«Μήλο, κατακόκκινο και ζουμερό. Το βλέπω μέσα στο χέρι μου να στροβιλίζεται και θέλω να το δαγκώσω και να νιώσω τη γεύση του στο στόμα μου. Βέβαια θα προτιμούσα να ήταν παγωμένο ή έστω καραμελωμένο. Βασικά θα προτιμούσα ένα πορτοκάλι. Δεν βαριέσαι, ας το δαγκώσω».
Αυτά σκεφτόταν ντάλα μεσημέρι κάτω από τον ήλιο με τα πόδια να σπρώχνουν τα κάγκελα για να κουνιέται η καρέκλα. Ηλιοκαμένος, με κάτι κίτρινα γυαλιά του ήλιου αγνάντευε τα απέναντι μπαλκόνια. Ήταν μόνο δεκαοχτώ και το σώμα του εκείνο το Καλοκαίρι άρχισε να θυμίζει άντρα. Είχε βγάλει και μούσια που αποφάσισε πως δεν θα τα ξυρίσει για ένα διάστημα. Άλλωστε στις διακοπές κάνεις ό,τι θέλεις, αφήνεσαι ελεύθερος.
Συνέχισε να κουνιέται και να δαγκώνει το μήλο του. Ήξερε πως τον κοιτούσε. Ήταν πολύ ωραίος για να μην τον κοιτάνε. Γύρισε το βλέμμα του στο αριστερό μπαλκόνι και είδε την άσπρη κουρτίνα να ανεμίζει απότομα. Χαμογέλασε και γύρισε και πάλι από την άλλη. Μετά άλλη μια φορά γύρισε και στ’ αλήθεια εκείνη τον κοίταγε. Γύρισε τόσο πολύ το κεφάλι του, όμως αυτή την φορά τού έφυγε η καρέκλα και έπεσε με φόρα στο πάτωμα. Αυτό πόνεσε βεβαίως, αλλά εκείνη δεν έπρεπε με τίποτα να καταλάβει πως την κοιτούσε. Εκείνη έσκασε στα γέλια.
Όταν ήταν παιδιά, δεν ήταν έτσι. Τα παιδιά δεν είναι τόσο ντροπαλά όσο οι ενήλικες. Κάθε Καλοκαίρι φέρνανε το νησί ανάποδα με τις βλακείες τους. Μετά η παρέα χάθηκε και χάθηκαν κι αυτοί. Το κορίτσι ψήλωσε, στο αγόρι άλλαξε η φωνή και η μεταμόρφωση έφερε την ντροπή και γέννησε την αμηχανία. Το σώμα μπορεί να αλλάζει, το μέσα μας όμως μένει το ίδιο. Ένα παιδί εγκλωβισμένο σε ένα χώρο που δεν ξέρει πώς να εκφραστεί. Δεν μιλούσαν πια οι δυο έφηβοι. Όμως υπήρχαν. Και μην έχοντας πάθει κάποια αμνησία υπήρχαν και οι μνήμες. Δεν ήταν κάποια παρανόηση ή ασάφεια η ύπαρξή τους και η γνωριμία τους.
Όλα τα επόμενα χρόνια είχαν απλά το μπαλκόνι που τους ένωνε. Ήταν η Μάγδα και ο Ηλίας σε μια πιο παροντική εκδοχή. Και την γούσταρε τόσο πολύ αυτή την εκδοχή ο Ηλίας που δεν τολμούσε να την γευτεί. Την μέρα που την είδε με τα μαλλιά βρεγμένα στην πλατεία να γυρνάει από την θάλασσα δεν περίμενε πως θα έβρισκε σημείωμά της. Η μάνα του έφερε ένα γράμμα που είχε έρθει στο όνομα του. Του έγραψε. Τα γράμματα πηγαίναν πέρα δώθε και μαρτυρούσαν την ανασφάλεια που έκρυβε μια πιθανή απάντηση.
