Άλλο ένα τσιγάρο έσβησε ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα. Άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε, για πρώτη φορά, πόσο όμορφο έδειχνε το δωμάτιό του τη νύχτα. Άφηνε πάντα μισάνοιχτο το παντζούρι του παραθύρου του, για να μπαίνει λίγο από το κίτρινο φως των στηλών του δρόμου. Το λάτρευε το κίτρινο φως. Μερικές αχτίδες από αυτό ήταν αρκετές· ίσα ίσα για να μπορεί να κρύβει τους φόβους του σ’ ένα κομμάτι χαρτί.
Φόρεσε τις μπότες του κι έφυγε, απεριποίητος όπως ήταν, δίχως να κλειδώσει. Άρχισε ν’ ανηφορίζει με το ποδήλατό του τον πολύ απότομο, για τις αντοχές του, δρόμο που οδηγούσε σε ένα και μόνο σπίτι. Στο δρόμο συνάντησε ένα παιδί, που τα πράσινα μάτια του τού θύμισαν ένα αγαπημένο του πρόσωπο.
Όταν έφτασε, παράτησε το ποδήλατο δίπλα σ’ ένα μεγάλο δέντρο, στο οποίο έμενε ακόμη χαραγμένο -μεταξύ άλλων- το όνομά του. Άνοιξε την ξύλινη, βαμμένη μοβ πόρτα της αυλής, που πάντα έκανε εκείνον τον εκνευριστικό ήχο, και βάδισε μέσα από έναν πανέμορφο κήπο. Στάθηκε για να κόψει ένα από τα αγαπημένα του λουλούδια, μιας και φαινόταν να υπάρχουν πολλά από αυτά τριγύρω. Κάθισε στο χαμηλότερο από τα εφτά σκαλοπάτια που έδειχναν να καταλήγουν σε μια μικρή, σκεπασμένη από μερικά φυτά πόρτα.
Αφού χάρισε ένα μαραζωμένο χαμόγελο στη βιολέτα που κράταγε στο αριστερό του χέρι, σήκωσε το κεφάλι του για να ψάξει τον αγαπημένο του αστερισμό. Το μόνο που αντίκρισε ήταν το λειψό φεγγάρι. Αυτός το σιχαινόταν, εκείνη το λάτρευε. Αν ζούσε ακόμα, ίσως να το χάζευε τώρα μέσα από την αγκαλιά του.
Ξάφνου, ένα αμάξι φάνηκε να παρκάρει μπροστά στην αυλή, περνώντας πάνω από το ποδήλατό του. Καμιά αντίδραση δε φάνηκε στο πρόσωπό του. Αφού τον είχε φέρει ως εδώ, δεν το χρειαζόταν πια. Σηκώθηκε και σέρνοντας τα πόδια του στον χωματένιο διάδρομο, έφτασε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Υπήρχε κι εδώ μια πόρτα. Έδειχνε πιο περιποιημένη από την μπροστινή. Τη χτύπησε δυνατά, φωνάζοντας «Νεφέλη». Έτσι την έλεγαν. Η μόνη απάντηση ήταν οι βαρετοί ήχοι του καλοκαιριού.
Λίγο πιο πάνω, υπήρχε ένα δάσος που του άρεσε να πηγαίνει καμιά φορά τις νύχτες. Απόψε μάλλον θα έκανε το ίδιο. Ο δυνατός άνεμος που τώρα φύσαγε, ταίριαζε απόλυτα με τη διάθεσή του. Το χώμα έμοιαζε τόσο βολικό, που θα μπορούσε να ξαπλώνει πάνω του για μέρες.
Ένα λευκό φόρεμα έκανε κούνια στο αντίκρυ δέντρο. Αυτή η εικόνα αντικατέστησε τα τσιγάρα που είχε ξεχάσει να πάρει, φεύγοντας απ’ το σπίτι. Μια φωνή ξεστόμισε τις τελευταίες της λέξεις: «Να ποτίζεις τον κήπο μου. Να τον προσέχεις. Και τον δικό σου κήπο να προσέχεις. Λέω γι’ αυτόν που κρύβεις μέσα σου. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε έναν τέτοιο μυστικό κήπο, μα μόνο ο δικός σου έχει μοβ λουλούδια! Μην τα αφήσεις να μαραζώσουν.»
Τότε συνειδητοποίησε πως το φόρεμα κάλυπτε ένα γνώριμο σώμα. Το πλησίασε διστακτικά στην αρχή, όμως τώρα το κυνηγούσε ανάμεσα στα δέντρα και στους θάμνους.
Χαμογελούσε.
Έστω κι αν τον έλεγαν τρελό. Έστω κι αν είχαν πάψει να του δίνουν σημασία. Ένιωθε πιο ευτυχισμένος απ’ όλους τους. Έστω κι αν ζούσε σε μια πλάνη.
Γιάννης Ντουμάνης