Αγαπητοί φίλοι,
Σας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από το αξιόλογο έργο της Γκίλντα Φρούμκιν «Πατέρα, άκου…»
Βούρκωσε ο Μαξ στη σκέψη αυτή. Τη λυπόταν τη Μαριλού. Τόσα χρόνια τον περίμενε, θα περίμενε άλλα τόσα; Έκανε πως καθάριζε τα γυαλιά του, έσκυψε ελαφρά μπροστά για να μη δει ο φίλος του την υγρασία που γυάλιζε στα γαλανά του μάτια. Τα έκλεισε για δευτερόλεπτα, και στα σαράντα οκτώ του χρόνια θα αναρωτιόταν: «Πάντα την αγαπούσα πιο πολύ κι από τη ζωή μου. Εκείνη μ’ αγαπάει άραγε το ίδιο; Είναι φορές που δε βλέπω κανένα ίχνος αγάπης στα μάτια της, και τότε τη μισώ. Άλλοτε, πάλι, σκέφτομαι όλα όσα έχει κάνει για μένα και τα παιδιά μας, και κάτι μου λέει μέσα μου ότι μάλλον μ’ αγαπάει – ή ίσως κάποτε να μ’ αγαπούσε, ή… Δεν ξέρω πια». Έβαλε στην τσέπη το μαντίλι του, αφού πρώτα το δίπλωσε με περίσσια προσοχή. Χρειαζόταν χρόνο.
[…]
Για άλλη μια φορά το γκρι του Βοσπόρου αναδιπλώθηκε μπροστά στους δύο άντρες με όλες του τις αποχρώσεις, από το ανοιχτό μαύρο στο γκρι μπλε, το γκρι βιολετί, το γκρι ώχρα, της λαμαρίνας, του καπνού, του σύννεφου, της θάλασσας, των γλάρων, των ανακατεμένων ανθρώπων και φωνών. Ο βήχας του Μαξ επανέφερε τον Χουσεΐν. Αυτή τη φορά είχαν χαθεί σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Άναψαν κι άλλο τσιγάρο. Ο Μαξ έβηξε ξανά κι είπε γελώντας την ατάκα που αγαπούσε: «Άντε, άλλο ένα, έτσι, για να πνίξω το βήχα μου».
Άλλη μια βαθιά ρουφηξιά, κι ο καπνός έλουσε όλο του το είναι, το πρόσωπό του χλόμιασε. Έγειρε προς τα κάτω το κεφάλι του τόσο, ώστε πια δεν μπορούσε να δει τη θάλασσα, ούτε την απέναντι όχθη, μήτε τα γλαρόνια, ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό. Χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή του, σαν να μην ήθελε να ακούσουν ούτε τ’ αυτιά του αυτά που θα έλεγε.