Δεν έχασε χρόνο και της απάντησε σε ένα δικό του γράμμα. Του φαινόταν τόσο αστείο εκείνος να γράφει, που καμιά φορά κοκκίνιζε από τα ίδια του τα λόγια. Μα όλους τους υπόλοιπους μήνες αυτή η αλληλογραφία φάνταζε σαν το πιο ελκυστικό παιγνίδι. Την ήξερε πια καλύτερα από όλους. Μα άρχισε να μην υποφέρεται το ότι δεν την ακουμπούσε, δεν την γεύτηκε ποτέ. Όταν αποφάσισε να το κάνει, εκείνη πήρε μια βαλίτσα κι έφυγε για σπουδές, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Κι εκείνος από την απογοήτευσή του σκέφτηκε πόσο αδιάφορο ήταν τελικά εκείνο το Καλοκαίρι.
Μα ο Χειμώνας πάντα φεύγει και οι εποχές κάνουν κύκλο. Κι η Μάγδα ήταν πάλι πίσω. Του έστειλε το πρώτο γράμμα. Της έκανε μούτρα. Την συνάντησε στην θάλασσα. Της γύρισε την πλάτη κι έφυγε με μια άλλη. Του έστειλε και δεύτερο γράμμα κι εκείνος την κοιτούσε ειρωνικά δαγκώνοντας το μήλο του. Τον πέτυχε στο δρόμο και του μίλησε. Έβαλε ο Ηλίας τα γέλια κι έφυγε σαν να μην την ξέρει. Παρατράβηξε το παιχνίδι, σκέφτηκε εκείνη και το θέμα έφτασε στο τέλος του. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ο Ηλίας την κυνηγούσε παντού κι εκείνη ούτε να τον κοιτάξει δεν γυρνούσε. Μέχρι που την άρπαξε, την φίλησε με εκείνη τάχα μου να αντιστέκεται. Οι παλιές θύμησες απεγκλωβίσανε το παιδί από το σώμα και τα παιχνίδια δεν σταμάτησαν. Το Φθινόπωρο εκείνη έφυγε ξανά. Κι εκείνος σκέφτηκε τι αδιάφορο Καλοκαίρι που ήταν. Θα μπορούσε να είχε πάει εκείνο το ταξίδι με τον ξάδερφό του τελικά.
Βέβαια όταν ήρθε το επόμενο Καλοκαίρι δεν θα πήγαινε ταξίδι ο ξάδερφος και αποφάσισε πως η Μάγδα θα ήταν ό,τι πρέπει για τρεις μήνες. Και ήταν. Όμως δεν υπολόγισε πως εκείνη την χρονιά θα ήταν τελικά ο Χειμώνας που θα ακολουθούσε μακριά της ο αδιάφορος.
Ύστερα η Μάγδα μεγάλωσε κι άλλο. Κι από νεαρή έγινε γυναίκα. Και τα μούσια του εκείνος πια τα ξύρισε για να θυμίζει καθωσπρέπει νεαρό που κάνει την πρακτική του σε γραφείο. Εκείνη έφυγε για πάντα. Ήρθε η ενηλικίωση και με ένα τράνταγμα περάσανε από το σημείο της μηχανής του χρόνου που σε σπρώχνει να πας παρακάτω. «Περάσατε ζωντανός στο επόμενο σημείο, παρακαλώ προχωρήστε. Καλή επιτυχία».
Τα χρόνια περνούσαν στο ίδιο νησί για τον Ηλία. Γνώρισε τη Λένα και κάνανε παιδιά. Είχε πετύχει αρκετά μέχρι να φτάσει στην σύνταξη. Κάθε χρόνο ήθελε και πιο πολλά. Όταν μεγαλώσανε τα παιδιά, ήθελε περισσότερα και για αυτά. Έκτισε ένα σπίτι με πισίνα και θέα την θάλασσα και στέγασε τον εαυτό του πιστεύοντας πως από εκεί θα κατακτούσε τον κόσμο. Η Λένα δεν τον γνώρισε ποτέ πραγματικά, μιας και δεν είχε τον χρόνο να το κάνει. Ποτέ δεν της τον έδωσε. Παρόλα αυτά συμβιβαστήκανε και τα χρόνια δεν κύλησαν τραγικά άσχημα.
Η Μάγδα όταν έφυγε μακριά από το ασφυκτικό περιβάλλον ενός μικρού νησιού, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό που προκαλεί η ελευθερία. Απέτυχε και δυστυχώς απέτυχε σε όλα. Μια φορά έμεινε έγκυος. Όταν το έχασε, χώρισε τον αρραβωνιαστικό της και επέλεξε τη μοναξιά. Λίγο αργότερα πέθανε. Καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο Ηλίας δεν το έμαθε παρά μόνο όταν περάσανε κάποια χρόνια. Σοκαρίστηκε μεν αλλά το ξεπέρασε σύντομα. Εκείνη την ημέρα κοίταζε για ώρα το σπίτι του. Έκτισε ένα σπίτι ώστε να στεγάσει το σώμα του. Όμως, το παιδί μέσα του το είχε αφήσει απ’ έξω να κρυώνει, να πεινάει και να φωνάζει δίχως κανείς να ακούει. Το κλείδωσε ξανά απ’ έξω και συνέχισε την μέρα του.
Η Λένα πέθανε πρώτη και τα παιδιά τους είχανε φύγει από χρόνια για άλλα μέρη. Έμεινε μόνος του και μπροστά στο ενδεχόμενο να αφήσει το νησί προτίμησε το γηροκομείο. Δεν τον ενοχλούσε καθόλου όμως. Έπαιζε τάβλι, διάβαζε, συζητούσε, μιας και ήταν ακόμα πλήρης διαύγειας.
Ένα απόγευμα δεν αισθανόταν πολύ καλά. Ξάπλωσε στο κρεββάτι του και κοίταγε έξω. Ήταν ένα λαμπερό απόγευμα από αυτά που κάνεις τους απολογισμούς σου. Όχι, δεν θα κατηγορούσε τα παιδιά του που κάνανε τις δικές τους φωλιές, δεν έφταιγε η Λένα αν δεν τον αγάπησε ή δεν την αγάπησε, δεν έφταιγε ούτε καν εκείνος που για να βρει την ουσία δεν έζησε τίποτα το ουσιαστικό. Μια ζωή θυμάται να πλήττει, να διώχνει ό,τι νιώθει και να προσπαθεί να βρει αυτό το κάτι που να μην ήταν αδιάφορο.
Μπήκε η νοσοκόμα με τον δίσκο. Εκείνος ανασηκώθηκε να φάει το απογευματινό του. Μπροστά του τοποθέτησε σ’ ένα λευκό πιάτο ένα μήλο. Το μήλο ήταν κομμένο σε πέντε κομμάτια. Χαμογέλασε και σιγομουρμούρισε «Μήλο, κατακόκκινο και ζουμερό. Το βλέπω μέσα στο πιάτο μου να στροβιλίζεται και θέλω να το δαγκώσω και να νιώσω τη γεύση του στο στόμα μου. Δεν θα προτιμούσα να ήταν παγωμένο ή έστω καραμελωμένο. Ούτε θα προτιμούσα ένα πορτοκάλι. Ας το απολαύσω λίγο πριν το δαγκώσω».
Έμεινε να κοιτάει το μήλο και να χαμογελάει μέχρι που βράδιασε. Το έφαγε, κοιμήθηκε και την επόμενη μέρα ξεχάστηκε και πάλι. Και μετά έφτασε άλλο ένα αδιάφορο πια Καλοκαίρι και μετά ένα άλλο. Κι άλλο, κι άλλο και μετά το τέλος.
Μαρία Κιβιδιώτου