Και τι δεν είχε κάνει την προηγούμενη μέρα απ’ το ξημέρωμα. Αχάραγα ακόμα είχε πεταχτεί στη βρύση του χωριού να φέρει φρέσκο νερό να το βρει ο Κύρης της πριν ξυπνήσει κι ύστερα άρχισε να καταπιάνεται με όλες εκείνες τις δουλειές που τα κορίτσια της ηλικίας της απασχολούνταν στα χωριά. Σκούπισε όλο το πάτωμα του μικρού σπιτιού απ’ άκρη σ’ άκρη, τίναξε τα σεντόνια της κι έστρωσε το κρεβάτι να είναι συγυρισμένο όλη μέρα κι άρχισε μετά να σκαλίζει τα ντουλάπια της κουζίνας του πατρικού της, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει τι θα μαγειρέψει μέχρι το μεσημέρι και αναζητώντας το αλεύρι για να ζυμώσει. Ύστερα από καμιά ώρα, το σπίτι στην άκρη του χωριού κοντά στη λίμνη αλλά και ο δρόμος γύρω είχαν πλημμυρίσει από τις λαχταριστές ευωδιές του ζυμωτού ψωμιού και του νόστιμου φαγητού που είχαν πλάσει τα προκομμένα χέρια της Μυρσίνης. Κι αφού αποτελείωσε το μαγείρεμα, έβαλε δυο ντομάτες, ένα μεγάλο κομμάτι τυρί, λίγο από το ψωμί που μόλις είχε ζυμώσει σ’ ένα κατακόκκινο καρό μαντήλι και πήρε το μονοπάτι κατά τη δημοσιά του χωριού να το πάει στους δικούς της που θέριζαν στα χωράφια να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι το μεσημεράκι. Επέστρεψε ύστερα και συνέχισε τις υπόλοιπες δουλειές του νοικοκυριού. Κι όταν τέλειωσε μ’ όλα αυτά το απόγευμα, έπιασε η κοπέλα το εργόχειρό της και μέχρι το βράδυ τα δάχτυλά της πετούσαν πάνω στις βελόνες καθώς προσπαθούσε ν’ αποτελειώσει την κουβέρτα που ονειρευόταν κάποτε να στρώσει στο νυφιάτικο κρεβάτι της. Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε και τούτη η μέρα κι όταν πια ο ήλιος έριξε το κόκκινο φως του στη Δύση κατάκοπη πια η Μυρσίνη, άλλαξε στα γρήγορα τα καθημερινά της ρούχα μ’ ένα ζαχαρί μεταξωτό νυχτικό, δώρο της Νόνας της, έριξε βαριά το κουρασμένο σώμα της στο ξύλινο μπαλοντίβανο που εκτελούσε χρέη κρεβατιού στο δωμάτιό της κι άφησε τον ύπνο να την πάρει σχεδόν αμέσως μόλις έκλεισε τα μάτια της… αισθανόταν τόσο εξαντλημένη απ’ όλες τις δραστηριότητες της προηγούμενης μέρας που πίστευε πως θα κοιμόταν μέχρι το πρωί χωρίς όνειρα… μα το βράδυ τούτο ήταν γραφτό να γίνει αλλιώς…
Η ζέστη ήταν αφόρητη στη καρδιά του καλοκαιριού. Ωστόσο, η Μυρσίνη είχε βυθιστεί στον ύπνο για τα καλά αποκαμωμένη καθώς ήταν από τις πολλές της ασχολίες που σχεδόν παραξενεύτηκε όταν μέσα στον ύπνο της άρχισε να αισθάνεται πως σηκώνεται και τραβά προς την εξώπορτα …
Η Πανσέληνος από πάνω της καθώς βγήκε στην αυλή, έριχνε διάπλατα το φως της ένα γύρω και το κορίτσι έβλεπε καθαρά, σα να είχε γίνει η νύχτα μέρα από το φως του φεγγαριού και φτάνοντας στη πόρτα της αυλής, σαν να υπνοβατούσε και να μη μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της, σήκωσε το μάνταλο που χώριζε την αυλή από το δρόμο και άρχισε να τρέχει προς τη λίμνη που έβρεχε τα τελευταία σπίτια του χωριού αρκετά μέτρα ωστόσο πιο πέρα για να διασχίσει κανείς νύχτα αυτή την απόσταση… και μάλιστα ένα έφηβο κορίτσι ολομόναχο. Μα τα πόδια της λες και δεν ακουμπούσαν πιότερο στο έδαφος παρά σα να πετούσε…
Ωστόσο, η Μυρσίνη δεν ένιωθε φόβο. Μια παράξενη δύναμη την καλούσε ‘κείνο το βράδυ στη λίμνη και ψυχανεμιζόταν πως κάποιο μυστικό ήταν κρυμμένο στα σκοτεινά νερά κι εκείνη έπρεπε να το ανακαλύψει. Σαν αερικό κατευθυνόταν προς τη λίμνη, αφήνοντας πίσω της και τα τελευταία σπίτια του χωριού μέχρι που πέρασε και τα δέντρα της ακρολιμνιάς κι έσκυψε πάνω από το νερό που έστεκε ήσυχο κι ακύμαντο ενώ μια παράξενη ησυχία απλωνόταν στη γύρω εξοχή, χωρίς κρωξίματα βατράχων και φωνές πουλιών λες και όλη η φύση είχε συνωμοτήσει για να υποδεχτεί τη Μυρσίνη στο βασίλειό της…
Η έφηβη έβαλε σιγά σιγά τα πόδια της στο νερό κι άρχισε να προχωρά προς το κέντρο της λίμνης, όταν ένας μεγάλος κύκλος σαν αυτούς που σχηματίζονται όταν πετάμε μια πέτρα στη θάλασσα, άρχισε ν’ ανοίγεται μπροστά της κι όλο να φαρδαίνει μέχρι που της φάνηκε πως βρισκόταν μέσα σ’ ένα σκοτεινό μυστηριακό κύκλο που έμοιαζε με θύρα σ’ ένα άλλο κόσμο και που δεν ήξερε που θα την οδηγούσε…
Έσκυψε δειλά και κοίταξε μέσα στο νερό… τότε αντίκρισε το είδωλό της μέσα στη λίμνη ενώ το μεταξωτό νυχτικό βρεγμένο κολλούσε πάνω της κι άρχισε να γίνεται ένα με το σώμα της… ένιωσε τότε σα να έβλεπε μια άλλη κοπέλα να τη κοιτάζει μέσα στο κύκλο, σα να ήταν ο εαυτός της και να μην ήταν μαζί, μια άλλη Μυρσίνη από την άλλη πλευρά του κύκλου, ίδια μ’ εκείνη μα λίγο πιο ώριμη και πιο γοητευτική, ο άλλος της εαυτός που της έγνεφε από μια παράλληλη, άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή διάσταση…
Ποια είσαι; Ρώτησε απορημένη και λίγο φοβισμένη η Μυρσίνη. Είσαι εγώ; μα το είδωλο από την άλλη μεριά του κύκλου, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις της, μόνο της έκανε νόημα σα να την καλούσε να την ακολουθήσει στα ζεστά σκοτεινά νερά…
Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε ολόκληρη. Για μια στιγμή το νυχτικό, ανέβηκε μέχρι το λαιμό έτσι όπως έπεσε απότομα και νόμισε πως θα πνιγεί… αλλά όχι… ξαφνικά ισορρόπησε μέσα στο μεγάλο σκοτεινό κύκλο κι άρχισε να κολυμπά διασχίζοντάς τη λίμνη όλο και πιο γρήγορα σα να είχε βγάλει πτερύγια στις πλάτες και στα γυμνά της πόδια, μέχρι που πάτησε ξανά σε στέρεο έδαφος στην άλλη όχθη και βγαίνοντας έξω, βρέθηκε πολύ κοντά σ’ ένα πανέμορφο πελώριο λιβάδι κι άρχισε να περπατάει προς αυτό έχοντας τη γεμάτη Πανσέληνο πάνω της για οδηγό… όσο πλησίαζε τόσο πιο καθαρά διέκρινε το τοπίο ενώ μεγάλες φωτιές ήταν αναμμένες σε διάφορα σημεία του ξέφωτου και γύρω τους η Μυρσίνη είδε μαζεμένους αρκετούς ανθρώπους κάπως περίεργα ντυμένους να τραγουδάνε και να χορεύουν σε κατάσταση έκστασης και προσπάθησε να θυμηθεί που τους είχε ξανασυναντήσει καθώς και τα ρούχα που φορούσαν… ύστερα θυμήθηκε… έτσι ντύνονται οι Δερβίσηδες στη Τουρκία, της είχε πει κάποτε ο δάσκαλός της και της είχε δείξει και κάποιες φωτογραφίες από τη μυστικιστική αυτή τελετή που λάμβανε χώρα σε διάφορα μέρη στη γειτονική χώρα… μάλιστα θυμόταν η Μυρσίνη, είχε τάξει τότε στον εαυτό της να κάνει κάποτε ένα ταξίδι να δει από κοντά την παράξενη και μυστηριακή αυτή τελετή που εκείνοι που την εκτελούσαν με το θρησκευτικό τους αυτό στριφογύρισμα, προσπαθούσαν να απελευθερωθούν για λίγο από την ύλη και ν’ αγγίξουν το θείο…
Χωρίς να νιώθει φόβο, η Μυρσίνη πλησίασε τους φλεγόμενους κύκλους κι άρχισε να στροβιλίζεται μαζί με τους άντρες γύρω από τη φωτιά, μπλέκοντας τα βήματά της στο δικό τους χορό ενώ τα λόγια ενός τραγουδιού που δε θυμόταν να είχε ξανατραγουδήσει κι έμοιαζε κάπως με μακρόσυρτη ψαλμωδία άρχισαν να βγαίνουν από τη στόμα της συνοδεύοντας αβίαστα το τραγούδι των Δερβίσηδων…
Ύστερα από λίγη ώρα σαν από το πουθενά, μυστηριώδεις σκιές άρχισαν να εμφανίζονται μέσα από τα δέντρα και να προχωράνε προς τις φωτιές, ενώνοντας την άυλη ύπαρξή τους με την ομήγυρη των Δερβίσηδων, ενώ ψιθύριζαν στη Μυρσίνη την ταυτότητά τους….
Είμαι η γέννα… της είπε η πρώτη σκιά…. τριγυρίζω στη πλάση και κάθε φορά που γεννιέται ένα παιδί από μια νεράιδα κι ένα θνητό τις μέρες του καλοκαιριού στήνω τούτο το χορό που βλέπεις μπροστά σου για να γιορτάσω το θρίαμβο μου πάνω στο θάνατο…
Κι εγώ είμαι ο ύπνος… της είπε η άλλη σκιά… πηγαίνω από σπιτικό σε σπιτικό για να κάνω τους ανθρώπους ν’ αποξεχαστούν λίγο από τα βάσανα της καθημερινότητας… μα καμιά φορά μεταμορφώνομαι στον αδερφό μου το θάνατο και όταν έρθει η ώρα, τους παίρνω μαζί μου στον αιώνιο ύπνο…
Εγώ είμαι ο πλούτος… είπε μια τρίτη σκιά…. γενναιόδωρος μα και αυστηρός … δίνω στους ανθρώπους τους καρπούς του μόχθου τους μα μπορώ να τους τα πάρω όλα αν θυμώσω και δω πως παρασύρονται από την αλαζονεία της ύλης και τους ρίχνω στα χέρια της φτώχειας…
Κι εγώ είμαι η φτώχεια… είπε η επόμενη σκιά … γλιστρώντας κι αυτή με τη σειρά της μπροστά στα έκθαμβα μάτια της Μυρσίνης που είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται αν ήταν όντως σε όνειρο ή κάτι άλλο μεταφυσικό και παράξενο βίωνε εκείνη τη νύχτα που θα έμενε στη μνήμη της για πάντα… κάτι που είχε να κάνει μ’ ένα άλλο παράλληλο με το δικό μας υλικό κόσμο και στον οποίο περιπλανιώνταν πλάσματα και σύμβολα σαν αυτά που της μιλούσαν εκείνο το βράδυ ή και ο άλλος μας άυλος εαυτός …
Με τη σειρά τους πέρασαν από μπροστά της ο Φόβος, ο Πόλεμος, η Ελπίδα κι όλα τα μυστικά σύμβολα και μορφές του μάταιου κόσμου και το καθένα της έλεγε ποιο ήταν και με ποιο τρόπο επηρέαζε τη φθαρτή υπόσταση των θνητών…
Έπειτα η Μοίρα πέρασε μπροστά από τα μάτια της Μυρσίνης … κι άρχισε να της φανερώνει ποιον θα πρωτοφιλήσει σα μεγαλώσει λίγο ακόμα κι από ποιον από τα παλικάρια του χωριού θα δεχτεί το πρώτο της ερωτικό χάδι …
Και τελευταίος πέρασε ο Έρωτας… σκιά κι αυτός μα λουσμένος σ’ ένα απόκοσμο κατακόκκινο φως που έμοιαζε λίγο με τα χρώματα της Ανατολής που ρόδιζε δειλά δειλά μακριά στην άκρη του φλεγόμενου χωραφιού κι ήταν τυλιγμένο γύρω του σα μανδύας, έτσι μεγαλόπρεπος όπως είναι πάντα ο Έρωτας κάθε που τον συναντάμε στη ζωή μας… κι αυτός της είπε διαφορετικά προμηνύματα από ΄κείνα που της ψιθύρισε πριν η Μοίρα.. πως δε θα παντρευτεί το πρώτο παλικάρι που θ’ άγγιζε τα χείλη της μα κάποιον άλλο ξένο που θα ερχόταν από μακριά και θα την έπαιρνε σε πολιτεία μεγάλη, ξέχωρα από τους δικούς της…
Καθώς οι πρώτες αχτίνες του ήλιου διέλυαν σιγά σιγά το χορό των Δερβίσηδων και των σκιών, ένα μικρό ξανθό παιδί εμφανίστηκε σαν από το πουθενά από τη μεριά της λίμνης μ’ ένα στεφάνι αγριολούλουδα στα μαλλιά του και χορεύοντας ήρθε προς το μέρος της Μυρσίνης…
Την έπιασε από το χέρι κι άρχισε να τη τραβά και πάλι στα νερά της λίμνης από εκεί που είχε έρθει… υπάκουα η Μυρσίνη κράτησε το χέρι του παιδιού κι άρχισε να επιστρέφει μαζί του προς τα νερά προσπαθώντας να θυμηθεί που γνώριζε αυτό το παιδί….
Ποιο είσαι … το ρώτησε και πάλι ψιθυριστά… τι είναι όλα αυτά που είδα εδώ απόψε;; Ξέρεις εσύ να μου πεις;
Το παιδί … γύρισε αργά της χαμογέλασε και της είπε… μη μιλάς… μόνο πέρνα από την άλλη μεριά του κύκλου ξανά… δεν είναι ακόμα ώρα…
Μ’ ένα ξαφνικό τράνταγμα που το ένιωσε μέσα στον ύπνο της σα να ξανάμπαινε στο σώμα της, η Μυρσίνη βγήκε από το όνειρό της… το στήθος της ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένα σα να έτρεχε για πολύ ώρα μα δεν ένιωθε ταραγμένη σα να είχε δει εφιάλτη … έμεινε για λίγες στιγμές μ’ ανοιχτά μάτια στο ημίφως, προσπαθώντας να καταλάβει αν όλο αυτό που ζούσε πριν, ήταν απλώς όνειρο… Πέρασε αρκετή ώρα πρωτού συνέλθει εντελώς και μπορέσει να σηκωθεί και να σταθεί πάνω στο κρεβάτι της…
Ξαφνικά είδε την παιδική της ξανθιά πλεξούδα που η μάνα της είχε κρατήσει και την είχε καρφιτσωμένη στη κάσα του παραθύρου απέναντι από το ντιβάνι, να ξορκίζει κατά πως έλεγε τα κακά πνεύματα και τις ανεράδες που τριγύριζαν τα βράδια έξω από τα σπίτια κι άρπαζαν παιδιά… σηκώθηκε κράτησε το απαλό ξανθό μαλλάκι στα χέρια της και τότε κατάλαβε… και το παιδί και η κοπέλα που την ταξίδεψαν τη προηγούμενη νυχτιά στο όνειρο δεν ήταν παρά πτυχές του πρότερου ίσως και του μελλοντικού εαυτού της..
Ποτέ δεν ξέχασε η Μυρσίνη το όνειρό εκείνης της νύχτας… Και το έφερνε στο νου της συχνά από τότε κυρίως όταν κάποια από τα προφητικά μηνύματα του ονείρου, τα έβλεπε να επαληθεύονται μπροστά στα μάτια της, όταν δέχτηκε το πρώτο της φιλί ή όταν αργότερα γνώρισε τον όμορφο και παράξενο ξένο που βρέθηκε στο χωριό και τα έφερε έτσι η τύχη που τον ακολούθησε σε άλλη πολιτεία εκεί που τον έβγαλε κι εκείνον η μοίρα και ο δρόμος του.
- Ένα διήγημα εμπνευσμένο από το τραγούδι του Δήμου Μούτση: Το όνειρο (στίχοι και μουσική του Δ. Μούτση) και από ένα βίντεο των Gloomy Gentlemεn στο youtube, με θέμα: Στοιχειωμένες λίμνες / την παιδική κοτσίδα της Μυρσίνης, την εμπνεύστηκα από μια τούφα από τα πρώτα μου ξανθά μαλλιά που είχε κρατήσει η μητέρα μου και βρίσκεται ακόμα στο πρώτο μου άλμπουμ φωτογραφιών.
ΕΙΡΗΝΗ ΧΙΩΤΗ