Πάντα θα τον έψαχνε. Για όσο άντεχε, για όσο χτυπούσε η καρδιά της. Θα πήγαινε όπου χρειαζόταν, όπου την οδηγούσε η διαίσθησή της. Μέχρι τα πέρατα του κόσμου, για εκείνον. Ακόμα και μέχρι τον άλλο κόσμο, αν δεν τον έβρισκε στους ζωντανούς… Είχε τη σάρκα του, είχε το αίμα του. Τα πράσινα μεγάλα μάτια του, τη συναισθηματική νοημοσύνη του. Ακόμα και το ταλέντο της στη φωτογραφία το είχε κληρονομήσει από εκείνον. Δεινός φωτογράφος της εποχής του. Ο πρώτος που πάντρεψε τη μόδα με τη φύση. Ο πρώτος που έβγαλε τα μοντέλα έξω από τα ατελιέ και τις πασαρέλες και τα εναρμόνισε με τις ακουαρέλες του περιβάλλοντος. Ένας ποιητής του φωτογραφικού φακού κι ένας ονειροπόλος του κόσμου! Εκείνος, ο μοναδικός, ο πατέρας της!
Η έκταση της πόλης ήταν αχανής και οι πιθανότητες εύρεσης του μηδαμινές έως ανύπαρκτες. Οι απογοητεύσεις και οι δυσκολίες πολλές και επαναλαμβανόμενες, μα και το πείσμα και το κουράγιο της άτρωτοι αρωγοί των προσπαθειών της. Η επιθυμία της να τον ξαναβρεί άγγιζε το ακατόρθωτο και η θέλησή της είχε τη δύναμη να μετακινήσει βουνά. Τίποτα και κανένας δεν θα την σταματούσε! Η αναζήτησή του ήτανε πια σκοπός ζωής για εκείνη, την ατίθαση αεικίνητη φωτογράφο.
Ήτανε πια Σάββατο, αρχές Δεκεμβρίου και το κρύο αρκετά αισθητό. Ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε έξω παρά τις όμορφες, λαμπερές βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων. Η ατμόσφαιρα μύριζε κάπνα και υγρασία και η ομίχλη συνεχώς πύκνωνε κάτω από το αδιόρατο ψιλόβροχο. Η καρδιά της κοπέλας ήταν γεμάτη νοσταλγία. Άσβηστος πόθος για μια ακόμη αναζήτηση στην γιορτινή, παγωμένη πόλη και κρυφά αλμυρά δάκρυα, πνιγμένα καιρό μες στην ψυχή της, που στάλαζαν σιωπηλά ευθύς στα απούλωτα παιδικά της τραύματα. Αυτή ήταν η καθημερινότητά της. Φωτογραφία, αγώνας και πόνος… Ειδικά μετά την εμφάνιση του τελευταίου φιλμ στον σκοτεινό θάλαμο που έμελλε να ξυπνήσει μέσα της ξανά το φως της ελπίδας. Οι φωτογραφίες μαρτυρούσαν ξεκάθαρα την ύπαρξή του. Εκείνη η απόμακρη φιγούρα στις ήσυχες γωνιές της πόλης ήταν δική του. Δεν λάθευε το ένστικτό της, δεν έπεφτε έξω η διαίσθησή της. Ναι σίγουρα, ήταν εκείνος! Είχε πειστεί πια πως ήταν εφικτό να τον βρει, αρκεί να έψαχνε εκεί που την οδηγούσε η καρδιά της.
Και την επόμενη μέρα ξεχύθηκε στους δρόμους σαν λαγωνικό της αγάπης ιχνηλατώντας τα βήματα του πατέρα της στην αντίθετη πλευρά της πόλης. Από τις δυτικές κυρίως συνοικίες έως το κέντρο. Άλλωστε οι πληροφορίες που είχε την οδηγούσαν σ’ εκείνη την περιοχή. Ο πατέρας της είχε θεαθεί τελευταία φορά από ένα συγγενικό πρόσωπο, στα συσσίτια απόρων της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Τον είχε δει ο Θείος της, άντρας της αδερφής του, μια μέρα που είχε πάει στον Ναό για ν’ αφήσει μια χαρτόκουτα με ρούχα που πια δεν τον χωρούσαν, μετά τα τελευταία κιλά που είχε πάρει. Τον είδε να στέκεται ντροπαλά στη σειρά, ρακένδυτο και αποδυναμωμένο. Τον γνώρισε από τα μάτια. Από εκείνο το βαθυπράσινο, μελαγχολικό βλέμμα. Μα κι εκείνος πρέπει να τον αναγνώρισε, γιατί μόλις διασταυρώθηκαν οι ματιές τους κοίταξε αμήχανα αλλού. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν του μίλησε ο Θείος της, για να μην τον κάνει και αισθανθεί άσχημα. Μα την ίδια μέρα τηλεφώνησε στην ανιψιά του και της αφηγήθηκε την μοιραία συνάντηση.
Η κόρη του τον αναζητούσε τα τελευταία πέντε χρόνια, όταν εκείνος υπό την πίεση οικονομικών προβλημάτων έκλεισε το φωτογραφείο του και έφυγε ντροπιασμένος μακριά από την οικογένειά του αφήνοντας μόνο ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα συγνώμης. Ήταν περήφανος άνθρωπος, κιμπάρης, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Έτσι, επωμίστηκε όλη την ήττα, όλη τη φρίκη της αποτυχίας και αποσύρθηκε στη βαθιά σκιά της μοναξιάς του. Έξω στο δρόμο εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης και στις κακουχίες που επέλεξε για να τιμωρήσει τον εαυτό του. Στη ζωή του όλα τα είχε κερδίσει με σκληρή και κοπιαστική δουλειά. Τίποτα δεν του είχε χαριστεί, τίποτα δεν βρήκε έτοιμο. Όλα τα δημιούργησε με το μυαλό και τα χέρια του, με την καρδιά και την ψυχή του. Γι’ αυτό ήξερε να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Αν κέρδιζε την επιτυχία ήταν δική του καθαρή, προσωπική νίκη κι αν πάλι έχανε ήταν δικό του κρίμα και ανεπάρκεια. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας της, έντιμος και καθαρός, περήφανος σαν αετός και ευαίσθητος σαν μικρό παιδί.
Ήξερε πολύ καλά πως διάλεξε την ταπείνωση για να δαμάσει τους δαίμονές του, πως έγδερνε τις πληγές του για να εξιλεωθεί, πως σήκωνε μονάχος τον σταυρό του για να εξαγνίσει την ήττα του. Ήξερε πολύ καλά πως θα τον έβρισκε στην πιο ζοφερή γωνιά του πλανήτη, στην πιο βαθιά τρύπα της γης. Ανάμεσα σε ασήμαντους, ξεχασμένους ανθρώπους, απόκληρους της κοινωνίας και της ίδιας της ζωής. Εκεί στα δαιδαλώδη μονοπάτια της απόγνωσης και στα λημέρια της ερήμωσης έψαχνε τον άνθρωπο που της δίδαξε τόσα πολλά. Να είναι τίμια, να είναι αληθινή, να πασχίζει, να αγωνίζεται, να προσπαθεί…
Μα τώρα αυτός προσπαθούσε απελπισμένα να αφανίσει τον εαυτό του, γιατί απέτυχε ως οικογενειάρχης και ως πατέρας. Γιατί δεν είχε τη δύναμη να κοιτάξει στα μάτια τους δικούς του ανθρώπους και να μαζέψει μπροστά τους τα κομμάτια του. Δεν άντεχε να νιώσει ακόμα πιο ηττημένος… Αποσύρθηκε λοιπόν στο περιθώριο της ζωής, παρέα με άλλους πληγωμένους ανθρώπους, να μοιραστεί μαζί τους τον πόνο και την οδύνη. Τι κι αν η πόλη είχε βάλει τα γιορτινά της για να υποδεχτεί την γέννηση του Θεανθρώπου. Τι κι αν οι δρόμοι έσφυζαν από χαρά και αισιοδοξία. Στον δικό του κόσμο βίωνε μόνο την σταύρωση και την ταφή, την δικιά του ατελή ερημιά.
Εκείνο το απόγευμα η Νεφέλη, η μονάκριβή του κόρη είχε μια έντονη διαίσθηση πως είναι πια πολύ κοντά στα ίχνη του. Ο αέρας μ’ έναν παράξενο τρόπο προμήνυε την αντάμωση, μπερδεμένος με σκανδαλιστικές μυρωδιές ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα είχαν την τιμητική τους στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων και όλη αυτή η αίσθηση της αφθονίας δημιουργούσε ένα συναίσθημα πληρότητας και ευφορίας. Κάτι της έλεγε πως σύντομα θα έπαυε να νιώθει ημιτελής, θα ενωνόταν ξανά η οικογένεια…
Φόρεσε τα γάντια και τον σκούφο της, τύλιξε το πολύχρωμο κασκόλ της γύρω απ’ τον λαιμό της, πήρε την φωτογραφική της μηχανή και ξεχύθηκε ορεξάτη για μια ακόμα αναζήτηση. Βάδιζε για ώρες ακολουθώντας το ένστικτό της ελπίζοντας να την οδηγήσει ευθύς σ’ εκείνον. Σ΄ εκείνον που θαύμαζε από μικρή για την ευθύτητα και τη λεβεντιά του, για την οξυδέρκεια και την εντιμότητα, για το μεγαλείο της ψυχής του! Ακόμα και τώρα, που φάνταζε σαν λιποτάκτης στη ζωή και σαν κυνηγημένος λύκος, εκείνη τον θαύμαζε και τον αποζητούσε μέρα και νύχτα ακούραστα για να τον φέρει πίσω στην αγάπη. Ήταν πάντα η αδυναμία της, ο μεγάλος της ήρωας, ο άνθρωπος που την καταλάβαινε και την ένιωθε. Ήταν εκείνος που θα σκούπιζε το δάκρυ της και θα ζωγράφιζε στο πρόσωπό της ένα μεγάλο, πλατύ χαμόγελο. Εκείνος που θα στεκόταν δίπλα στα σφάλματά της και θα την συμβούλευε στοργικά. Που θα την μάλωνε μόνο με σιωπές και βλέμματα, ποτέ με πικρά λόγια. Εκείνον έψαχνε, τον επίγειο άγγελο της. Τι κι αν αυτός φορούσε κουρέλια, η ψυχή του κούρνιαζε στην καθαρότητά της…
Είχε ήδη σουρουπώσει όταν έφτασε στην Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. Το κρύο είχε δυναμώσει αισθητά και οι δυνάμεις της είχαν μειωθεί σημαντικά. Τα πόδια της πονούσαν πολύ μετά από τόση περιπλάνηση και στην καρδιά της φώλιαζε πάλι η απογοήτευση για τις άκαρπες προσπάθειές της. Τα μάτια της όμως είχαν μια αδιόρατη σπιρτάδα και μια ανεξήγητη εσωτερική χαρά σα να περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα τον αντίκριζε.
Και δεν άργησε να γίνει το θαύμα. Εκεί στο πάρκο πίσω από τον Ναό είδε μια κυρτή μοναχική φιγούρα που όμως έμοιαζε γνώριμη. Το βάδισμα αυτού του ανθρώπου καθώς απομακρύνονταν μες στην ομίχλη της νύχτας, ανεπαίσθητα ξυπνούσε στο μυαλό της μνήμες και εικόνες του παρελθόντος. Μνήμες ζωντανές που στοίχειωναν πέντε χρόνια τώρα τα όνειρά της.
Άνοιξε το βήμα της κι έτρεξε ξωπίσω του. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα και άρρυθμα. Η αναπνοή της διακόπτονταν από μικρές παύσεις αγωνίας και άγχους. Οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί προσπαθώντας να εγκλωβίσουν τη στιγμή της αντάμωσης, άσβηστη μες στη μνήμη της καρδιάς της. Τα δευτερόλεπτα είχαν ηλεκτριστεί από την επικείμενη συγκινησιακή φόρτιση και κάθε χτύπος της καρδιάς της μαρτυρούσε την ξέφρενη, εναγωνιώδη χαρά.
«Στάσου!!!» φώναξε δυνατά τρέχοντας ελαφρά προς το μέρος του. «Στάσου, είμαι η κόρη σου!» συνέχισε λαχανιασμένη. Το βήμα του άντρα πάγωσε και η ταλαιπωρημένη φιγούρα του έμεινε για λίγο ασάλευτη. Έπειτα έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπο του και ξέσπασε σ’ ένα σιωπηλό, σπαρακτικό κλάμα πνιγμένο σε λυγμούς και αναφιλητά. Έμενε εκεί ακίνητος μη τολμώντας να γυρίσει το βλέμμα του και ν’ αντικρίσει ό,τι με δειλία είχε αφήσει. Την οικογένειά του, το ίδιο το παιδί του…
Το γερασμένο του πρόσωπο όλο και σκοτείνιαζε βυθισμένο σε επίπονες μνήμες. Τα χαρακτηριστικά του εναρμονίζονταν στους μορφασμούς της πικρίας και οι βαθιές του ρυτίδες μοιάζανε τώρα με αυλάκια δακρύων κάτω απ’ το θαμπό ηλεκτρικό φως. Η καρδιά του σφίχτηκε και ράγισε μ’ έναν υπόκωφο εσωτερικό κρότο. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα που απέφευγε πέντε χρόνια τώρα, να αντικρίσει κατάματα τα λάθη του και να ζητήσει συγνώμη…
Το κορίτσι τον πλησίασε θαρρετά. «Πατέρα, μη φοβάσαι… εγώ είμαι, η Δανάη σου…» του ψιθύρισε με γλυκύτητα. «Έλα καλέ μου, πάμε στο σπίτι, στο σπίτι μας…» του είπε τρυφερά και άγγιξε απαλά το ξεθωριασμένο, φθαρμένο πανωφόρι που κάλυπτε το κουρασμένο του σώμα. Εκείνος σάστισε. Την κοίταξε διερευνητικά με τα μεγάλα σμαραγδένια του μάτια και είπε ξέπνοα «Φταίω για όλα… υπήρξα δειλός και λιποτάκτης. Δεν μου αξίζει η συγχώρεση, παιδί μου. Δεν έχω πια τίποτα να σου προσφέρω, μονάχα βάρη και προβλήματα. Άσε με να ζήσω μοναχός… αυτό μου αξίζει… Θέλω να σ’ αγκαλιάσω, μα δεν τολμώ…. Θα σε λερώσω κι είσαι πάλλευκη σαν κρίνο… Να πεις στην μητέρα σου πως σας αγαπώ πολύ… γι’ αυτό έφυγα… για να μην ζήσετε μαζί μου την καταστροφή μου… για να μην δείτε αυτόν που είχατε ως πρότυπο, να καταρρέει μπροστά στα μάτια σας. Γι’ αυτό έφυγα…» ψέλλισε χαμηλόφωνα και παραδόθηκε πάλι στο δακρύβρεχτο του παράπονο.
Ήταν μια ειλικρινής εξομολόγηση καρδιάς, μια μορφή ολοκληρωτικής ταπείνωσης καταμεσής στο γιορτινό, ευφάνταστο πάρκο πίσω από τον Ναό. Η συγχώρεση ήταν έτοιμη από καιρό. Μετά τον πρώτο θυμό είχε ήδη διεισδύσει στην καρδιά της Δανάης μη ζητώντας καν εξηγήσεις. Όταν αγαπάς η αγάπη γίνεται συγχώρεση και αποδοχή και αγκαλιά ανοιχτή. Και στην ψυχή της κοπέλας δεν υπήρχε άλλος δρόμος παρά εκείνος της αντάμωσης και του εναγκαλισμού. Άπλωσε τα χέρια της και τον χάιδεψε. «Έλα έχουμε αργήσει, το βραδινό φαγητό θα είναι ήδη έτοιμο και το προτιμώ ζεστό», του έγνεψε τρυφερά. «Θα έχεις όλο τον καιρό να κάνεις τους απολογισμούς σου…» συμπλήρωσε εύθυμα.
Εκείνος έμεινε σιωπηλός. Ήξερε πως η άρνησή του θα την πλήγωνε για πολλοστή φορά. Ήξερε πως η φωλιά του ήταν εκεί, κοντά στ’ αγαπημένα του πρόσωπα και η απόσταση ήτανε πια ανυπόφορη. Της επέτρεψε να περάσει την παλάμη της στον βραχίονά του και να περπατήσουν αμίλητοι μέχρι το σπίτι. Τα καταπράσινα μάτια τους όλο και φέγγιζαν, όλο και σπίθιζαν. Θαρρείς γελούσαν μες τη γλυκιά μελαγχολία του τοπίου. Η υγρασία ολόγυρα τους έκαιγε μέσα τους σα φλόγα ζεστασιάς και θαλπωρής.
Και το σπίτι μυρόβλισε στον ερχομό τους, άνθισε σαν μεγάλο κρίνο ευλογημένο. Και τα χείλη της μάνας γέλασαν και τα μάτια της έλαμψαν. Δεν είχε πάψει να τον περιμένει τα τελευταία πέντε μαρτυρικά χρόνια. Δεν είχε κουραστεί να ελπίζει… Και το θαύμα έγινε, συντελούνταν μπροστά της! Και χαρούμενες φωνές πλημμύρισαν την ατμόσφαιρα, και αφηγήσεις, και εμπειρίες και περιπέτειες. Κι όλα ήταν ονειρικά και παραμυθένια. Κι εκείνα τα Χριστούγεννα τα πιο αγαπημένα γιατί ήτανε ξανά μαζί κι οι τρεις σα να ’ταν ένα!
ΜΕΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ
Καταπληκτικό διήγημα της εξαίρετης συγγραφέας Μελίνας Τριανταφυλλίδου .
Μελινάκι μας, πάντα μας συγκινείς με τις ποιοτικές και διδακτικές ιστορίες σου. Είμαστε περήφανοι για ΄σένα!
Εξαιρετικό διήγημα, καλογραμμένο και συγκινητικό. Με εντυπωσίασαν οι γλαφυρές περιγραφές εικόνων και συναισθημάτων. Συγχαρητήρια!
Μπράβο! Πολύ ωραία πλοκή, γεμάτη ενδιαφέρον. Μια περιπέτεια αναζήτησης και συγκίνησης. Εξαιρετικό!
Υπέροχο….Γνώριμα συναισθήματα που σε φέρνουν μνήμες στο μυαλό και στην καρδιά!!
Πολυ ενδιαφέρον.Σε απορροφα.Δε θες να σταματησεις το διάβασμα. Επισης σου ξυπνά συναισθήματα που τα έχεις ξεχάσει!!!
Οικογενειακες ιστοριες επικαιρες δραματικες διαδραματιζονται σε καθε γωνια της πατριδος μας & μακαρι να ηταν ολα μυθοπλασια οπως αποτυπωνεται σε τουτο το αναγνωσμα που αγγιζη περιτεχνα λογοτεχνικα την ωμη πραγματικοτητα την απλη καθημερινοτητα το δραμα των συνανθρωπων μας….
Η Μελίνα χάρη στη γλαφυρή πένα της κατάφερε και πάλι να μας συγκινήσει και με κομμένη την ανάσα να περιμένουμε την τελική λύτρωση και κάθαρση.
Εξαιρετικό όπως όλα τα κείμενα της.
Υπέροχο διήγημα με συγκινητική πλοκή και δημιουργική γραφή από την ταλαντούχα Μελίνα
Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Εξαιρετικό!
συγκινητικό και ελπιδοφόρο διήγημα
Μπράβο Μελίνα, μας συγκίνησες!!!
Συγχαρητήρια Μελίνα! Απλά ΥΠΈΡΟΧΟ!!!
Εξαιρετικό όπως πάντα!
Συγκινητικο!Πόνος,ελπίδα,αγάπη,συγχώρεση,λύτρωση ,όλα μαζεμένα σε μια γλαφυρή διήγηση…Μπράβο!
Μπράβο Μελίνα πάρα πολύ καλό!!!
τέλειο πάρα πολύ συγκινητικό.
Θα ήθελα να ψηφίζω ένα διήγημα που με άγγιξε σε βάθος: “συνένωση” της Μελίνας
Ψηφίζω: «Συνένωση» της Μελίνας Τριανταφυλλίδου Αρ. 20
Μια ιστορία εξίσου συγκινητική όσο και ανθρώπινη για τη σχέση ανάμεσα σ’ έναν πατέρα και μια κόρη που οι αντιξοότητες της ζωής θέλησαν να γκρεμίσουν στην άβυσσο σπέρνοντας την καταστροφή. Η αγάπη όμως υπερισχύει!
Πολλά συγχαρητήρια !! Εκπληκτικό όλο. Εντυπωσιακά αληθινή αποτύπωση μιας τόσο συναισθηματικής σκηνής στο τέλος.
Ωραίο!
Απλά εξαιρετικό!
Πολύ όμορφο και συγκινητικό.Σου ξυπνά πολλα συναισθηματα.Υπεροχο!!!