Ήξερε απ’ την αρχή τι έπρεπε να κάνει. Σαν πεπρωμένο που ορίζεται χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης. Τον έβλεπε ανήμπορο στην πολυθρόνα και σκεφτόταν τους δρόμους που είχαν τρέξει στα νιάτα τους, τα βλέμματά τους που μιλούσαν περισσότερο απ’ τα στόματα, τα χέρια που έσφιγγαν γεμάτα βουβές υποσχέσεις.
Τράβηξε κοντά της τα εγγόνια απαλά, πάντα απαλά τα τραβούσε όταν ήθελε να τους πει κάτι μυστικό, χάιδεψε τα μαλλιά τους, τους φόρεσε δυο μπουρνούζια που ’χε βρέξει καλά και τους ψιθύρισε: «Παίζουμε;»
Δεν περίμενε απάντηση, είδε το φως στα τέσσερα αθώα μάτια, τα έσπρωξε στην έξοδο. «Τρέξτε και μην κοιτάξετε πίσω. Αυτοί είναι οι κανόνες».
Κράτησε στα χείλη ένα κουρασμένο χαμόγελο μέχρι να βεβαιωθεί πως δεν την έβλεπαν πια. Γονάτισε δίπλα του, του ’σφιξε το χέρι, σαν τότε. Ακριβώς σαν και τότε.
Κάηκαν αγκαλιά.
23 Ιουλίου 2018