Στον σφακιανό κόσμο, «καλόσειροι» θεωρούνταν όσοι κατάγονταν από μεγάλα τζάκια. Τέτοιο ήταν τo σόι των Ματζαπετάκηδων, γεμάτο καπετανέους, πολέμαρχους και λεβεντόσπορους. Κάποτε. Στο τέλος, αποδεκατίστηκε από τον λιμό και τις βεντέτες. Η αρχόντισσα Λένα –που όλοι φώναζαν Ματζαπετάνισσα– ήταν σύζυγος του μεγαλέμπορα Αντώνη, ανθρώπου με περιουσία κι επιρροή. Ασίκης, ντόμπρος και μπεσαλής ήταν ο Αντώνης, ο τύφος όμως, τον χάλασε και κείνον. Κεφαλή της οικογένειας γίνηκε μετά η Λένα, και στο αρχοντικό της έκανε κουμάντο καλό, στα θέματα του χωριού είχε τον πρώτο λόγο. Τις δυστυχίες που βρήκαν το Ματζαπετακέικο, οι δικές της πλάτες τις σηκώσαν. Όταν τα αδέρφια της μπαρκάρανε για τη Μακεδoνία, το τελευταίο αντίο τούς το είπε στο λιμάνι, μ’ ένα φιλί και μια φωτογραφία. Κι οι μνήμες από την τελευταία βεντέτα, νωπές ήταν ακόμα στην καρδιά της. Τρία χρόνια κράτησε και της πήρε τους δυο μεγάλους γιους, αφήνοντας τον μικρότερο, τον Νικόλα, τελευταίο σερνικό της οικογένειας.
Ο Νικόλας. Κατάμαυρο σγουρό μαλλί, μουτράκι ζωηρό, καρδιά γενναία μα και μαλαματένια. Στήριγμα και παρηγοριά στη δόλια μάνα, χατίρι δεν της χάλασε ποτέ. Από μικρός, φιλότιμος κι εργατικός. Χαράματα ξύπναγε να φροντίσει τα μποστάνια, τα ζωντανά, να κάνει μερεμέτια. Μα πάνω απ’ όλα ήταν παιδάκι άφοβο, δεν τον έσκιαζαν μήτε άνθρωποι μήτε θηρία. Κι αυτό την τρόμαζε πολύ. «Έμπορα πρέπει να τον κάμω», σκεφτόταν, «να βγάζει το βιο του δίχως να ’χει να χωρίσει με άλλους ζα ή χωράφια. Στις ψαρόβαρκες να τον σπρώξω, να πιάνει ψάρια και να τα πουλά. Και μακριά απ’ τα όπλα, μην μπλέξει σε καβγά». Διότι για κείνη ήταν ο κόσμος όλος· αν τον έχανε κι αυτόν, θα τα έχανε όλα.
Κι ήρθαν χρόνια ήρεμα. Άντρεψε ο μικρός: το στέρνο του έβγαινε όξω, τα χέρια του δυνάμωσαν, οι τρίχες του θεριέψαν. Γιος του πατέρα του, κιμπάρης, μερακλής, το χωριό καμάρωνε κι οι γυναικείες καρδιές χτυπούσαν. Μα σαν της μάνας του, αγάπη, όμοια δεν υπήρχε. Προσκύναγε το χώμα που πατούσε. Λάτρευε τ’ αποφάγια που άφηνε στο πιάτο, σαν άγια λείψανα. Ένα όμορφο λουλούδι που βρήκε στον αγρό και της έφερε μια μέρα, το έβαλε στον κόρφο της σαν φυλαχτό. Θαλπωρή η ζέστη που άφηνε το σώμα του στα έπιπλα. Τις λέξεις του κατάπινε σαν γιατρικό. Ήταν φτιαγμένος από μπάλσαμο, φως και τρυφεράδα. Δίπλα του, ξεχαρμάνιαζε από τις πίκρες της ζωής.
Ένα συννεφιασμένο πρωί που άπλωνε την μπουγάδα στον πίσω κήπο, άκουσε συνωστισμό στην είσοδο του σπιτιού. Με κακό προαίσθημα, παράτησε τα ρούχα κι έτρεξε να δει. Βρήκε στην αυλή ανθρώπους αλμυρούς κι ηλιοψημένους, με σηκωμένα μπατζάκια και μανίκια, να την κοιτούν μουδιασμένοι, κι ανάμεσά τους γνώριμα πρόσωπα, όπως τη γειτόνισσα Ζαφειρία και τον δήμαρχο Βενέρη. Ξαπλωμένο κάτω, στο νοτερό χώμα, κείτονταν ένα σώμα τυλιγμένο πρόχειρα σε καραβόπανο. Με χέρια τρεμάμενα, τράβηξε το πανί απ’ το πρόσωπο του νεκρού, κι ας ήξερε ήδη. Ένα κατάμαυρο σγουρό μαλλί ξεπρόβαλλε από μέσα σαν ανοιξιάτικο μπουμπούκι. Όλη η νιότη δραπέτευσε από το σώμα της, εξαϋλώθηκε στον άνεμο. Γέρασε μέσα σε μία στιγμή. Χάιδεψε εκείνα τα μάγουλα, που ήταν ωχρά σαν άγραφο χαρτί, ψηλάφισε τα σφαλιστά του μάτια, κι ένιωσε ένα σκοτάδι να της τυλίγει τα σωθικά. Οι συγχωριανοί στεκόντουσαν δυο βήματα μακριά, κοιτώντας την να βαστάει στα χέρια το τέλος της σειράς της. Θαρρούσαν πως θα άκουγαν την καρδιά της να ραγίζει και να σπάει· δύο σώματα να πάνε για ταφή αντί για ένα.
Η γριά πλέον Λένα κοίταξε τον δήμαρχο Βενέρη. Τα μάτια της δεν βγάζαν σπαραγμό. Στάζαν αίμα. Οι ραχοκοκαλιές ολονών ανατριχιάσαν.
«Ποιος;..» ρώτησε. Εκείνος στεκόταν σαστισμένος.
«Τι με ρωτάς, Λένα μου, δεν καταλαβαίνω».
«Μην κάνεις τον χαζό σε μένα, Μιχάλη! Ποιος είν’ ο φονιάς; Από ποια οικογένεια;»
Σαν θύελλα ξέσπασε η οργή της μάνας, λες και δαίμονας τρύπωσε μέσα της. Λίγοι γενναίοι προσπάθησαν να τη συγκρατήσουν, να την προστατέψουν από την ίδια της τη λύσσα, καθώς το σώμα της τιναζόταν βίαια, και το στόμα της βλαστημούσε ασταμάτητα:
«Φέρτε τον εδώ τον κερατά, φέρτε τον! Ποιος τόλμησε ν’ απλώσει χέρι; Θα τον ανοίξω εγώ απ’ τον λαιμό ως την κοιλιά και τα σπλάχνα του θα σκορπίσω στα σκυλόψαρα! Ό,τι αγαπάει θα το σκοτώσω εμπρός του και μες στο αίμα του θα τόνε πνίξω! Γιε μου… Εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια θα σ’ εκδικηθώ! Θα του πιω το αίμα στάλα στάλα, που να παρακαλάει ο τρισκατάρατος να τον αφήκω ν’ αποθάνει! Θα νιώσει ο κερατάς τι μου ’κανε, θα τα νιώσει όλα!»
«Κυρά μου, να χαρείς, μη λες τέτοια!» είπε ο Βενέρης. «Δεν πήγε από ανθρώπου χέρι ο δόλιος, η φουρτουνιασμένη θάλασσα τον πήρε! Θανάση, για τον Θεό μίλα κι εσύ!»
«Έτσι είναι, Ματζαπετάνισσα, ήμουν εκεί. Τέτοιο διαολεμένο μπουρίνι δεν ξανάδα ποτέ, όσο αλάτι κι αν έφαγα στη ζωή μου. Το κοπέλι σου δεν είχε ελπίδα με τα κύματα, είχε βγει πολύ ανοιχτά. Τον σταυρό μας κάναμε εμείς που σωθήκαμε».
Έκανε ένα νεύμα με το χέρι της, σαν να μην ήθελε ν’ ακούσει άλλα. Είχε πάνω της μια ένταση φοβερή κι απόκοσμη, που τρόμαζε και τους πιο σκληροτράχηλους ναυτικούς.
