ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β΄ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ BONSAISTORIES
Τον παρακολουθώ από την κάμερα ασφαλείας δέκα χρόνια τώρα. Κάθε μέρα οχτώ η ώρα ανοίγει το γραφείο, χαιρετάει πρώτα τον συναγερμό, ταχτοποιεί τον χώρο και μετά κάθετε για δέκα ολόκληρες ώρες στο γραφείο του, άλλοτε χαμένος, άλλοτε κλαμένος, όμως πάντα χαμογελαστός όταν κάποιος μπαίνει μέσα. Εφτά η ώρα κλειδώνει, πάει στη στάση απέναντι και περιμένει το λεωφορείο, μόνο που τα τελευταία χρόνια το κάνει όλο και πιο δύσκολα. Δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο και ας δουλεύει στο γειτονικό μαγαζί, δεν ξέρω το όνομά του, την ηλικία του… Ξέρω μόνο ότι τρομάζω από το βάθος της θλίψης στα μάτια του και το ζωηρό χαρούμενο καλημέρα που μου λέει, ίσως μια μέρα να βρω το θάρρος να του μιλήσω, να του πω ότι ζωή χωρίς ζωή, είναι απλά ματαιότητα.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, δόξα σοι σκέφτηκε, γυρίσαμε και σήμερα. Έβγαλε τα παπούτσια και δυσανασχέτησε από την μυρωδιά, να πάρει μονολόγησε αν περίσσευαν είκοσι έστω ευρώ θα αγόραζα καινούργια, αλλά πενήντα το φροντιστήριο του παιδιού, εκατό δέκα το νοίκι και κοινόχρηστα που χρωστάω άλλα σαράντα, θα έρθει και το τηλέφωνο, να το διακοσάρι πάει.. καλέ πότε έγινα άσσος στα μαθηματικά; αναρωτήθηκε.
Κάθισε στο τραπέζι, άναψε την τηλεόραση και την έβαλε στην σίγαση, δεν άντεχε άλλο κόσμο, φωνές, νέα, τιτιβίσματα. Να εξαφανιστώ γίνετε; Μπα… δεν γινόταν!!! Να μπορούσα να περπατήσω ξυπόλητος στην παραλία, να πιώ καφέ με φίλους και να πω χαζομάρες να γελάσουμε… ανέφικτα πράγματα… δεν πειράζει…. θα παλέψω και όσο αντέξω. Άνοιξε το ψυγείο, κρανίου τόπος, έβαλε μακαρόνια στην κατσαρόλα για το παιδί και ένα ποτήρι ούζο για τον ίδιο, αν έκοβα και αυτούς τους δύο διαβόλους, όμως πολύ αργά για τέτοια ηρωικά πράγματα, το να κόψεις κάτι σημαίνει ότι έχεις και την πολυτέλεια να είσαι ήρεμος, να σκέφτεσαι και τον εαυτό σου, να έχεις μια δύναμη κάτι τέλος πάντων να πιαστείς από μια μικρή κλωστούλα και να αρχίσεις σιγά σιγά να ανεβαίνεις. Υπομονή μην πέφτεις, μόνο να.. ένας φίλος ρε παιδί, είχε προσπαθήσει να βρει πολλές φορές τους παλιούς του φίλους ακόμα και από το δημοτικό, αλλά τώρα πια η χημεία στις σχέσεις τον ανθρώπων είναι περίπλοκη. Περίπλοκη εποχή, σάπιες σχέσεις. Έβαλε δεύτερο ποτήρι, άνοιξε τον υπολογιστή, μπήκε στο Facebook, ένας άνθρωπος ρεεεεε, δεν θα σας φάω, ούτε στο διαδίκτυο μάλλον δεν περνάει η μπογιά μου σκέφτηκε και έκλεισε τον διάολο.
Δέκα χρόνια δουλεύει τώρα στην ίδια εταιρεία, με το αφεντικό η σχέση έχει καταλήξει το σύνδρομο της Στοκχόλμης, χωρίς ένσημα, χωρίς ιδιαίτερες απολαβές, να βράσω τα πτυχία σου άχρηστε, βλαστήμησε τον εαυτό του, αλλά και να αλλάξεις δουλειά τι; Κάπου εκεί στα σαράντα ποιος θα με πάρει, τι να του προσφέρω; Για σύνταξη ούτε λόγος, ο μόνος του φόβος ήταν ότι θα πέθαινε μόνος και άστεγος και πραγματικά αν τον ρωτούσε κανείς, δεν ήξερε ποιο από τα δύο είναι το χειρότερό του.
Όμως τώρα έχει το παιδί και την μάνα του που τον χρειάζονται και για αυτούς πρέπει να φερθεί ηρωικά, που σημαίνει να ζήσει… μια λέξη περίπλοκη και αυτή σαν την ζωή την ίδια. Δύσκολη μέρα είχαμε σήμερα, διαπίστωσε ανοίγοντας συζήτηση ξανά με τον εαυτό του, ακόμα και ο καινούργιος Αλβανός απολαμβάνει καλύτερες συνθήκες εργασίας το ξέρεις; Ναι ρε φίλε το ξέρω και τι να κάνω; Να φύγεις ρε, να επαναστατήσεις, γίνετε όλοι να σε πατάνε; Γίνετε δεν γίνετε… να αλλάξει κάτι δεν γίνετε, ποιος θα μας ζήσει εσύ; Γιατί ζούμε τώρα; Και μην με αποφεύγεις, ξέρεις πως έχω δίκιο.
Άνοιξε την τηλεόραση, δεν άντεχε τον εαυτό του. Το παιδί θα γύριζε κατά τις δέκα, πάλι δεν θα το έβλεπε καθώς θα ήταν ήδη κοιμισμένος και σουρωμένος. Έκανε να φάει λίγο από τα μακαρόνια, αλλά το να καταπιεί ήταν πολύ δύσκολο. Τα παράτησε και ξανάνοιξε τον παλιό υπολογιστή, που είχε αγοραστεί κάποια ευλογημένα χρόνια πίσω, πως κατάντησες έτσι πήγε να πει αλλά το σταμάτησε μην τυχών και ξυπνήσει ο άλλος εαυτός του και μετά…
Είχε είκοσι ευρώ στην τσέπη, δέκα για χαρτζιλίκι του παιδιού, δέκα ίσα ίσα τα εισιτήρια του ΚΤΕΛ για αύριο, δεν πειράζει έχει ο Θεός. Το πρωί είχε τριάντα, όμως συνάντησε έναν πιτσιρικά με ποδήλατο καθώς πήγαινε να πετάξει τα σκουπίδια, ο μικρός γύρω στα δώδεκα σκάλιζε τους δύο κάδους, ντράπηκε, δεν ήξερε τι να κάνει, πέταξε τα σκουπίδια και του έδωσε το δεκάρικο, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν παιδιά στα σκουπίδια σκέφτηκε, δόξα το Θεό τουλάχιστον εγώ τα βγάζω έστω και έτσι πέρα… Άνοιξε το Facebook πάλι, ένας τυπάκος του είχε κάνει like σε μια φωτογραφία, χάρηκε ήθελε να τον κάνει φίλο αλλά φοβόταν, υπάρχει φιλία μέσω υπολογιστή;
Κοίταξε το ρολόι, κρύωνε αλλά το καλοριφέρ θα άνοιγε ακριβώς δέκα παρά τέταρτο πράγμα που σημαίνει ότι για κανένα μισάωρο ακόμα θα διατηρούσε επιδερμίδα. Σκέφτηκε να βάλει μια αγγελία, ναι… αγγελία. Ζητείται ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Απαραίτητα προσόντα: Να μιλάει και όχι να σφυρίζει σαν φίδι, να σκέφτεται με την ψυχή και την καρδιά και όχι με το πορτοφόλι, να αντιλαμβάνεται ότι είναι θνητός και όχι ο ανώτερος Θεός του κόσμου, να ξέρει να σέβεται τους συνανθρώπους του. Να μην έχει τις λέξεις κρίνω και κατακρίνω στο λεξιλόγιό του. Χμ… πραγματικά δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο με αυτά τα προσόντα, σκέφτηκε.
Τελικά ο Δαρβίνος είχε δίκιο, από τον πίθηκο ξεκινήσαμε, πήγαμε για μια στιγμή να γίνουμε κάτι σε ανθρωποειδές, καταλήξαμε ανδρείκελα και τώρα η πλειονότητα τείνει πάλι προς τον πίθηκο. Αγέλες, όπου ο πιο δυνατός σκοτώνει τον αδύναμο, όντα χωρίς σεβασμό, φιλίες, αρχές, μόνο εξουσία ή άλογη επίδειξη δύναμης. Ταράχτηκε από την ίδια του την σκέψη, κανονικά το αλκοόλ σε θολώνει λένε… Έβαλε ένα κοριτσάκι να κρατάει ένα λυχναράκι δίπλα στην ανάρτηση – αγγελία του και την ανέβασε δημόσια σε μια ομάδα με πολλά μέλη. Ένας να την καταλάβει μεγάλο κέρδος θα είναι, θα σκεφτώ ότι ίσως και να υπάρχει ζωή στον πλανήτη.
Έκλεισε τον υπολογιστή, άνοιξε τηλεόραση και βάλθηκε να ετοιμάζει τα ρούχα για αύριο, τα δικά του, του μικρού, έστρωσε τα κρεββάτια, έπλυνε τα πιάτα, άνοιξε καλοριφέρ και το θερμοσίφωνα. Καθημερινότητα….
Εφτά η ώρα χτύπησε το ξυπνητήρι, μισητό, δυνατό, να σε μεταφέρει στο κρύο δωμάτιο της ανυπαρξίας σου, της καθημερινότητας, καφές, δύο τσιγάρα, ντους, φιλί στο παιδί, πέντε λεπτά καθυστέρηση το λεωφορείο, απενεργοποίηση συναγερμού, άγχος, τηλέφωνο, «γιατί άργησες πάλι;» «Μα πέντε λεπτά, κύριε Θανάση μου, το λεωφορείο άργησε». «Είσαι άχρηστος λέω εγώ, να ξυπνάς πιο νωρίς. Δεν σε πληρώνω για να αργείς». «Μάλιστα». Το παιδί θα το καταπιώ, θα κοιτάξω να κοιμάμαι στην επιχείρηση για να μην αργώ και θα μάθω επίσης να τρέφομαι με αέρα και να μην έχω άλλες ταπεινές ανάγκες, ως αρμόζει σε έναν σωστό υπάλληλο του μεγέθους της εταιρείας σας. Αυτό σιγά να μην το έλεγε.
Η ώρα ήταν δύο, η δουλειά είχε πέσει αισθητά, ο δρόμος άδειος, χωρίς θόρυβο και κόσμο φαινόταν σαν να έχει βγει από σκηνικό ταινίας τρόμου. Τι να κάνουν άραγε οι άνθρωποι πίσω από τις κουρτίνες μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού τους; Πώς να νιώθουν; Αυτό το ερώτημα τον ταλάνιζε από μικρό παιδί, ιδίως όταν ήταν νύχτα και γύριζε προς το σπίτι, έβλεπε τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών και σαν να ζήλευε λίγο, τα σκεφτόταν ζεστά και χαρούμενα, με ολόκληρη την οικογένεια γύρω από το τραπέζι, κάτι σαν Αμερικάνικη Χριστουγεννιάτικη ταινία. Είναι άραγε έτσι οι ζωές των άλλων ανθρώπων;
Πήγε να σηκωθεί να φτιάξει καφέ, η κομμάρα αλλά και τάση για λιποθυμία τον επανάφεραν στην πραγματικότητα. Γίνε καλά ρε μαλάκα, μάλωσε τον εαυτό του, τίποτα σωστό δεν κάνεις, κοίτα να αρρωστήσεις να δούμε πως θα τρέξουμε… Πήρε άδεια από την σημαία και έκλεισε το μαγαζί, σιγά τον κόσμο που θα έκανε ουρά μεσημέρι Τετάρτης.
Ζωή χρειαζόταν, το φώναζε μέχρι και το τελευταίο του κύτταρο. Κάθε μέρα εδώ και είκοσι χρόνια τα ίδια, μια αέναη πάλη χωρίς νικητή, μια ατέρμονη άδοξη μάχη με συνεχή θύματα τον εαυτό του, το κορμί του, την υγεία του, την αξιοπρέπεια. Γιατί; Κάθισε σε ένα καφέ στην παραλία, δεν είχε κόσμο και ήταν όμορφα.
Κάποτε όλα ήταν πιο όμορφα σκέφτηκε, 6 ευρώ ο καφές, αυτό θα πει επανάσταση. Διότι…. αυτά τα λεφτά ήταν το αυριανό του εισιτήριο, χαμογέλασε, η θάλασσα σαν λίγο να τον είχε ηρεμήσει. Χαιρέτησε αληθινά χαρούμενα κάτι πελάτες της εταιρίας που τον πλησίασαν, συζήτησε με τον σερβιτόρο και ύστερα έσυρε τον εαυτό του μέχρι το ΚΤΕΛ.
Θλιβερά γκρι ανθρωπάκια σαν τον ίδιο, περίμεναν στην ουρά, για έναν προορισμό αμφιβόλου σημασίας. Πονούσε τόσο πολύ, ήθελε να ουρλιάξει, να πετάξει από πάνω του τη σαπίλα που ενοχικά του είχαν κολλήσει, να αποτάξει την υλική παντοδυναμία που όλοι προσκυνούσαν και υγιείς πια να τους πει αμέτε στον διάολο άρρωστα σαρκοφάγα ζόμπι χωρίς λόγο ύπαρξης, σεξουαλικά πεινασμένα απόβλητα αγράμματης κουλτούρας, επαίτες μιας αξίας της οποίας είστε ανίκανοι, όμως αντ’ αυτού χαμογελούσε και ας σφιγγόταν από το κλάμα το στήθος του.
«Είμαι ένας κλόουν. Ένας βρώμικος, θλιβερός, μοναχικός κλόουν, με χαμόγελο μεγάλο. Ένας κοινωνικός άνθρωπος μόνος του χαμένος μέσα στις σαρκοφάγες σκιές, αγέρωχα περπατώντας, σκουντουφλώντας από την κούραση στους λερούς κακοφωτισμένους δρόμους, προσπαθώντας να φτάσω σε έναν προορισμό».
Από το πρωί περίμενα να τον δω, να με καλημερίσει και να ανοίξει το μαγαζί, σήμερα όμως δεν ήρθε. Περίμενα μέχρι της δέκα, αλλά το μαγαζί δεν το άνοιξε κανείς, τότε χάρηκα! Έντεκα παρά τέταρτο, ένας μεσήλικας με δυσκοιλιότητα ο κυρ Λάμπρος, το αφεντικό, άνοιξε την πόρτα του γραφείου σιχτιρίζοντας γενεές δεκατέσσερις. Πήγα με πρόφαση να χαλάσω ένα πενηντάρικο, ήθελα να μάθω τι απέγινε ο χαμογελαστός μου φίλος.
Ένα γράμμα είχε μόνο αφήσει, δέκα χρόνια μετρημένες δέκα λέξεις. Το τίποτα σε μένα το αντικατόπτρισες, για να νιώσεις ότι αξίζεις κάτι. Στο τίποτα με σπατάλησες για την τιποτένια δική σου ύπαρξη, όμως δεν με ποδοπάτησες, ναι λύγισα όμως δεν έπεσα, δυνάμωσα και αν στο τίποτα σου είκασες πως με σκότωσες. Υπάρχω…
Έφυγε απλά, αθόρυβα όσο υπήρχε, κανέναν δεν πείραξε, δεν έθιξε, αυτή ήταν η παιδεία του. Ανώτερη, όσο και η ψυχή του. Σε μια προσευχή εναπόθεσε τα όνειρα και τις ελπίδες του, σε μια ονειροπαγίδα όλους τους φόβους του και τους δικούς του ανθρώπους στην σιγουριά μιας μάχης. Τίποτα δεν δίνετε χωρίς μάχη… Μια μόνο φράση τους έγραψε, ανοίξτε την καρδιά σας, γυρνάω σπίτι, λαβωμένος, μα ακόμα εγώ.
Κάπου άκουσα ότι τον είχαν δει μπροστά στην παραλία να τραγουδάει, ήταν μόνος του με έναν σκύλο. Πάει τρελάθηκε είπε ο κόσμος, ο ίδιος κόσμος που του ζητούσε χάρες και αυτός υπάκουος και πειθήνιος χαμογελαστά εκτελούσε.
Γιάννα Μιχαήλ
Μπράβο κοπελα μου-και γω κλοουν ειμαι.
aristourgima …………….. mpravo einai oti kalitero exo diavasei,……
eisai asteri ..teleio. mpravo sou
BRAVOOOOOOOOOO
Τελειο!!!
Είναι απλά τέλειο και δυστυχώς η στεγνή αλήθεια της πραγματικότητας για τους περισσότερους πλέον Έλληνες
Ευχαριστώ για το ταξίδι!