Σήμερα, δεν ξημερώνει στο χωριό. Ο ήλιος έχει σταθεί πίσω απ’ το βουνό, μαζί του και ο χρόνος. Η ζωή έχει αφομοιωθεί από μια αφύσικη ακινησία που έχει καταλάβει ανθρώπους και ζώα.
Δεν σαλεύουν, ούτε μιλάνε.
Μόνο ακούνε.
Μόνο …
Έξω από το χωριό, ένας άντρας θρηνεί. Κλαίει με αναφιλητά.
«Θρηνούν οι άντρες, Μάνα;»
Ο άντρας έχει γονατίσει μπροστά σε έναν φρέσκο τάφο. Αλείφει με χώμα το πρόσωπό και τα μαλλιά του. Οι σκέψεις δεν φοβούνται το λασπωμένο του κεφάλι και δεν σκορπίζουν. Τον τυραννούν.
Δεν πρόλαβε.
Αν είχε έρθει πιο νωρίς…
Δύο μέρες.
Αν την αρραβώνιαζαν με τον άλλον δύο μέρες αργότερα, μόνο δύο.
Όλη του η ζωή, δύο λέξεις: «Δεν πρόλαβε».
Δύο μέρες, δύο λέξεις.
Η μία του ζωή.
«Γονατίζουνε οι άντρες, Μάνα;»
Η Ευτέρπη έχει κατέβει στο υπόγειο του σπιτιού της. Στέκεται κοκαλωμένη με το άδειο μπουκάλι από το φαρμάκι στο χέρι και περιμένει. Πνίγεται από τη δεμένη γλώσσα της.
Ακούει κι εκείνη. Μόνο ακούει. Καταριέται. Βουβά.
Ο Ανέστης. όταν απόκλαψε πάνω από τον τάφο της Ειρήνης, έφυγε απ’ το χωριό χωρίς να τον δει κανείς, και χωρίς να δει κανέναν.
Και η φυσική τάξη επανήλθε. Ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά, και ο Χρόνος πήρε ξανά τον δρόμο του.
Η Ευτέρπη τώρα μπορεί να καθαρίσει το υπόγειο. Να το σφουγγαρίσει, να σαπουνίσει τους τοίχους, να το αερίσει, να εξαφανίσει, να σβήσει, να ξαναγράψει το παρελθόν με τα πρέποντα γεγονότα. Όχι μ’ αυτά που γίνανε, αυτά να ξεχαστούν, αυτά να χαθούν, αυτά κανείς να μην τα μελετάει.
Η γυναίκα ρίχνει στη φωτιά το μπουκάλι από το φαρμάκι, μαζί κι όλα τα πράγματα της Ειρήνης, μαζί και τα προικιά της. Η γλώσσα της έχει λυθεί.
Από ένα σπίτι στο χωριό, ακούγονται οι κατάρες μιας γυναίκας. Μπροστά σε μια φωτιά, ακούγονται οι κατάρες της Ευτέρπης για την κόρη της που ήπιε το φαρμάκι.
«Καταριούνται οι μάνες τα πεθαμένα τους παιδιά, Μάνα;»
————–
Με τον Μεγάλο Σεισμό, το χωριό γκρεμίστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη, για καλή τύχη όλων χωρίς θύματα. Αφού το συζήτησαν, οι χωριανοί αποφάσισαν, να αφήσουν το βουνό και την αγριάδα του, και να χτίσουν ένα καινούργιο χωριό παρακάτω, κοντά στη θάλασσα, που όσο και να το κάνεις, ο αέρας φυσάει πιο γλυκός.
Κι αυτό έκαναν.
Κι αφού ταχτοποιήθηκαν στον επάνω κόσμο, φρόντισαν και για τον κάτω. Κάθε οικογένεια μετέφερε τους νεκρούς της από το παλιό νεκροταφείο στο βουνό, κάτω στο καινούργιο, ο παπάς έψαλε τρισάγια και τα καντήλια άναψαν ξανά.
Έφερε και η Ευτέρπη τα κόκαλα των γονιών της και του άντρα της που είχε πεθάνει έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Ειρήνης. Τους έθαψε με όλα τα τυπικά και τα καθιερωμένα έθιμα. Τον τάφο της Ειρήνης δεν άφησε κανέναν να τον ακουμπήσει. Εκείνη θα έμενε πάνω, με τα χαλάσματα και τους γκρεμισμένους βράχους. Μόνη, μακριά από νεκρούς, μακριά κι από ζωντανούς.
«Γιατί γι’ αυτό που έκανε, της άξιζαν να τη φάνε τα σκυλιά».
Όπως σ’ όλα τα χωριά, και σ’ αυτό ακούστηκαν πολλά. Κάποια απ’ αυτά έλεγαν πως οι βοσκοί που ανέβαιναν στο βουνό, έβρισκαν πάντα στον τάφο της Ρηνιώς, κουρνιασμένους αετούς και γεράκια, κορυδαλλούς και καρδερίνες. Και πίσω από τα πουλιά, στεκόταν ένας άσπρος λύκος.
