Τώρα κατάλαβα, γιατί επέλεγαν
να ασημώνουν εμένα την πρώτη κάθε έτους.
Ήταν η καταβολή των λύτρων για το σπίτι
που θα με στοίχειωνε για πάντα.
Για το κλουβί που θα κατάπινε κάθε μου πέταγμα.
Ήταν τα λύτρα για το γενικό μου ξεθεμελίωμα.
Τους εκδικήθηκα με το να γίνω ήρωας.
Αναστήλωσα τον εαυτό μου
και μαρτύρησα την αλήθεια·
λίγο πριν από την ώρα των σκιών.
Κρεμάστηκα μονάχος μου απ’ το φωνήεν του έρωτα
και αυτομόλησα στην αθανασία
-παίρνοντας μαζί της πνοής μου τα ανίκητα-
Ξέρεις γιατί;
Γιατί μου έσφιγγαν τη ζωή τα «πρέπει»,
όπως σφίγγει η βέρα την υπόσχεση
στα δάχτυλα των παντρεμένων.
Και για κάτι ακόμη:
Γιατί οι ασβεστωμένοι τάφοι
είναι ένα πικρό χωνευτήρι των υπέρτατα δειλών.
Νανουρίζουν τους νεκρούς που κοιμούνται
αγκαλιασμένοι με τα άλιωτα οστά τους.
Χωρίς να μπορούν να αλλάξουν θέση.
Χωρίς πρόσβαση στο όνειρο.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ.