Άνοιξε τα μάτια της με απορία. Ένα βουητό σαν από χιλιάδες μέλισσες ακουγόταν απ’ έξω. Πίστευε πώς αν άνοιγε το παράθυρο, σμήνη από αυτές θα προσπαθούσαν να μπουν από όποιο άνοιγμα έβρισκαν. Σίδερα χτυπούσαν μεταξύ τους κάνοντας το βουητό εκκωφαντικό.
Το πατζούρι άνοιξε μ’ ένα σπρώξιμο και τις είδε κρεμασμένες σε λίγα μέτρα μπροστά της. Άλλες με τα φορέματα κι άλλες με τα νυχτικά τους ν’ ανεμίζουν, χωρίς πόδια, ακέφαλες και τραγικά αέρινες. Βγήκε τρέχοντας χωρίς να σκεφτεί ή να διστάσει με το δικό της νυχτικό ν’ ακολουθεί τον κυματισμό των υπολοίπων.
Με θολωμένα μάτια, τα γυμνά της πόδια σκόνταψαν πάνω σε πορσελάνες απλωμένες στο πεζοδρόμιο. Πιάτα, πιατέλες, φλιτζανάκια με σχέδια, μαχαιροπήρουνα με χρυσό, το βιός των κρεμασμένων γυναικών, εκτεθειμένο στο δρόμο.
Δεν ήξερε πού πήγαινε, πώς έτρεχε, τα μάτια της θολά δεν βοηθούσαν. Τα παπούτσια τους ήταν εκεί, βγαλμένα ίσως βίαια από τα πόδια τους. Όσα ήταν ζευγάρια, ήταν όμορφα τοποθετημένα, το ένα κάτω και το άλλο όρθιο μέσα του.
Ποιοι ήταν όλοι αυτοί που την κοίταζαν; Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί; Ένας σήκωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του την έδειξε. Δεν θα γλύτωνε ούτε αυτή. Τα πόδια της απέκτησαν αυτόνομη κίνηση κι’ απίστευτη ταχύτητα. Τα χέρια της απλωμένα πάλευαν να πιαστούν από κάπου , παρασέρνοντας στην πορεία τους κάλτσες, πετσέτες κι εσώρουχα που τα άρπαζε και πέταγε μακριά με αηδία.
Τι έκαναν όλοι αυτοί εκεί έξω; Γιατί κρέμασαν αυτές τις γυναίκες; Γιατί άπλωσαν το βιός τους στο δρόμο; Είδε μπροστά της την εκκλησία και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού τα μάτια της.
Είδε κρεμασμένα σημαιάκια και την εικόνα της Αγ. Παρασκευής στα σκαλιά. Αυτό το σκηνικό την συνέφερε. Ένιωσε πως από την αχανή ζούγκλα του παραλόγου είδε στο ξέφωτο την πραγματικότητα.
Πανηγύρι ήταν.
02/08/2021
ΙΟΥΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