Κάποτε μπήκα σε παράξενο περιβόλι -δεν ξέρω αν το είδα στ’ όνειρό μου- ήταν κατάμεστο και έμοιαζε με πόλη χτισμένη στα παράλια του κόσμου.
Ύστερα και ξαφνικά ο τόπος άδειασε… …μονάχα ένα μικρό κορίτσι στυλωμένο στην άκρη της θάλασσας, κοιτούσε επίμονα κατά την ανατολή.
Κάποτε στράφηκε, με είδε, κι άρχισε ν’ ανηφορίζει προς το μέρος μου παραπατώντας αδέξια στα χαλίκια της ακτής. Φορούσε θαλασσί φορεματάκι, με κίτρινες κεντημένες μαργαρίτες, κι είχε στα μάτια της ωκεανούς τ’ αστέρια και στα χείλη δύο καλογραμμένα σύννεφα της αυγής.
Ένας ξενύχτης Ζέφυρος παραμέρισε για μια στιγμή τα συννεφάκια και μου χαμογέλασε δειλά.
«Αχ κοριτσάκι μου», της είπα, «μη μεγαλώσεις!»
Δεν μου αποκρίθηκε καθόλου.
Με κοίταξε για μια στιγμή κατάματα κι ο Ζέφυρος άνοιξε πάλι με μια ανεπαίσθητη πνοή τα συννεφάκια. Ύστερα έσκυψε. Έπιασε με τα χεράκια της ένα μεγάλο ασημόχρωμο βότσαλο, σιγούρεψε το δώρο στ’ ακροδάχτυλα, και με πλησίασε. Στάθηκε μπροστά μου κι είδα στα μάτια της εξισώσεις αστραπές να μηδενίζουν τα αινίγματα του κόσμου. Άφησε το βότσαλο να πέσει απαλά ανάμεσά μας. Στη θέση του φύτρωσε αστραπιαία ένα παράξενο δέντρο με ίσιο κορμό που υψωνότανε ασταμάτητα στο άπειρο.
Δεν θυμάμαι πώς κατάφερα να αποφεύγω τις ρίζες που χορεύανε τριγύρω σαν πλοκάμια μέδουσας πριν βυθιστούνε τρίζοντας στον βυθό του ωκεανού. Στο μεταξύ αμέτρητοι διάττοντες-καρποί πέφτανε από τα φυλλώματα του δέντρου πάνω στη γαλήνια επιφάνεια του νερού.
«Πώς σε λένε!..»
«Πώς σε λένε!» φώναξα με όλη μου τη δύναμη καθώς την είδα ν’ απομακρύνεται πιασμένη στα γκέμια της ανατολής.
Εκεί στον φλογισμένο πάπυρο τ’ ουρανού έγραψε με ασημένια γραφίδα τ’ όνομά της. Τρία ταπεινά γράμματα του αλφάβητου. Ζήτα-Ωμέγα-Ήτα.
Ξύπνησα την αυγή με μια γλυκόπικρη γεύση στα χείλη. Ίσως από χαμένες ή περιφρονημένες ερωτιές. Όπως κάθε πρωί, κοίταξα από το θαλασσινό μου παραθύρι κατά τη μεριά του ορίζοντα. Δυο πορφυρά συννεφάκια χαμηλά, στην προτομή τ’ ουρανού. Ακριβώς στη θέση των χειλιών. Κι ανάμεσά τους, μισοπνιγμένο ακόμη ν’ αναδύεται από τη θάλασσα το χαμόγελο του ήλιου. Ωραίο σαν μπουμπούκι της άνοιξης. …Αχ, η Άνοιξη! Ντυμένη όλα της τ’ απόκρυφα με τύλιξε. Από το περβάζι ως την ακτή, σαν να ήτανε η πρώτη μου φορά, με αποπλάνησε. Ύστερα το χέρι της θάλασσας έφτασε ψηλά στον λόφο και χάιδεψε με ευεργετική δροσιά το πυρωμένο μου πρόσωπο. Ο σπίνος της αυλής γαντζωμένος, όπως πάντα, στο κλωνάρι της λεμονιάς υμνούσε τα κάλλη της αγαπημένης του. Σήμαντρα λουλουδιών σκορπούσαν στον αγέρα εκκωφαντικούς ψιθύρους αρωμάτων.
Όλα συμφωνούσαν!
Ασυναίσθητα και μεμιάς άναψα το καντηλάκι του ήλιου στη σκοτεινή πλευρά του μικρού μου σύμπαντος για να φωτίζει τ’ όνειρο μη χαθεί στην καταχνιά του κόσμου. Μια πρωτόγνωρη ευφορία με είχε τώρα κατακυριεύσει. Ντύθηκα βιαστικά κι άρχισα να κατηφορίζω για τη μικρή μου πολιτεία.
Να προσπαθήσω ξανά με τους ανθρώπους….
Γιώργος Μαυρίγιαννης
Ποιητικότατο!
Πολύ λυρικό! Νομίζεις πως διαβάζεις ποίηση.
Η ευαισθησία που απουσιάζει σήμερα…