Σέρβιρα καφέ και κονιάκ στην οικογένεια. Είμαι η μεγαλύτερη κόρη και ο μπαμπάς χαίρεται όταν κάνω τη μαμά. Κάνει ζέστη στο χωριό. Τα τζιτζίκια με ξεκουφαίνουν.
Χθες ο μπαμπάς δεν πήρε τηλέφωνο, ούτε και την προηγούμενη. Έχουμε χρόνια να πάμε στο χωριό. Προσπαθώ να θυμηθώ αν έχουμε τσακωθεί.
Τις προάλλες που ήρθα στο σπίτι σου, έμοιαζε αλλιώτικο. Από πότε έχω να έρθω εδώ; Δεν είσαι εκεί. Πού μένεις τώρα;
Καθώς ανοίγω τα μάτια μου, συνειδητοποιώ ότι έχω να σε δω είκοσι χρόνια. Πίστευα ότι δεν θα μου λείπεις. Όταν στο νοσοκομείο μου είπαν τα άσχημα νέα, έκλαψα. Αλλά δεν πίστευα ότι θα μου λείπεις. Κι όμως σε σκέφτομαι κάθε μέρα.
Καμιά φορά τη νύχτα έρχεσαι στον ύπνο μου και μου δίνεις ένα φιλί. Είναι ωραία που ζούμε και πάλι μαζί. Με το πρωινό φως, ξεκαθαρίζουν όλα, κι εύχομαι μόνο να μην ξημέρωνε εκείνες τις μέρες.
Τα καλοκαίρια περνάγαμε μαζί ένα μήνα. Άδειο τώρα το σπίτι στο χωριό. Κούφιο. Βαρύ. Δεν με χωράει. Η πικροδάφνη σου έβγαλε σήμερα το πρώτο της λουλούδι. Έλα το βράδυ να τη δεις. Δεν θα το πω σε κανέναν.
ΕΥΗ ΜΥΛΩΝΑΚΗ