«Οι φύλακες του τάφου», λέγανε, κάναν τον σταυρό τους κι έτρεχαν μακριά. Κι η αλήθεια είναι πως ο τάφος έμεινε ανέγγιχτος, και κανείς δεν τάραξε ποτέ τον ύπνο της νεκρής.
—————
Λίγα χρόνια μετά τον Μεγάλο Σεισμό, ο Ανέστης γύρισε στο παλιό κοιμητήριο. Τα ζώα παραμέρισαν, ο λύκος έκανε στην άκρη, κι εκείνος πήρε τη νεκρή του νύφη στην άλλη μεριά του νησιού. Εκεί την έθαψε, τη λειτούργησε ο παπάς, φύτεψε γύρω λουλούδια και αγριελιές που τόσο της αρέσαν, και για καιρό, πήγαινε κάθε μέρα, να της μιλά, να της τραγουδά νυφιάτικα τραγούδια μέχρι το βράδυ, όταν ερχόταν εκείνη στο όνειρό του να τον αγκαλιάσει.
Τη μέρα που ο Ανέστης έφυγε με τη Ρηνιώ, βούιξε ο τόπος.
Κι ο άσπρος λύκος εμφανίστηκε στο κάτω χωριό.
—————
Ένας άσπρος λύκος έχει μπει στην αυλή της Ευτέρπης και κάθεται έξω απ’ την πόρτα της.
Κάθε φορά που εκείνη κάνει να βγει απ’ το σπίτι, το ουρλιαχτό του ακούγεται ως τη θάλασσα.
Η Ευτέρπη θέλει να φωνάξει για βοήθεια, μα η φωνή της έχει χαθεί. Θέλει να τρέξει, μα το σώμα της δεν την ακολουθεί.
Κάθε μέρα ανοίγει την πόρτα της, και κάθε μέρα ο λύκος είναι εκεί. Κάθε νύχτα, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Η Ευτέρπη δεν θα ξανανοίξει την πόρτα της. Θα κλειδωθεί μέσα στο σπίτι και θα περιμένει.
Κάποιο σούρουπο, η Ευτέρπη θα βγει και θα σταθεί όρθια μπροστά στον δεσμοφύλακά της.
Θα ξεψυχήσει μες στην αυλή της, εκεί μπροστά στα πόδια του, μ’ ένα βαθύ αναφιλητό κι ένα αλύχτισμα σαν κλάμα. Ο λύκος θα την πάρει στα δόντια του και κρατώντας τη, θα φύγει για το βουνό.
«Συγχωράνε οι μάνες τα πεθαμένα τους παιδιά, Μάνα;»
«Κι ο Θεός; Εκείνος συγχωράει τις μάνες; Ε, Θεέ μου;»
—————-
Έχουν περάσει τόσοι χρόνοι, κι ακόμα αναρωτιούνται στο χωριό, κι απάντηση δεν έχουν δώσει.
«Τι έφταιγε για εκείνο το κακό;»
Έφταιγε που ο Ανέστης δεν ήταν πλούσιος και δεν τον δέχτηκαν ποτέ τους για γαμπρό; Έφταιγε που το γράμμα του να κλέψει την Ειρήνη, έπεσε στα χέρια της Ευτέρπης κι εκείνη το ’καψε να μη το βρει κανείς; Έφταιγε η Ειρήνη που αψήφησε τη ζωή, η Ευτέρπη που περιφρόνησε τον θάνατο; Έφταιγε ο Ανέστης που έλειπε εκείνες τις μέρες; Έφταιγε ο έρωτας που ξεμυαλίζει, η εκδίκηση που φτιάχνει τέρατα;
Ή μήπως φταίει η φύση που με τους ανθρώπους τα έχει σχεδιάσει τόσο λάθος, και, ας πούμε, μία λύκαινα αντί να γεννάει μόνο λύκους ίδιους μ’ αυτή, μπορεί και να γεννήσει περιστέρες. Και τότε, οι άνθρωποι μπερδεύονται, κοιτάνε να τα διορθώσουν, κι ανάλογα με το νου και το σκαρί τους, το κάνουν πότε ίσια, πότε στραβά, πότε αφύσικα και αρρωστημένα. Ενώ για τα ζώα όλα είναι πιο απλά, μια που γεννάνε παιδιά μόνο από το ίδιο είδος, κι αυτό έχει μόνο έναν τρόπο για το κάθε τι, που αυτόν ακολουθεί ό,τι κι αν αλλάζει γύρω.
————–
«Συγχωράνε τις μάνες τους οι φαρμακωμένες κόρες; Ε, Ειρήνη;»
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΕΝΤΗ