Ο Μάρεν δεν είχε ξεπεράσει τον χαμό του πατέρα του. Μπορεί να είχαν περάσει επτά χρόνια από τότε, αλλά οι ζωντανές αναμνήσεις του ήταν ερινύες που τον κυνηγούσαν καθημερινά. Οι βόλτες στο πάρκο όταν ήταν μικρός, η πρώτη του κονσόλα παιχνιδιών εκείνα τα χιονισμένα Χριστούγεννα, το χαμόγελο του μπαμπά του όταν ο Μάρεν πήρε το πτυχίο του στη Φυσική. Η μητέρα του είχε χαθεί στη γέννα και είχε ακούσει μόνο ιστορίες γι’ αυτήν. Πόσο όμορφη και καλοσυνάτη ήταν, αλλά και κυκλοθυμική. Μάλλον από εκείνην πήρε αυτό το ανυπόφορο χαρακτηριστικό, όπως έλεγε η φωνούλα στο μυαλό του.
Το περπάτημα ήταν η αγαπημένη του ασχολία. Κάθε πρωί περπατούσε τρία χιλιόμετρα μέχρι την εργασία του, ως καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αλάρνα. Φημισμένο πανεπιστήμιο των επιστημών και ιδιαίτερα της μεταφυσικής. Στον προαύλιο χώρο υπήρχε ένα σιντριβάνι με έναν ταύρο να βγάζει νερό από τα κέρατα. Γνώριζε πως υπήρχαν δώδεκα σιντριβάνια στον κόσμο της Κλόρια. Ένα από αυτά είχε λιοντάρι, ένα άλλο είχε σκορπιό κι ένα τρίτο είχε έναν κένταυρο. Δεν τα είχε επισκεφτεί ποτέ αλλά ούτε και ήξερε πώς έμοιαζαν τα υπόλοιπα οχτώ. Όμως, το κάθε ένα αντιπροσώπευε έναν θρύλο ο οποίος συνοδευόταν από μια χαρισματική ιδιότητα.
Ο θρύλος του κενταύρου μιλούσε για μια φοβερή πυρκαγιά σε ένα μοναστήρι στο χωριό του Μπέαρν. Ήταν καλοκαίρι όταν οι καλόγριες μάζευαν τομάτες στο παρτέρι και μύρισαν κάτι να καίγεται. Η ξύλινη οροφή του μοναστηριού είχε τυλιχθεί στις φλόγες και η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει με στάχτη και αποκαΐδια. Οι καλόγριες άρχισαν αμέσως την προσευχή, καθώς αρνούνταν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Ένας απόκοσμος ήχος καλπασμού ακούστηκε και μέσα από τον καπνό εμφανίστηκε μια μορφή που ήταν μισός άνθρωπος, μισός άλογο. Οι καλόγριες δεν σταμάτησαν την προσευχή, σαν να περίμεναν την άφιξή του. Ο κένταυρος έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό σηκώνοντας τα μυώδη χέρια του ψηλά. Άνοιξε το στόμα του και μια φωνή, όχι ανθρώπινη αλλά ίσως αγγελική, σκέπασε το θόρυβο του περιβάλλοντος. Ένα τόξο φωτός υλοποιήθηκε στην πλάτη του. Το έφερε μπροστά του και με ένα βέλος ήχου στόχευσε τη σελήνη της ημέρας. Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα και μια καταρρακτώδη βροχή ξέσπασε. Ο κένταυρος τίναξε τα πίσω του πόδια και πήδηξε τόσο ψηλά που άρπαξε έναν κεραυνό κι εξαφανίστηκε. Γι’ αυτό κι όποιος έχει έγκαυμα από φωτιά, θεραπεύεται μόλις βρέξει το καμένο δέρμα με νερό από το σιντριβάνι.
Ο Μάρεν στεκόταν μπροστά από το άγαλμα του ταύρου, ενώ εκατοντάδες νομίσματα στον πάτο του σιντριβανιού αντανακλούσαν το φως του ανοιξιάτικου ήλιου. Κάποια από αυτά ήταν δικά του. Ο ταύρος ήταν κάποτε ένας νέος, αρκετά κακότυχος. Πάντα πίστευε στην αγνή καρδιά των ανθρώπων και στην ανιδιοτελή αγάπη. Μέχρι που τελικά τον φυλάκισαν με την ψευδή κατηγορία ότι είχε σκοτώσει κάποιον πλούσιο γαιοκτήμονα στην περιοχή που έμενε. Όλοι ήξεραν ότι δεν το είχε κάνει αυτός, αλλά το δόλωμα ήταν δελεαστικό. Ένας επαίτης, βρόμικος φορώντας κουρέλια για να καλύψει τη γύμνια του. Η ποινή ήταν θανατική καταδίκη δι’ απαγχονισμού. Την ημέρα της εκτέλεσης, ο εκτελεστής τον ρώτησε αν είχε κάποια τελευταία επιθυμία.
«Θέλω να γεμίσω τον ουρανό πυγολαμπίδες, να δώσω σάρκα κι οστά στην αληθινή σου επιθυμία και να συνεχίσω να πιστεύω σε έναν κόσμο με ιδανικά!»
Ο εκτελεστής ξεφύσησε και άνοιξε την καταπακτή. Το σχοινί έσπασε κι ο εγκέλαδος ταρακούνησε τη γη. Ο εκτελεστής παραπάτησε και σταθεροποιήθηκε όταν πήρε αγκαλιά έναν στύλο που στήριζε την εξέδρα. Κοίταξε στο άνοιγμα της καταπακτής, αλλά δεν είδε τον νεαρό ονειροπόλο. Μα δύο κατακόκκινα μάτια ενός ταύρου τον κάρφωσαν σαν αόρατο δόρυ. Ο ταύρος διέλυσε την εξέδρα με τεράστια ορμή και έφυγε προς το δάσος. Όσοι είχαν κατηγορήσει τον επαίτη, πέθαναν φτωχοί χτυπημένοι από κάποια ασθένεια. Ο θρύλος λέει πως όποιος κάνει μια ευχή ρίχνοντας ένα κέρμα στο σιντριβάνι και δει τα μάτια του αγάλματος να γίνονται κόκκινα, αυτό σημαίνει πως η ευχή θα πραγματοποιηθεί.
Ο Μάρεν δεν είχε αυτήν την τύχη. Ούτε είχε ακουστεί κάποιος άλλος να είχε παρόμοιο περιστατικό. Με τον καιρό, οι περισσότεροι είχαν χάσει την πίστη τους στο θαυματουργό σιντριβάνι και κατηγορούσαν τα λαϊκά παραμύθια ως παραπλάνηση από την πραγματικότητα. Ο Μάρεν όμως δεν είχε κάτι να χάσει. Δεν τον ένοιαζε.
Έχω χάσει τα πάντα πια. Ένα βιόρνο να ρίχνω κάθε μέρα εδώ, δεν έχει μεγάλη αξία. Φρούδες ελπίδες, αλλά αναγκαίες για την επιβίωσή μου. Υποκριτής του εαυτού μου και γελωτοποιός της ζωής μου, σκέφτηκε.
«Κύριε…»
Το άκουσμα της λέξης τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Δεν είχε προσέξει τον ρακένδυτο που καθόταν οκλαδόν μπροστά από το μαρμάρινο φινίρισμα του σιντριβανιού.
«Μην πάει χαμένο το βιόρνο. Δώστε το σε μένα. Έχω να φάω μέρες».
Ο Μάρεν δεν του μίλησε. Καθόταν και τον κοιτούσε στρέφοντας το κεφάλι του μια αριστερά και μια δεξιά. Κάτι επάνω στον ζητιάνο τού φαινόταν γνώριμο και φιλικό.
«Πάρ’ το, αλλά μη ζητήσεις περισσότερα. Δεν έχω άλλα».
«Αυτό αρκεί. Την ευχή σου έχω».
Ο Μάρεν δεν κατάλαβε τι εννοούσε και ξεκίνησε ξανά την πορεία του προς το μάθημα. Δεν του άρεσε να αργεί γιατί οι φοιτητές γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι με κάθε λεπτό αργοπορίας. Κάνα δυο φορές που είχε αργήσει, αυτό που είχε δει στα μάτια τους ήταν απογοήτευση. Τουλάχιστον αυτό είχε εκλάβει ο ίδιος. Κοντοστάθηκε. Γύρισε να δει τον ζητιάνο. Ήταν ακόμα εκεί μετρώντας ξανά και ξανά τα δυο κέρματα που είχε στο χέρι του. Χαμογέλασε σε αυτήν την εικόνα. Ίσως τελικά να αισθανόταν τυχερός που υπήρχε κάποιος με χειρότερη μοίρα από τη δική του.
Γνώριζε πολύ καλά ότι το βιόρνο το έδωσε με την καθημερινή ευχή του. Απλά δεν το πέταξε στο νερό αυτή τη φορά. Ένιωσε ένα ξαφνικό αίσθημα φιλανθρωπίας. Για πρώτη φορά στη ζωή του.
Τα μαθήματα δεν άργησαν να τελειώσουν. Οι ώρες κύλησαν δίχως πρόβλημα, αλλά του φάνηκε κάπως βαρετό. «Ρουτίνα. Άντε πάλι σπίτι τώρα». Στην έξοδο του πανεπιστημίου αντιλήφθηκε ότι είχε δύσει ο ήλιος και είχε ένα όμορφο έναστρο βράδυ. Αποφάσισε τελικά να κάνει μια βόλτα στην κοντινή παραλία. Δεν ήταν κάτι που έκανε συχνά, αλλά του άρεσε πολύ να μυρίζει το αλάτι της θάλασσας και να ακούει τον παφλασμό των κυμάτων όταν αυτά έφταναν στη στεριά.
Το σιντριβάνι φωτιζόταν από έναν κρυφό φωτισμό κάτω από το νερό. Παρατήρησε ότι δεν βρισκόταν κανείς άλλος τριγύρω. Ούτε ο ζητιάνος. Ποιος ξέρει τι να έκανε με τα δυο βιόρνο στο χέρι του.
Δεν έμεινε πολύ να σκέφτεται και κατηφόρισε προς την παραλία μέσα από το πάρκο με τους θάμνους. Η παιδική χαρά ήταν άδεια. Λίγες ώρες πριν άκουγε τα γέλια και τα κλάματα των μικρών όσο δίδασκε. Τον ενοχλούσαν. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη διδασκαλία. Τώρα έπρεπε να βγαίνατε, όχι όσο ήμουν στη δουλειά.
Έβγαλε τα παπούτσια του μόλις πάτησε αμμουδιά. Η κρύα άμμος ήταν κατευναστική για το πνεύμα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη και τα πνευμόνια του γέμισαν με την οσμή ιωδίου. Άνοιξε τα μάτια του και σαγηνεύτηκε από την αντανάκλαση των άστρων που φαίνονταν σα πλεόμενα διαμαντένια νούφαρα στην επιφάνεια του νερού.
Θυμήθηκε τα τελευταία λόγια του πατέρα του. «Ζήσε, αγόρι μου. Ζήσε! Δεν ζούμε μια φορά. Η ζωή είναι πολλές στιγμές! Ανεκτίμητες. Ζήσε! Κι εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου. Όπως ήμουν από τότε που γεννήθηκες».
Η αυτοκριτική δεν άργησε να έρθει. Μήπως έχω γίνει δύστροπος; Γκρινιάρης και ανικανοποίητος; Ίσως… Αλλά δεν ήρθαν όλα βολικά! Ναι, αυτή είναι μια ανεκτίμητη στιγμή. Αλλά είναι μόνο μια στιγμή. Λίγα δευτερόλεπτα. Λίγα λεπτά. Τον υπόλοιπο χρόνο;
«Εσύ επιλέγεις τις στιγμές. Δεν σε επιλέγουν αυτές».
Ο Μάρεν τινάχτηκε όρθιος φωνάζοντας. «Ποιος είναι εκεί;»
Είδε μια φιγούρα στο σκοτάδι να στέκεται όρθια μπροστά του περίπου στα τέσσερα μέτρα. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισε. Είδε έναν άντρα με σκισμένα ρούχα να τον πλησιάζει αργά.
«Μη φοβάσαι, Μάρεν. Δεν πρόκειται να σε βλάψω».
«Εσύ; Πώς ξέρεις το όνομά μου;»
Ο Μάρεν συνέχισε να οπισθοχωρεί όσο ο ζητιάνος τον πλησίαζε. Κοίταξε πίσω του για κάποια έξοδο διαφυγής, κάποιο τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά, αλλά το σκοτάδι είχε καταπιεί τον χώρο. Ένιωσε τα χέρια του να μουδιάζουν και η καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, έτοιμη να βγει από το στήθος του.
«Μη με πλησιάζεις! Ακίνητος!»
«Μα σου είπα, δεν θα σου κάνω κάτι κακό. Σήμερα με φρόντισες. Θέλω να σε φροντίσω κι εγώ».
Μπερδεμένος ακόμα περισσότερο πλέον, ο Μάρεν έχασε την ισορροπία του και προσγειώθηκε στην υγρή άμμο. Ο απειλητικός επισκέπτης δεν σταμάτησε να τον πλησιάζει μέχρι που άπλωσε το αλαβάστρινο χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Ο Μάρεν σηκώθηκε δίχως να αγγίξει το χέρι βοηθείας. Δεν τον ένοιαζε που τα ρούχα του είχαν γίνει πλέον μούσκεμα από την υγρασία. Αλλά σμίγοντας τα φρύδια του, είχε μια απορία.
«Σε φρόντισα; Για ένα βιόρνο που σου έδωσα; Σιγά τη συναλλαγή! Και μη με πλησιάζεις είπα!»
«Δεν μου έδωσες απλά ένα κέρμα. Μου έδωσες ολόκληρη τη ζωή σου».
«Τι εννοείς;»
Ο ζητιάνος στάθηκε ακίνητος υπακούοντας προφανώς στην επιθυμία του Μάρεν.
«Αυτό το κέρμα είναι φορτισμένο με την πίστη σου και την επιθυμία σου. Την ευχή σου και τον καημό σου».
Ο άνδρας στράφηκε προς τη γαλήνια νυχτερινή θάλασσα. Με τον δείκτη του χεριού του έδειξε το απέραντο διάστημα.
«Βλέπεις τα άστρα; Δεν είναι πανέμορφα;»
Ο Μάρεν προτίμησε να μείνει σιωπηλός δίχως να παίρνει τη ματιά του από πάνω του. Πέρασε από το μυαλό του η ιδέα να φωνάξει δυνατά μήπως τον ακούσει κάποιος, αλλά παντού επικρατούσε ερημιά και ανατριχιαστική σιωπή.
»Κάποτε υπήρχε μόνο η σελήνη. Λαμπρή και μυστήρια. Βλέποντας πάντα ένα πρόσωπό της. Όταν αναγεννήθηκα, θέλησα να της κάνω μια χάρη. Να της δώσω φίλους εκεί ψηλά στο ψυχρό κενό, να μην αισθάνεται μοναξιά. Κι έτσι της χάρισα τον ουρανό με τ’ άστρα».
Ο Μάρεν δεν καταλάβαινε λέξη από όσα άκουγε. Δεν τον ενδιέφεραν. Πρέπει να είναι τρελός. Κινδυνεύω! Τι να κάνω;
«Δεν κινδυνεύεις. Ηρέμησε».
«Μα…»
«Μάρεν, πέρασες δύσκολα. Πολλές κακουχίες. Κι έμεινες μόνος στη ζωή τελικά. Αν και ήταν επιλογή σου, όχι ότι η μοίρα στα έφερε έτσι. Να τα λέμε κι αυτά. Σήμερα όμως θέλησες να βοηθήσεις έναν ζητιάνο, έναν παρακατιανό. Έναν άνθρωπο που ζήτησε λίγα ψίχουλα τροφής κι αγάπης. Όταν αισθάνθηκες το αίσθημα φιλανθρωπίας, εγώ αισθάνθηκα την ανιδιοτέλειά σου».
Ο φόβος ανήκε στο παρελθόν και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του Μάρεν όταν είδε το ζητιάνο να μεταμορφώνεται σε έναν νεαρό με έναν μακρύ λευκό μανδύα να τον καλύπτει από το λαιμό μέχρι τον αστράγαλο και να ανεμίζει στον ανύπαρκτο αέρα. Το σκοτάδι έδωσε τη θέση του στο χρυσό φως που ακτινοβολούσε ο νεαρός και ο Μάρεν ήταν πλημμυρισμένος από ένα αίσθημα ελπίδας και ολοκλήρωσης.
«Εσύ…»
«Ναι. Ο ζητιάνος των ευχών. Ο ταύρος που το έσκασε από την εκτέλεσή του. Με λένε Τεζίν».
«Εμένα…»
«Μα πόσες φορές σε αποκάλεσα με το όνομά σου; Λες να μην σε ξέρω;»
Ο Μάρεν έκλεισε το στόμα του που παρέμεινε ανοιχτό την περισσότερη ώρα και τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο.
«Μάρεν, θέλεις να δεις κάτι εκπληκτικό;»
Ο Τεζίν άπλωσε το χέρι του με δυο βιόρνο στην παλάμη του. «Κάποτε, όταν ο ήλιος έφτανε στον προορισμό του και το φεγγάρι ξεκινούσε το δικό του ταξίδι, το σκοτάδι κατάπινε τις ελπίδες και τη χαρά των ανθρώπων. Αποφάσισα να ταξιδέψω κι εγώ για να δώσω το φως και την αισιοδοξία σε όλους. Όλα αυτά τα αστέρια που βλέπεις είναι ευχές. Επιθυμίες και όνειρα. Όταν λοιπόν αγναντεύεις το άπειρο, λέμε τώρα, και βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει, να ξέρεις ότι μια ευχή πραγματοποιήθηκε».
«Μα αυτά είναι άπειρα εκεί πάνω κι εμείς δεν είμαστε τόσοι πολλοί εδώ κάτω!»
«Και ποιος σου είπε εσένα ότι επισκέπτομαι μόνο το δικό σου κόσμο; Μη βλέπεις μόνο το δέντρο όταν το δάσος πίσω από αυτό ξεδιπλώνεται σε απίστευτη ταχύτητα».
«Και πώς κατέληξαν εκεί αυτές οι ευχές;»
«Παρακολούθησε προσεκτικά τώρα. Βλέπεις δίπλα από τη σελήνη που υπάρχει ένα κενό σημείο; Εκεί, αριστερά της».
Ο Τεζίν πέταξε τα κέρματα ψηλά κι αυτά άρχισαν να φέγγουν. Όλο και πιο δυνατά. Μέχρι που έγιναν δυο ακτίνες φωτός και με μια καμπυλωτή κίνηση έγιναν αστέρια στο κενό σημείο που είχε δείξει ο Τεζίν δευτερόλεπτα πριν.
«Το ένα από τα δύο ανήκει σε σένα. Είναι η δική σου ευχή και θα πραγματοποιηθεί τώρα. Όμως, δεν υπάρχει επιστροφή μετά την εκπλήρωσή της».
Ο Μάρεν άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, όχι από έκπληξη, αλλά από λαχτάρα που η μεγαλύτερη επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν.
«Είσαι έτοιμος λοιπόν;»
«Πανέτοιμος!»
Ένας λευκός ταύρος με πολύχρωμη ουρά και χρυσά κέρατα εμφανίστηκε στη θέση του Τεζίν. Έγνεψε στον Μάρεν να καβαλήσει την πλάτη του. Ο Μάρεν έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω του και δίχως ίχνος νοσταλγίας και λύπης, ανέβηκε στον ταύρο. Ο ταύρος γρατζούνισε τις οπλές του στην άμμο και με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκαν να πετάνε. Ο Μάρεν γελούσε και κουνούσε το χέρι του αποχαιρετώντας τον κόσμο της Κλόρια.
Το αστέρι του ξεκίνησε να πέφτει και να τους συνοδεύει διαλύοντας το σκότος εμπρός τους.
«Μπαμπά, έρχομαι».
ΣΤΡΑΤΟΣ ΛΑΓΙΟΣ
Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος