Περπατά αργά… νωχελικά… γοητευτικός και ράθυμος, σα μελαχροινός νέος από την Κνωσσό, ανάμεσα στ’ αμπέλια της Κρήτης, φορώντας τα σταφύλια του πειρασμού στο κεφάλι και μας προκαλεί να δοκιμάσουμε τη γλύκα τους…
Τριγυρνά τσαλαβουτώντας τα πόδια του και σκορπίζοντας τις ώρες του στο ήρεμο καλοκαιρινό θαλασσινό νερό στ’ ακρογιάλια της Μήλου…
Τρυπώνει στα καράβια της ταξιδιάρικης φυγής, στέκεται σα γλάρος στην κουπαστή, ανοίγοντας τα όνειρά του στα γαλάζια απέραντα πέλαγα…
Κρεμάει μεγάλα χαλκοκίτρινα φεγγάρια στον ουρανό σα δίδυμα καντήλια που φωτίζουν τις ιδρωμένες νύχτες μας…
Τρέφεται με σύκα πλυμένα σε δροσερές κρύες πηγές, κλεμμένα ζουμερά δαμάσκηνα και καρπούζια και ξεπλένει με κρύο νερό ηδονικά το σαγόνι του…
Καβαλάει τα δελφίνια της Σαμοθράκης και φτάνει σε έκσταση χορεύοντας άγρια τα βράδια στα Καβείρια μυστήρια…
Λούζεται στις μεγάλες βάθρες ζυγιάζοντας βήμα βήμα σαν αγριοκάτσικο την περπατησιά του στα ψηλά απότομα βράχια που προστατεύουν τα πρωτόγονα νερά…
Περιπλανιέται στα δάση με τις νεράιδες που κρύβονται μέσα στα τεράστια γέρικα πλατάνια και τα μεσημέρια παίρνει έναν υπνάκο, αποξεχασμένος στη σκιά τους, ακούγοντας το αέανο στριγκό τραγούδι των τζιτζικιών…
Ξεχνιέται μέχρι το πρωί δίπλα σε μεγάλες παγανιστικές φωτιές, τραγουδάει με την κιθάρα του την αγάπη και τον πόνο, αγναντεύοντας το σκοτεινό στερέωμα πάνω του με τα χιλιάδες μικροσκοπικά φωτάκια σαν υπόσχεση ελπίδας μέσα στη νύχτα…κάνει μια έτσι με το χέρι και τα πιάνει…
Μετράει τ’ αστέρια που πέφτουν, όταν βρέχουν οι Περσείδες τον νυχτερινό ξάστερο καλοκαιρινό ουρανό….
Ξεπλένει τις αμαρτίες του καλοκαιριού στα τεράστια τυρκουάζ κύματα της Λευκάδας και της Κεφαλλονιάς…
Περιπλανιέται στα χωμάτινα στρωτά μονοπάτια της Φολεγάνδρου και της Ύδρας και στ’ άσπρα μικροσκοπικά ξωκλήσια, αφήνοντας τα καταπράσινα μάτια του να ξεκουραστούν στη μεγάλη μπλε που απλώνεται στο ύψωμα μπροστά του και στον ανοιχτό ορίζοντα…
Ξημερώνεται πάνω σε πέτρινα χτιστά πεζούλια και σε ουρανόξυστα μοναστήρια προσμένοντας την πρώτη αχτίδα της Ανατολής, το πρώτο αντιφέγγισμα του ήλιου πάνω στην πρωινή θάλασσα…
Μαζεύει λίγη άμμο στο πάτο του σακιδίου και μερικά λευκά κοχύλια και τα φέρνει μαζί του στο δρόμο της επιστροφής…
Χάνεται ύστερα στο Σύμπαν, παρέα με το Διόνυσο και μένει στη σκέψη μας αλώβητος απ’ του χρόνου τη φθορά, αιώνιος έφηβος… σαν πρώτος έρωτας… μέχρι το επόμενο καλοκαίρι…
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
3/8/2009