Ήταν ήδη αργά και οι τελευταίες μαθήτριες της σχολής είχαν εγκαταλείψει την αίθουσα νωρίς το απόγευμα, όταν η Έλεν κάθησε κατάκοπη στο πάτωμα τρίβοντας τα δάχτυλα του αριστερού της ποδιού σ’ εκείνο το σημείο που πάντα της δημιουργούσε δυσφορία κάθε που το ζόριζε λίγο παραπάνω, από τότε που είχε δεχτεί το σκληρό χτύπημα της δασκάλας της όταν μικρή μπαλαρίνα κάποτε, έκανε τα πρώτα βήματα στο κόσμο του μπαλέτου πολλά πολλά χρόνια πριν έξι μόλις χρονών… όσο και να προσπαθούσε να ξεπεράσει το πόνο πάντα την ενοχλούσε κάθε που υψωνόταν στα δάχτυλα πάνω στις πουέντ κάνοντας τη φιγούρα να φαίνεται τόσο απλή όσο δύσκολη ήταν στη πραγματικότητα, μυστικό που όλες οι επαγγελματίες μπαλαρίνες γνώριζαν καλά, πόσο επίπονο ήταν να τελειοποιηθείς στα μυστικά αυτής της τέχνης για να μπορείς αργότερα να σταθείς αξιοπρεπώς ακόμα και στο χορό μιας πολυπληθούς παράστασης με τις απαιτήσεις της Λίμνης των κύκνων ή του Καρυοθραύστη, στα μεγάλα θέατρα της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, όνειρο κάθε εξάχρονης μπαλαρίνας που σεβόταν τον εαυτό της από τη πρώτη στιγμή που θα πατούσε το πόδι της στην αίθουσα χορού και στο σανίδι…
Η Έλεν αγαπούσε πολύ τη τέχνη της, μα τα τελευταία χρόνια είχε αφοσιωθεί στη διδασκαλία περισσότερο παρά στις ψυχοφθόρες παραστάσεις με τον τεράστιο ανταγωνισμό και το φοβερό άγχος που δε σου άφηναν χρόνο και διάθεση για τίποτε άλλο, ούτε για την προσωπική σου ζωή… είχε στήσει μια μικρή σχολή χορού στο Notting-Hill στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και είχε κρατήσει τα δίδακτρα χαμηλά, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία σε όσο περισσότερα παιδιά γίνεται να βιώσουν τη χαρά της έκφρασης μέσα από το χορό ακόμα και αν δεν εξελίσσονταν όλα σε επαγγελματίες χορεύτριες αργότερα… κι αυτό γιατί η ίδια θυμόταν με θλίψη πόσο δυσκολεύονταν οι γονείς της όταν εκείνη ήταν μικρή να πληρώσουν τα ακριβά δίδακτρα στις διάφορες σχολές, καθώς το μπαλέτο θεωρούνταν συνήθως ένα αριστοκρατικό χόμπυ για τις κόρες των καλών οικογενειών κι εκείνη συχνά ένιωθε το στίγμα όταν βρισκόταν ανάμεσά τους, της ταπεινής της καταγωγής, παρά το πληθωρικό ταλέντο που της είχε χαρίσει ο θεός και την αγάπη της για αυτό που έκανε…
Εκείνο το βράδυ βρισκόταν μόνη στην αίθουσα διδασκαλίας και ο μοναδικός άνθρωπος που υπήρχε στην είσοδο του κτηρίου που στέγαζε τη σχολή της, ήταν ο Τζώνυ Μπράουν, ο θυρωρός στο ισόγειο που λαγοκοιμόταν στη καρέκλα του και ήταν μάλλον εύκολος στόχος αν κάποιος ήθελε να παραβιάσει την είσοδο του κτηρίου και να εισέρθει παράνομα στον τρίτο όροφο που βρισκόταν η σχολή της Έλεν… έτσι δεν άργησε και να στιγματιστεί ως βασικός ύποπτος αρχικά για τη δολοφονία της, όταν αυτή βρέθηκε την επόμενη μέρα νεκρή μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας βουτηγμένη σε μια λίμνη αίματος και τεντωμένη σε μια στάση μπρούμυτα μπροστά, κάπως αφύσικη σα να είχε κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να φτάσει το τηλέφωνο του γραφείου της σχολής και να καλέσει σε βοήθεια…
Οι Αστυνομικοί της Sirdar Road, συνέλαβαν σχεδόν αμέσως μετά τον εντοπισμό του πτώματος, τον Τζώνυ και τον στρίμωξαν άσχημα σε μια πολύωρη κατάθεση, χωρίς ωστόσο να πείθονται και οι ίδιοι πως ο άσχετος με το μπαλέτο και τον κόσμο του χορού μεσόκοπος αυτός άντρας μπορούσε να έχει το παραμικρό λόγο να σκοτώσει μια σαραντάχρονη δασκάλα χορού με την οποία δεν είχαν και καμία απολύτως επαφή εκτός από τους ελάχιστους τυπικούς χαιρετισμούς που αντάλλασσαν κάθε φορά που η Έλεν μπαινόβγαινε στο κτήριο για να ανοίξει ή να κλείσει τη σχολή του τρίτου…
Ο Τζώνυ σοκαρισμένος και ο ίδιος από το θάνατο της Έλεν και το έγκλημα που διετελέστηκε πάνω από το κεφάλι του το προηγούμενο βράδυ χωρίς να παρατηρήσει τη παραμικρή ύποπτη κίνηση στο κτήριο και την ώρα του φόνου αλλά και νωρίτερα εκτός από το μπες – βγες των μαθητριών της Έλεν και των άλλων υπαλλήλων και κατοίκων του κτηρίου που τους γνώριζε πια έναν προς έναν καθώς εργαζόταν ως θυρωρός εκεί περισσότερα από δέκα χρόνια, αρνούνταν την κατηγορία, αλλά δεν έκανε και τίποτα ζαλισμένος καθώς ήταν από το σοκ του φόνου και την πολύωρη πίεση που του ασκούσαν οι αστυνομικοί για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να προσπαθήσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του… παρέμενε άπραγος καθισμένος σα σακί για ώρες μέσα στο μικρό δωμάτιο των ανακρίσεων στην Ασφάλεια και το μόνο που ήταν ικανός να κάνει ήταν να επαναλαμβάνει κάθε τόσο ψελλίζοντας στους Αστυνομικούς την ίδια μονότονη φράση… «δεν τη σκότωσα εγώ»…
Θες το αβάσιμο της υπόθεσης, θες που, παρόλο που ο Τζώνυ δεν είχε άλλοθι την ώρα του φόνου καθώς βρισκόταν μέσα στο κτήριο όταν διεπράχθη το έγκλημα, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για τον οποίο ο θυρωρός θα στρεφόταν με μίσος εναντίον της Έλεν σε σημείο που να επιφέρει το θανάσιμο τραυματισμό της, γρήγορα οι έμπειροι αστυνομικοί κατέληξαν πως έπρεπε να στρέψουν αλλού την έρευνα για τον εντοπισμό του δράστη και επέτρεψαν στο Τζώνυ να επιστρέψει στην οικογένειά του που είχε πληροφορηθεί τα νέα στο μεταξύ και περίμενε με αγωνία βάζοντάς τον ωστόσο σε άτυπο κατ’ οίκον περιορισμό μέχρις ότου διαλευκανθεί η υπόθεση….
