευε ακόμα και ίδιος να το ξεχάσει. Ωστόσο, αυτό που δεν ξέχασε ποτέ του από τη μέρα που ο σκύλος του έσωσε τη ζωή ήταν ότι η καλοσύνη και η αγάπη είναι γύρω μας ακόμα και σε πλάσματα τα οποία περιφρονούμε. Όσο για τις παραξενιές του, αυτές ξεθώριασαν με τον καιρό εκτός από μία: να αποκαλούν τον σκύλο του… ήρωα.
Παρασκευή-Χριστίνα Αντωνίου
Γλυκιά ιστορία με βαθύ νόημα !!!
Καλή επιτυχία!!!
Υπέροχη, συγκινητική ιστορία.Δείχνει ότι κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του μια ευαίσθητη πλευρά ακόμα και αν δείχνει σκληρός ή απρόσιτος.
Μπράβο Εύη!Πολλά συγχαρητήρια!!!
Εξαιρετική ιστορία που συγκινεί και ανδεικνύει τη μοναδική σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ ανθρώπου και σκύλου.
Υπέροχη ιστορία που διαβάζεται ευχάριστα από μικρούς και μεγάλους.Συγχαρητήρια!!!
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ.
Πολύ όμορφη και συγκινητική ιστορία . Συγχαρητήρια
Καλη επιτυχια.Σου ευχομαι να νικησεις.
Τελεια Ιστορια.
Καλή επιτυχία!!!
Καλή επιτυχία στην ιστορία σου!
Εξαιρετική ιστορία!Πολλά συγχαρητήρια!!!
Εξαιρετικό….
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!
Καλή επιτυχία!
Υπέροχη ιστορία!!!Συγχαρητήρια!!!