«Άμε Ρηνιώ, στη βρύση να φέρεις νερό. Πρόσεχε το λαήνι μην το σπάσεις, μωρή, και τι θα γίνομε τότε».
Μια και δυο το Ρηνιώ κινάει, φορώντας τα σανδαλάκια του από πετσί και το λαήνι στην αγκάλη, στρογγυλό και πολύτιμο. Ο νους της να φέρει εις πέρας την αποστολή.
Μικρή εγγονή, που είχε έρθει για ολιγοήμερες διακοπές απ’ την πόλη.
Το απόγευμα είχε προχωρήσει και το λυκόφως έριχνε μια τελευταία πινελιά στα λιόδεντρα, τα οποία έπαιρναν το χρώμα της τύρφης. Δε θα αργούσε να ανάψει ο μοναδικός στύλος της γειτονιάς του χωριού, εκεί στην πηγή.
Το νερό κελάρυζε δροσερό κι ο ήχος του καθώς σίμωνε το Ρηνιώ, την έκανε να ξεφοβηθεί την ερημιά. Το χωριό ερήμωνε από κατοίκους, ηλικιωμένοι απόμαχοι απόμεναν, όπως ο παππούς κι η γιαγιά. Όμως η βρύση εκεί έτρεχε μέρα τη μέρα για χρόνια. Το νερό της ύδρευσης στο σπιτικό ήταν γλυφό, δεν πινόταν. Το νερό της πηγής δροσερό και καθάριο. Θα συνέχιζε να ρέει υποσχόμενο πάντα τη συνέχιση της ζωής την οποία ο πολιτισμός κι η αστυφιλία υπονόμευαν.
Το νερό γέμιζε συνάμα χωρίς φειδώ, την ποτίστρα του Μαυρή, του αλόγου του παππού, και τη μεγάλη στέρνα, η οποία πότιζε τα κηπευτικά, χρησιμοποιώντας ειδικά κανάλια που διακλαδιζόταν στο έδαφος. Δεν άργησε να γεμίσει και το λαήνι της Ρηνιώς.
Αυτή κάθισε λίγο να το σκεφτεί. Δε σήκωνε λάθος, δε γινόταν να σπάσει το λαήνι και ένιωθε στα χέρια της ένα θησαυρό ο οποίος δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χαθεί.
Κινάει λοιπόν για το σπίτι, προσεκτικά-προσεκτικά κι αφού πρώτα έβαλε στην τσέπη δυο πεσμένα καρύδια απ’ τη μεγάλη καρυδιά. Έφτασε στο σπίτι, αυτή ξεδιψασμένη, αφού κάνοντας χούφτες τα χέρια της είχε πιει νερό απ’ την πηγή. Αλλά οι υπόλοιποι ήπιαν τη φρεσκάδα του νερού κι οι ηλικιωμένοι παίνεψαν τη μικρή και της ευχήθηκαν ότι στο γάμο της οι ίδιοι θα κουβαλούσαν το νερό με τα κοφίνια. Αυτό δεν το κατάλαβε αμέσως, όμως ένιωσε πανευτυχής.
Κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι ο παππούς κι η γιαγιά αναπαύτηκαν μια για πάντα και έγιναν ανάμνηση γλυκιά στο θυμικό της, η Ρηνιώ συνέχισε να πηγαίνει στη βρύση για νερό, έχοντας και τα παιδιά της μαζί.
Η πηγή συνέχισε να τρέχει κελαρυστά κι όσο συμβαίνει αυτό, η ζωή συνεχίζεται.
Αριστείδης Αρχοντάκης