Έτσι, η Ασφάλεια της περιοχής άρχισε να αναζητά τον πραγματικό ένοχο σε άλλα πρόσωπα που αποτελούσαν τον περίγυρο της Έλεν Άλλντορ αν και γρήγορα έγινε φανερό πως η έρευνα θα προχωρούσε μάλλον στα τυφλά καθώς ουδείς άλλος από όσους βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στη σχολή ή από όσους εργάζονταν ή έμεναν στο κτήριο και δυνάμει μπορούσαν να είναι ένοχοι για το έγκλημα, φαινόταν να έχει κάποιο ισχυρό κίνητρο για ν’ αφαιρέσει τη ζωή της χορεύτριας…
Γρήγορα οι έρευνες έδειχναν να οδηγούνται σε αδιέξοδο… καμιά από τις μικρές μαθήτριες της Έλεν δεν έπειθε τους αστυνομικούς πως ήταν δυνατόν να έχει προβεί σε τέτοια ειδεχθή πράξη όπως και κανένας από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους στο κτήριο… οι περισσότεροι συνηθισμένοι μικροαστοί άνθρωποι και εργαζόμενοι ουδεμία σχέση έδειχναν να έχουν με τη μπαλαρίνα του τρίτου ορόφου, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τις δικές της δραστηριότητες και δεν προέκυπτε από τις ανακρίσεις που με τη σειρά πέρασαν όλοι τους στην ασφάλεια πως είχαν και κανένα λόγο να βλάψουν την Έλεν. Αντιθέτως στους περισσότερους ήταν αρκετά συμπαθής παρόλο που κάποιοι δήλωσαν πως τους φαινόταν παράξενη ώρες ώρες σα να αιωρούνταν σ’ έναν άλλο δικό της κόσμο χαρακτηριστικό πολλών καλλιτεχνών βέβαια ή ανθρώπων με αυξημένη φαντασία κι έτσι δεν έδιναν και πολλή σημασία και ο καθένας κοίταγε τη δουλειά του στο πολύβουο κτήριο της οδού Lonsdale, κοντά στο φημισμένο Hummingbird Bakery της συνοικίας…
Ένας ένας όσοι είχαν έρθει σ’ επαφή με την Έλεν τις τελευταίες στιγμές της ζωής της, προέκυπταν αθώοι και άσχετοι με το έγκλημα, πολλοί είχαν ακλόνητα άλλοθι σχετικά με το πού βρίσκονταν την ώρα του φόνου κι έτσι σταδιακά το πράγμα έφτασε και πάλι σε αδιέξοδο…
Η υπόθεση σε λίγο θα έμπαινε στο αρχείο της Αστυνομίας αφού δεν υπήρχε προφανής δράστης και στο μυαλό των Αστυνομικών αλλά και σε όλους τους κατοίκους της περιοχής και σε όσους έγινε γνωστό το έγκλημα από τις εφημερίδες. Kαι στους φίλους των θεωριών συνομωσίας στα πηγαδάκια στις καφετέριες αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισε να πλανιέται το δυσεπίλυτο ερώτημα … ποιος σκότωσε την Έλεν Άλλντορ;
Δυο χρόνια αργότερα έφτασε στα γραφεία της Αστυνομίας μια έμπειρη σε παρόμοιες υποθέσεις Επιθεωρήτρια η Μάντυ Τζόνσον και αφού ενημέρωθηκε για τα τρέχοντα ζητήματα της υπηρεσίας άρχισε να μελετά και τα αρχεία του Αστυνομικού καταστήματος ως γνήσια εργασιομανής για να έχει πλήρη εικόνα του τι θα είχε ν’ αντιμετωπίσει στη καινούργια αυτή για εκείνη συνοικία του Λονδίνου όταν το μάτι της έπεσε στο φάκελο της Έλεν. Η ανάγνωση των φακέλων κατάθεσης και της δικογραφίας κράτησε τη Μάντυ ξάγρυπνη μέχρι αργά εκείνο το βράδυ καθώς συγκλονισμένη από το έγκλημα και το μίσος με το οποίο φαινόταν να είναι χαραγμένη από τις μαχαιριές το θύμα, ξύπνησε μέσα της η φλόγα να αποκαλύψει την αλήθεια και τον πραγματικό ένοχο για το φόνο της Έλεν που μέχρι εκείνη τη στιγμή μάλλον θα κυκλοφορούσε ζωντανός ανάμεσά τους και ασύλληπτος…
Την άλλη μέρα αφού τελείωσε τις τελευταίες εκρεμμότητες στο γραφείο της, η Μάντυ άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και τράβηξε ολόισια στο τετράγωνο που στέγαζε τη σχολή της Έλεν, ψάχνοντας να βρει κάτι παραπάνω από τα όσα είχε μέχρι τώρα στα χέρια της η αστυνομία, εκείνο το κρυμμένο στοιχείο που θα την οδηγούσε στη λύση του μυστηρίου…
Ζήτησε από το θυρωρό που είχε αντικαταστήσει τον Τζώνυ να της ανοίξει με τα εφεδρικά κλειδιά που είχε στη κατοχή του για τα υδραυλικά και τις σχετικές ανάγκες του κτηρίου τη σχολή της Έλεν και άρχισε να παρατηρεί σπιθαμή προς σπιθαμή τον έρημο πια χώρο που είχε πάψει ν’ αντηχεί κλασικές και τζαζ μελωδίες και τα γέλια των δροσερών κοριτσιών τις μαθήτριες της Έλεν και έμοιαζε κάπως απόκοσμος με τις πουέντες της δασκάλας να στέκονται ακόμα στο άκρο της μπάρας σα να περίμεναν να τις φορέσει κάποιος και τις οστεικές φιγούρες των κάδρων στους τοίχους που απεικόνιζαν μπαλαρίνες σε διάφορες χορευτικές στάσεις κάπως απόμακρες και άκαμπτες όπως οι μπαλαρίνες στους πίνακες του Degas. Η Μάντυ κοιτούσε τις μπαλαρίνες στους τοίχους λες και περίμενε να τις πουν αυτές την απάντηση για το ποιος σκότωσε την άτυχη χορεύτρια… μα μάταια…
Αφού στάθηκε για λίγο παρατηρώντας το κάθετι στην αίθουσα η Μάντυ τράβηξε για το γραφείο της Έλεν και άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια ξεψαχνίζοντας και το παραμικρό που θα μπορούσε να της δώσει μια απάντηση σ’ αυτό που ζητούσε όταν το μάτι της, έπεσε σε μια φωτογραφία πάνω στο γραφείο της Έλεν που έδειχνε δυο μικρά κορίτσια γύρω στα οχτώ, ντυμένα με τις κλασικές τούλινες φούστες της μπαλαρίνας και ροζ παπούτσια χορού στα μικρά τους πόδια να στέκονται η μία δίπλα στην άλλη χαμογελώντας βεβιασμένα και χωρίς ν’ αγκαλιάζονται στις μύτες των ποδιών σε μια χορευτική στάση τόσο όσο να βγει η φωτογραφία… τα δυο κορίτσια έμοιαζαν τόσο μεταξύ τους που η Έλεν δε μπόρεσε παρά να υποθέσει πως είναι αδερφές … αφού κοίταξε γι’ αρκετή ώρα τη φωτογραφία, την έβαλε στη τσάντα της και γύρισε κατάκοπη στο σπίτι της χωρίς ωστόσο να μπει στη καθημερινή της χαλαρωτική ρουτίνα που επαναλάμβανε κάθε φορά που επέστρεφε από το γραφείο αλλά ανοίγοντας κατευθείαν τον υπολογιστή και αναζητώντας τη διεύθυνση του σπιτιού της Έλεν…
Δεν της πήρε πολύ ώρα να ανακαλύψει αυτό που αναζητούσε κι ακόμα λιγότερη λίγες ώρες αργότερα στο γραφείο, να βρει τη διεύθυνση της μητέρας της Έλεν, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το πολύβουο Λονδίνο σ’ ένα μικρό προάστιο όπου ζούσε μόνη η ηλικιωμένη γυναίκα βουτυγμένη στο θρήνο για την απώλεια της κόρης της και μη κάνοντας τη παραμικρή προσπάθεια να ξεπεράσει το βαρύ πλήγμα που της επεφύλλασε η τύχη από το χαμό της Έλεν. Η Κυρία Άλλντορ δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα για το περιστατικό ήταν ωστόσο υποχρεωμένη ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις της Αστυνομίας κι έτσι με βαριά καρδιά άνοιξε τη πόρτα του μικρού σπιτιού και πέρασε τη Μάντυ στο σαλόνι περιμένοντας την ανάκρισή της…
Αφού εξάνλησε όλες τις ερωτήσεις της η Μάντυ γύρω από το που ήταν η Κυρία Άλλντορ την ώρα του ατυχήματος και για το αν είχε κάποια ιδέα ποιος θα είχε λόγο ή κίνητρο για να κάνει κακό στην Έλεν η Μάντυ έβγαλε τη φωτογραφία από τη τεράστια τσάντα της και την έδειξε στην Κυρία Άλλντορ…
Γνωρίζετε αυτή τη κοπέλα; Τη ρώτησε και η Κυρία Άλλντορ πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της μα δε πρόλαβε καλά καλά να τη κοιτάξει και αναλύθηκε σε δάκρυα…
Αμήχανη η Μάντυ αναγκάστηκε να περιμένει όσο χρειαζόταν μέχρι να συνέλθει κάπως η Κυρία Άλλντορ και στη συνέχεια τη ξαναρώτησε… ποιο είναι αυτό το κορίτσι που στέκεται δίπλα στην Έλεν κυρία Άλλντορ;
Η Κυρία Άλλντορ άργησε λίγο ν’ απαντήσει… σα να ήθελε να ζυγιάσει καλά την απάντησή της… ύστερα είπε σιγανά… αυτό το κορίτσι είναι η δίδυμη αδερφή της Έλεν… δείχνοντάς της και μια ακόμα φωτογραφία που απεικόνιζε τα δυο κορίτσια στην ίδια περίπου ηλικία με τις στολές του σχολείου τους αυτή τη φορά. Και οι δύο φορούσαν στο λαιμό ένα κλασικό μπλε με κόκκινες ρίγες στις άκρες μαντήλι, σήμα κατατεθέν της στολής του σχολείου τους… αγαπούσε κι εκείνη πολύ το χορό και προσπαθούσε ν’ ακολουθήσει την Έλεν βήμα βήμα στο μονοπάτι της τέχνης που χάραζε η Έλεν μου αλλά … τη ζήλευε πολύ … ταλαντούχα και παθιασμένη με το χορό η Έλεν της έδιναν οι δασκάλες της συχνά μεγαλύτερους και πιο φανταχτερούς ρόλους στις διάφορες παραστάσεις της σχολής και συχνά η Σόνια έμενε στη σκια της… έτσι με τα χρόνια μια αντιπαλότητα δημιουργήθηκε ανάμεσα στις κόρες μου δεσποινίς Μάντυ, μια αντιπαλότητα που έδειχνε να μην έχει τέλος… η Σόνια σταδιακά έδειχνε ν’ απομακρύνεται όλο και περισσότερο ψυχικά από την αδερφή της, κλεινόταν στον εαυτό της και όσο κι αν προσπαθούσα να γεφυρώσω το χάσμα ανάμεσά τους δεν κατάφερνα τίποτα… η Σόνια έδειχνε να μισεί και ν’ ανταγωνίζεται όλο και περισσότερο την Έλεν και όσο περισσότερο παραγκωνιζόταν τόσο το χάσμα ανάμεσά τους μεγάλωνε… μια φορά την έπιασα στο δωμάτιό της να σκίζει φωτογραφίες της Έλεν και αποκόμματα από διάφορες παραστάσεις που την απεικόνιζαν στον τύπο της περιοχής και να μουρμουρίζει σαν υπνωτισμένη… «την επόμενη φορά που θα πάρεις καλύτερο ρόλο από εμένα θα σε σκοτώσω.. τ’ ορκίζομαι»… δε πρόλαβε ούτε να δει την Έλεν να παίρνει για μια ακόμα φορά καλύτερο ρόλο από εκείνη αλλά και τίποτε άλλο να κάνει… σκοτώθηκε σε τροχαίο λίγο καιρό αργότερα έξω από το σχολείο της όταν βρέθηκε ξαφνικά κάτω από τις ρόδες διερχόμενου αυτοκινήτου την ώρα που πήγαιναν μαζί με την Έλεν να περάσουν απέναντι για να πάρουν το δρόμο για το σπίτι… κάποιες κακές γλώσσες ισχυρίστηκαν πως η Έλεν ήταν εκείνη που την έσπρωξε μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου, αυτό ωστόσο δεν αποδείχτηκε ποτέ… κι έτσι η Έλεν μου μετά από αυτό έμεινε μόνη της, απαρηγόρητη για το θάνατο της δίδυμης αδερφής της, που δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται παρά τα αντίθετα αισθήματά εκείνης για την ίδια και βρήκε μεγάλη παρηγοριά στο χορό στον οποίο και αφοσιώθηκε από τότε… πιστεύετε πως….
Η Μάντυ δεν απάντησε συγκλονισμένη από τη τροπή που έπαιρνε η υπόθεση, υποσχέθηκε στη Κυρία Άλλντορ να επιστρέψει την επόμενη στη σχολή της Έλεν μήπως ανακαλύψει κάποιο νέο στοιχείο που θα πιστοποιούσε τη ταυτότητα του δράστη και αναρωτιόταν τώρα μέσα της και όσο το σκεφτόταν ταραγμένη το βράδυ στο σπίτι της, μήπως δεν έπρεπε να αναζητούν το δολοφόνο της Έλεν στους ζωντανούς αλλά στους νεκρούς…
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε… η δολοφονία της Έλεν Άλλντορ δεν εξιχνιάστηκε ποτέ… μετά από κάποιο καιρό μπήκε στα αρχεία της Αστυνομίας και δεν αποτελούσε πια παρά θέμα συζήτησης στα πηγαδάκια των αργόσχολων έφηβων συνωμοσιολόγων… την επόμενη μέρα ωστόσο που η Μάντυ ξαναπήγε στη σχολή της Έλεν ερευνώντας ακόμα πιο προσεχτικά την αίθουσα και το γραφείο της ανακάλυψε ένα μικρό σχολικό μπλε με κόκκινες ρίγες φουλάρι σαν αυτά που συνοδεύουν τις μαθητικές στολές στα περισσότερα σχολεία της χώρας, σε μια γωνιά στην άκρη του γραφείου, σα κάποιος να το είχε αφήσει πίσω του βιαστικά σε μια προσπάθεια να φύγει γρήγορα από το χώρο… η Μάντυ κράτησε το μαντήλι στα χέρια της και το κοίταξε για αρκετή ώρα πριν το βάλει στη τσάντα της … έβαλε το μαντήλι στο φάκελο της υπόθεσης της Έλεν και χρειάστηκε αρκετό καιρό για να δείξει το εύρημα στη μητέρα της χορεύτριας για να διαπιστώσουν μαζί πως πρόκειται για το μαντήλι που φορούσε η Σόνια τη μέρα που σκοτώθηκε…
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ
3/9/2020
Σημείωμα: Το διήγημα αυτό έχει μια μικρή ιστορία ως προς τη γέννησή του. Πριν λίγες μέρες γύρω στις 20 Αυγούστου επιστρέφοντας σπίτι γύρω στις 10.00 π.μ. το βράδυ, λίγο πιο πάνω κοντά στο σπίτι μου έχει μια σχολή χορού. Καθώς το σκοτάδι είχε πέσει και περνώντας μπροστά από τη σχολή, η εξωτερική καγκελόπορτα της ισόγειας αίθουσας όπου στεγάζεται η σχολή ήταν μισάνοιχτη άρα εύκολα προσβάσιμη. Προσπερνώντας και στη διαδρομή για το σπίτι, σκέφτηκα πως εύκολα θα μπορούσε εκείνη την ώρα στο σκοτεινό δρόμο (ο συγκεκριμένος δρόμος είναι σχετικά σκοτεινός και με πολλά δέντρα) να μπει κάποιος αν είχε κακόβουλες προθέσεις και να κάνει κακό σ’ ένα άτομο που ανυποψίαστο θα χορεύει εκείνη την ώρα μέσα στη σχολή. Έτσι προέκυψε το διήγημα. Φυσικά η ιστορία είναι τελείως φανταστική, ωστόσο καθώς έψαχνα να βρω ένα όνομα για την ηρωίδα μου, καθώς το πραγματικό όνομα της ιδιοκτήτριας της σχολής δε μου ταίριαζε, έπεσα πάνω σε μια άλλη σχολή χορού, της οποίας το όνομα της ιδιοκτήτριας ήταν Άλντορ. Στ’ αγγλικά οι λέξεις all door (στο άκουσμά τους αν και η ακριβής μετάφραση της λέξης είναι όλες οι πόρτες), ακούγεται σαν: άλλη πόρτα, μια πόρτα στο άγνωστο δηλαδή εκεί που ίσως βρίσκεται και η απάντηση του μυστηρίου του διηγήματος: ποιος τελικά σκότωσε την Έλεν Άλλντορ;