Το βράδυ εκείνο η γριά μάνα ξενύχτησε μόνη το παιδί της. Δεν θέλησε κανενός την παρουσία. Η φωτιά στο τζάκι σιγόκαιγε και φώτιζε τους μεγάλους τοίχους και το ψηλό ταβάνι της σάλας. Παντού ακριβά έπιπλα, περίτεχνα υφάσματα, και οικογενειακά κειμήλια που μαρτυρούσαν την αρχοντιά του Ματζαπετακέικου. Αξία δεν είχαν πια καμία για τη Λένα. Γύρω της υπήρχε μόνο κενό. Ένα φριχτό, ανελέητο τίποτα. Οι ώρες κυλούσαν αργά, πολύ αργά, σαν μάνα και γιος να συναντιόντουσαν στη μέση ενός ονείρου. Η πέτρινη μορφή της σάλεψε μόνο μια φορά, σαν είπε: «Από μένα έλεος δεν θα δει, μ’ ακούς; Η μάνα το είπε αυτό. Κοιμήσου, μωρό μου. Κοιμήσου και κανονίζω εγώ».
Η ταφή έγινε την επομένη το πρωί. Όλο το χωριό ήταν παρόν. Η γειτόνισσα Ζαφειρία έσερνε τη φωνή, μοιρολογήτρες ολοφύρονταν για τον αδικοχαμένο και μάτωναν με τα νύχια τα μάγουλά τους, νεαρές κοπέλες έκοβαν τις όμορφες πλεξούδες τους και τις εναπόθεταν στα χέρια του νεκρού. Όλοι σκυφτοί και θλιμμένοι, εκτός από τη μαύρη μάνα που έστεκε αδάκρυτη κι ευθυτενής, με σκληράδα και θωριά πολεμική, καθόλα αταίριαστη με το πνεύμα της κηδείας.
Χωρίς να χάσει χρόνο, θέτοντας το σχέδιό της σε εφαρμογή, πέρασε το απόγευμα από το ταχυδρομείο και απέστειλε επειγόντως μια σφαλισμένη επιστολή στα Χανιά, στους πρώην συνεργάτες του ανδρός της. Το ίδιο βράδυ, εμφανίστηκε στο καφενείο του Σίφη κι εντελώς απρόσμενα πήγε κι έκατσε στο τραπέζι των ψαράδων, που είχαν αρχίσει από νωρίς τις ρακές για να ελαφρύνει το μυαλό και η καρδιά.
«Αν είστε άντρες σωστοί κι αγαπήσατε ποτέ τον γιο μου, θα κάνετε τούτο που σας ζητάω», είπε ήρεμα και αποφασιστικά καθώς τους γέμιζε τα ποτήρια με ρακή.
«Πες το και θα το ’χεις, Ματζαπετάνισσα» είπε κοφτά ο γερο-Θανάσης, ο πιο παλιός απ’ όλους. Όλο το τραπέζι συγκατένευσε.
«Ό,τι ψάρια πιάνετε από δω και στο εξής, θα τα δίνετε σε μένα».
«Όλα; Και για πόσες δραχμές, μωρέ Λενιώ;»
«Όσες παίρνατε πάντα, ούτε σκόντο θέλω ούτε τίποτα».
Συμφώνησαν ν’ αφήνουν κάθε πρωί τις ψαριές τους στην παραλία. Η αρχόντισσα έφυγε ικανοποιημένη. Με το λιγοστό φως του φεγγαριού, περπάτησε μόνη έξω από το χωριό, ώσπου έφτασε σε μια φτωχική στάνη στις παρυφές του βουνού. Εκεί ζούσε μονάχη μια χήρα ενός βοσκού, που λέγαν πως ήταν μάγισσα. Η Λένα μπήκε μέσα και βρήκε τη χήρα να βράζει πατάτες. Όλη η στάνη μοσχομύριζε μπαχάρια και βραστό λαχανικό.
«Τη χάρη που χρωστάς, Αννούλα, ήρθε η ώρα να τη δώκεις» της είπε αυστηρά.
Με την πλάτη γυρισμένη εκείνη, αποκρίθηκε: «Ίντα μπορώ να κάνω; Ν’ αναστήσω το κοπέλι σου ή να σε στείλω να το βρεις; Απ’ το ν’ ακούω απολυμάρες, απ’ το κονάκι μου σύρε και φεύγα».
Παραδίπλα βρισκόταν το τραπέζι, στρωμένο με παξιμάδια, ελιές, γραβιέρα και καρύδια. Μονομιάς, η Λένα του έδωσε ένα κλότσο γερό και σκόρπισε όλο το δείπνο στον αέρα. «Σκάσε και κοίτα με, μωρή τσουλάρα, μη σε πνίξω κει που στέκεσαι με το κορδόνι της ποδιάς σου, καταραμένη! Έτσι και μ’ αρνηθείς, θα σε σκίσω να σε ταΐσω στα σκυλιά σου!»
Κι η χήρα, ενθυμούμενη τον τρόμο που η Ματζαπετάνισσα μπορεί να σπείρει, γύρισε σαν δαρμένη κι αποκρίθηκε: «Λέγε τι θες, να τελειώνουμε».
«Να πνιγεί η θάλασσα στο αίμα, αυτό θέλω».
Σύντομα ο τόπος βούιξε: «Πάει, η Ματζαπετάνισσα λώλεψε, κάνει κουζουλάδες!»
«Καθαργά ξαμολιέται με την Άννα τη μουρλή στην παραλία, εκεί που έχασε το κοπέλι της ντε, και κάνει μαγικά! Τους είδανε να καίνε θυμιάματα κάτω από τ’ αστέρια, να κάνουν ξόρκια και να καταριούνται το κενό! Αν είσαι εκεί, σου κόβεται η χολή!»
«Το πρωί φορτώνουνε στη βάρκα του συγχωρεμένου τις ψαριές των ψαράδων, και λίγο παραμέσα τα ξεκοιλιάζουν και τα σκορπάνε στο νερό! Αποτρόπαια πράγματα!»
Το αλμυρό νερό κοκκίνιζε μέρα με τη μέρα, δεν έλεγε να καθαρίσει. Ο κόσμος άρχισε να διαμαρτύρεται, ο δήμαρχος μπήκε μπροστά και απαγόρεψε στους ψαράδες να της πουλάνε, ειδάλλως θα φώναζε τους χωροφυλάκους. Η αρχόντισσα άρχισε τότε να σφάζει όλα τα ζα που είχε στο μαντρί –γουρούνια, κότες, κατσίκες– και να σκορπίζει το δικό τους αίμα στα σκούρα βρόμικα κύματα. Οι γλάροι έκαναν τσιμπούσι με τα κουφάρια, το μάτι υπέφερε σαν κοιτούσε προς τα κει. Κάθε μέρα η Αννούλα, βλέποντας την αναστάτωση των χωριανών, παρακάλαγε την Ματζαπετάνισσα να σταματήσουν. Μα εκείνη, αγύριστο κεφάλι, την κράταγε από σφιχτό λουρί. Αφού είδε κι απόειδε, ο δήμαρχος πήγε σπίτι της να λογαριαστούνε. Μα πού να την κάνει ζάφτι; Οι φωνές τους ακούστηκαν ως έξω:
«Κουζουλάθηκες τελείως, Λενιώ! Πράμα δεν σου ‘χει μείνει στο κεφάλι!»
«Να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ, κι άσε με!»
«Κυρά μου, άκου με, όλοι πονάμε για σένα. Μα να σε βλέπουμε να ατιμάζεις τους πεθαμένους σου; Να προσβάλεις τον Κύριο με πράξεις του Σατανά; Έλα στα συγκαλά σου, ωρέ!»
«Ε πες ότι είμαι για δέσιμο, κι άκρη μην προσπαθείς να βγάλεις! Διαφορά δεν έχει αν είμαι λογική ή ξεκούδουνη. Αυτό που θέλω θα το κάνω, ο κόσμος να χαλάσει!»
«Ίντα θες λοιπόν, μου λες; Να στείλεις το βιος σου στον πάτο της θάλασσας;»
«Ξάσου, κι όταν το κάνω θα το δεις τι είναι. Και τώρα ξεκουμπίσου, μη σου μουντάρω όπως είσαι και σε βγάλω όξω με τις κλωτσιές!»
Το ίδιο βιολί συνέχισε, ώσπου στέρεψαν όλα τα χρήματα. Το χωριό τής γύρισε την πλάτη, μα η βούλησή της έμεινε ακλόνητη. Την τελευταία ημέρα έφτασε κάρο εμπορικό από τα Χανιά, φορτωμένο με φωτιστικό πετρέλαιο. Ξενομπάτικα πληρωμένα χέρια το μετέφεραν σε στάμνες ως την παραλία, κι η γριά με την Αννούλα τα βάζανε ένα ένα μες στη βάρκα, κινούσαν έξω στ’ ανοιχτά κι έχυναν το δηλητήριό τους στο καταραμένο νερό. Προτού το χωριό πάρει χαμπάρι, το πετρέλαιο χύθηκε ολάκερο και κάλυψε τη γύρω περιοχή, έτσι που το βράδυ η επιφάνεια της θάλασσας έλαμπε απ’ την γυαλάδα του λαδιού, σαν να ήταν ντυμένη γιορτινά. Νεκρά ψάρια άρχισαν να ξεβράζονται στην ακτή – μικρά, μεγάλα, ως και τα σκυλόψαρα που μαζεύτηκαν να καταβροχθίσουν τη σάρκα των κουφαριών. Το λάδι το κακό, το χημικό, κατέτρωγε τον πυθμένα, κι η θαλάσσια ζωή νεκρώθηκε από πάνω ως κάτω. Έμεινε η θάλασσα άδεια, αποστειρωμένη. Τούτο το έβλεπε η γριά, μα δεν της αρκούσε. Ασίγαστο έκαιγε το πάθος μέσα της, ακαταλάγιαστο το μίσος που είχε.
Σαν έμαθε το χωριό τι είχε κάνει, ξεσηκώθηκε πια εναντίον της. Πρώτα πιάσανε την τρελή, τη μάγισσα, την έσυραν έξω από το σπίτι της και τη λιθοβόλησαν. Μπούκαραν ύστερα στο αρχοντικό της Ματζαπετάνισσας και κάναν μεγάλο σαματά, που κράτησε ώρα πολλή. Φωνάζαν πως πήρε τον δρόμο του Σατανά, και πως τους κατέστρεψε την ακτή. Στο τέλος τής βάλανε όρο: θα έφευγε εξορία ή θα την έδιωχναν εκείνοι, ή χειρότερα. Μα της Ματζαπετάνισσας το αυτί δεν ίδρωσε καθόλου: «Μαύροι, παλιόσκυλα, έτσι είστε λοιπόν! Σας μάζεψε ο άντρας μου από τα σκατά και σας έκανε ανθρώπους! Η κλήρα μου, τ’ άγιο σπιτικό μου, όλα χάθηκαν, τίποτα σιμά σας δεν φυτρώνει! Καταραμένοι να ’στε κι εσείς κι οι απογόνοι σας, ανάγκη δεν σας έχω! Κι όσο για τ’ αρχοντικό μου, το στολίδι του χωριού σας, στάχτη και μπούρμπερη θα γίνει! Το παίρνω πίσω μια για πάντα, δεν ήσασταν άξιοι να το ’χετε ποτέ σας!»
Και με τα λόγια αυτά άρπαξε ευθύς το λούξι και το πέταξε στο παράθυρο, κι έσπασε αυτό και χύθηκε το πετρέλαιο επάνω στις παχιές βελούδινες κουρτίνες. Λαμπάδιασε το ύφασμα, πήραν φωτιά το χαλί κι η φλοκάτη του καναπέ. Έντρομες οι κυράδες μπήξαν τις τσιρίδες και τρέξαν να σωθούν συμπαρασύροντας τους άντρες, κι όλοι μαζί συνωστίστηκαν στην πόρτα. Κουτρουβαλήσανε ο ένας πάνω στον άλλο, κάποιοι πέσαν χάμω και ποδοπατηθήκαν, με το ζόρι ανάσαιναν. Η Ματζαπετάνισσα, ψύχραιμη και αγέρωχη, ίδια η μπουρλοτιέρισσα Μπουμπουλίνα, σκορπούσε τη φωτιά από δωμάτιο σε δωμάτιο μ’ ένα πρόχειρο δαδί, ώσπου οι φλόγες υψώθηκαν ως απάνω στη στέγη και αγκάλιασαν το κτίριο ολόκληρο.
Αφού χάζεψε για λίγο τη φωτιά, που το μέγεθός της έκανε τη νύχτα να μοιάζει μέρα, πήρε το δερμάτινο καμτσίκι απ’ την πόρτα της στάνης και κατηφόρισε για την παραλία. Το φεγγάρι δέσποζε ολόγιομο, αγνό· φώτιζε τον δρόμο της με ασημένιο φως· φώτιζε και το αμετανόητό της πρόσωπο. Άνθρωπος δεν τόλμησε να την ακολουθήσει, τόση τρομάρα έσπερνε το δαιμονικό της.
«Καριόλα, εσύ τα φταις» είπε μόλις τα πόδια της άγγιξαν νερό. «Τον Νικόλα Ματζαπετάκη ήθελες να πειράξεις; Το καμάρι, το βλαστάρι μου, το άστρο της ζωής μου; Είχες ξαναδεί μωρή πιο όμορφο παλικάρι ποτέ σου, πιο αγνό, πιο καλοσυνάτο; Νόμιζες ότι σαν τον έπνιγες θα γινότανε δικός σου; Εσένανε, που άπλωσες χέρι στο παιδί μου; Κοίτα πως κατάντησες, μια σούδα με βρομόνερα έγινες! Καταραμένη για πάντα να ’σαι!» είπε και κατέβασε με δύναμη το καμτσίκι, αφήνοντας ένα ηχηρό μαστίγωμα στα ταραγμένα νερά.
Ο άνεμος δυνάμωσε απότομα. Η θάλασσα φουρτούνιασε, διαμαρτύρονταν κάτω από τα ακατάπαυστα μαστιγώματα και τις βρισιές που με μίσος τυφλό ξεστόμιζε η αλλοπαρμένη μάνα. Κύμα σηκώθηκε ψηλό, που έσκαγε με δύναμη στην ακτή στοχεύοντας τα πόδια της. Αίμα κυλούσε από τις παλάμες της, το μαστίγιο τής γλιστρούσε απ’ τα χέρια. Όρμησε καταπάνω στη μανιασμένη θάλασσα και βούτηξε άφοβα στα σκοτάδια της. «Με τα χέρια μου θα σε τελειώσω, σκρόφα!» ούρλιαζε παλεύοντας με μένος τα κύματα. Το ρεύμα την παράσερνε όλο και πιο μέσα, νερό έμπαινε απ’ το στόμα της, τα ρούχα της βάραιναν και την τραβούσαν στον βυθό. Το μόνο που έμοιαζε να την κρατά στην επιφάνεια ήταν το τυφλό, αδυσώπητο μίσος της για το υγρό στοιχείο. Απόψε χόρευε αγκαλιά με την εχθρό της, από κύμα σε κύμα, δίχως ανάπαυλα, δίχως έλεος, όπως είχε υποσχεθεί. Από ψηλά, ο ουρανός έριχνε διακλαδωτές αστραπές που γράπωναν τη γη σαν δίχτυα χρυσά· κι ο αέρας, το σκοτάδι, η λάμψη, η βοή, κράτησαν μέχρι το πρώτο φως της μέρας.
Το πρωί την βρήκανε νεκρή στην αμμουδιά. Για μέρες δεν σηκώθηκε το παραμικρό αγέρι. Η θάλασσα έμενε ακύμαντη, αρυτίδιαστη, σαν κατάκοιτη στα τελευταία της. Οι τράτες, τα ψαροκάικα, τα εμπορικά, δεν μπόραγαν να σαλπάρουν.
Το χωριό ψιθύριζε. Δύο εβδομάδες μετά, ο παπάς έδωσε σιωπηλά τη συγκατάθεσή του. Νύχτα ξεθάψαν τη σορό της απ’ το νεκροταφείο και την ανέβασαν επάνω στο παπούρι του βουνού, να τη θάψουν κάτω απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων – να ’ναι καλά κρυμμένη, μην την βλέπει η θάλασσα και τρομάζει. Γιατί φοβόντουσαν πως η κατάρα της Ματζαπετάνισσας μπορούσε να κρατήσει τα νερά ακίνητα για πάντα. Μια παράδοση γεννήθηκε στο χωριό, για να καλοπιάσουν την Αρχόντισσα: να γιορτάζουν τα γενέθλια του Νικόλα σαν να ήταν ζωντανός, με γλέντια, δώρα και χαρές. Μόνο τότε άρχισαν και πάλι να σαλεύουν τα νερά, κι ο κόσμος βρήκε την υγειά του.
Και τότε είπαν όλοι πως, ναι, η γριά πάλεψε με τη θάλασσα, και τη νίκησε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος