Απόψε έδωσα άδεια στη λογική.
Πήρα ξύλινες σανίδες. Τις έδεσα γερά με ατσαλένια σύρματα. Βρήκα και δυο παρατημένα κουπιά. Ξεκίνησα με τη σχεδία μου για την Κούβα. Χρόνια τη φανταζόμουν.
Διέσχιζα μερόνυχτα τον αγριεμένο ωκεανό. Κρύο. Ομίχλη.
Αλμύρα στο σώμα μου.
Απόβαση στις τραχιές δυτικές ακτές του νησιού. Υγρασία στην πόλη. Στις φυλλωσιές των δέντρων. Στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Στα σώματα των χορευτών που λικνίζονταν σε πρόχειρες εξέδρες. Στα μάτια των ανθρώπων που κοίταζαν στο βάθος της ψυχής.
Η πόρτα μισάνοικτη. Εισβολή κίτρινων και μαύρων καβουριών στο δωμάτιο. Αιχμηρές δαγκάνες.
Βοήθεια!
ΕΙΡΗΝΗ Δ. ΘΥΜΙΑΤΖΗ
27.3.2020