Οι τρεις ορεινοί περιηγητές του Ψηλορείτη σταμάτησαν να ξαποστάσουν στο ισκιωμένο λαγκάδι. Κάθισαν οκλαδόν στο ιδρωμένο μεσημεράκι του καλοκαιριού, βγάζοντας απ’ τα σακίδιά τους τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά, που φάνταξαν λουκούλλεια εδέσματα στα μάτια της πείνας.
Η Δήμητρα, λιανόψιλη και λιγόφαγη, πήρε στο χέρι το ψωμί της και βολτάρισε μες την ανωνυμία του χρόνου. Κάποια στιγμή, λες και τράβηξε ο ήλιος τα μάτια του απ’ τα πουρνάρια και την πέτρα, της Δήμητρας τα γόνατα λύγισαν να την ξαπλώσουν, σαν πλαγιασμένο έμβρυο, καταγής, με νυσταγμό βαθύ κι ανυπεράσπιστο. Ο βόμβος των εργατριών μελισσών την νανούριζε κι οι απομακρυσμένες φωνές των συντρόφων της, που ’μοιαζαν παρελθόν, έσβηναν στον σορόκο του σπάνιου πυρρόχρωμου γύπα [1]
Τα ποιητικά λόγια ακούστηκαν μες απ’ τη γη με «ηλεκτρικές» φωνές, σα να περνούσαν από νερά καταρράκτη…
[2] Δραπέτες στο νησί του γέμελου ήλιου
απ’ τα χρυσά του στάχυα πλέξαμε γιορντάνια
κι απ’ τις σφαλαγγουδιές του υφάναμε στολή.
Μέσα από σπήλια μυστικά, με αρχαίους χάρτες
που οι σπαθιστές του λόγου και της πένας
μας κληροδότησαν να οδηγηθούμε εκεί.
Μέσα απ’ το λιώμα της κούρασης, τα μάτια της ακόμα κρατιόνταν κλειστά, μα η καρδιά της χτύπησε δυνατά και ανακάθισε… «Από πού ήλθαν αυτές οι φωνές»; Σύρθηκε πάλι κάτω στη χλόη, βάζοντας το αυτί στο χώμα. Δεν πήρε ανάσα, ν’ ακούσει… «Τον θησαυρό του χρυσού φυλάν τα φίδια… Τον θησαυρό της καρδιάς ο ουρανός». Τι λόγια ήταν αυτά; Ποιος θησαυρός; Ποια φίδια; Εστίασε στον «χρυσό». Αναρωτήθηκε μήπως κάποιος την έσπρωχνε να της αποκαλύψει τον πολύτιμο μύθο του.
Το κάλεσμα των συνορειβατών της ακούστηκε από μακριά. «Δήμητρααααα! Δήμητρααααα»! Έκπληκτη ακόμα, κοίταξε το έδαφος και χάιδεψε τη γη… «Εδώωωωω!» φώναξε. Τα πρόσωπα του Γιώργου και της Μαρίας εμφανίστηκαν μπροστά της. Εκείνη ανόρθωσε το κορμί της και τίναξε τα ρούχα απ’ τα αγριόχορτα.
– Καλά… γιατί απομονώθηκες;
– Εεεε… έτσι… μ’ άρεσε.
Δεν υπήρχε δικαιολογία. Κυρίως δεν μπορούσε να πει σε κανέναν τι της συνέβη νωρίτερα, γιατί θα ’λεγαν ότι σάλεψε ο νους της. Η Μαρία πίεσε στο γυαλιστερό της μουτράκι τα γυαλιά, να τα προσαρμόσει πιο κοντά στα μάτια της…
-Δήμητρα, εδώ είμαστε δίπλα σ’ αρχαία γη, που μας καλεί να την γνωρίσουμε… Η Δήμητρα σήκωσε και φόρεσε το σάκο της…
-Αλήθεια, Μαρία, το πιστεύεις πως και το άψυχο μιλά και σε καθορίζει;
Η Μαρία έγνεψε καταφατικά.
-Εδώ κοντά είναι η παλιά Ελεύθερνα [3]. Θα την επισκεφθούμε σύντομα… είπε ο Γιώργος τεντώνοντας τους καλογυμνασμένους μυς του. Η πόλη του ατόφιου χρυσαφιού! Εδώ πλάκωνε ο χρυσός τους αφεντάδες, ακόμα και στους τάφους τους, συμπλήρωσε.
Η Δήμητρα τον κοίταξε επίμονα, προσπαθώντας να μπει στο πνεύμα του. Πορεύτηκαν με γρήγορο ρυθμό και οι τρεις προς την αρχαία πόλη. Πέρασε λίγη ώρα… όταν βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα παράξενο δέντρο και επτά – οκτώ μέτρα πιο πέρα, ένα πέτρινο ξεροπήγαδο έχασκε μυστήρια στο σκηνικό του τοπίου. Το ανάγλυφο του κορμού του δέντρου σχημάτιζε ένα γέρικο πρόσωπο. Τα μαλλιά του προσώπου -λες κι ήταν φίδια μπλεγμένα μεταξύ τους- διακλαδώνονταν προς τα πάνω και προς τα κάτω, ως τις ρίζες. Δίχως φύλλα τα κλαδιά, πυκνά και ξερά, στέκαν σαν άχρωμα απολιθώματα. Η Δήμητρα έπιασε τα μάγουλα του δεντράνθρωπου… Ταράχτηκε…
-Δείτε… βάλτε τη χούφτα σας… είναι ζεστό λες κι ανασαίνει!
Οι νέοι έβαλαν τα χέρια τους να διαπιστώσουν τη μαρτυρία. Όσο πλησίαζες το γυμνόδεντρο από παντού, ξεφύσαγε χλιαρό και ζοφερό αέρα.
-Ε, λοιπόν… αυτός ο φιδοκορμός πρέπει να ’ναι από χρόνια ορθωμένος. Φύλακας Κέρβερος των αρχαιοκάπηλων. Εγώ δεν μασάω… ειρωνεύτηκε ο Γιώργος.
Οι κοπέλες εκστασιασμένες τραβήχτηκαν πίσω. Ο Γιώργος έβαλε βάναυσα την παλάμη του, πιέζοντας το στόμα της ροζιασμένης μορφής. Γελώντας δαιμονικά αλλοίωσε τη φωνή του…
-Μίλα, παππού… Μην στήθηκες μες τη μέση του πουθενά, να κρύψεις τα μυστικά του Απόλλωνα;
Τα δάχτυλά του τράβηξαν το πηγούνι του δέντρινου προσώπου, όταν ξάφνου…
-Ααα! Το χέρι μου… το χέρι μου! Ααα! Με δάγκωσε… Πονάω! Πονάω! Κορίτσια, βοηθήστε με!
Οι κοπέλες κοίταξαν τρομαγμένες το ματωμένο του χέρι, που είχε κιόλας αρχίσει να σαπίζει το δέρμα του. Η Μαρία, πιο ψύχραιμη, άνοιξε γρήγορα το σακίδιό της, να πάρει το φαρμακευτικό της βαλιτσάκι.
-Η «Ύβρις»… η «Ύβρις»… ψέλλισε η Δήμητρα.
«Το θησαυρό του χρυσού φυλάν τα φίδια…» θυμήθηκε ανατριχιάζοντας…
–Μαρία, φέρε τον αντιοφικό ορό… γρήγορα, φώναξε.
Η Μαρία ετοίμασε τον ορό, κοιτάζοντας τον Γιώργο, που ’χε διπλωθεί στα δυο, με το χέρι του κάτω απ’ τη μασχάλη, να το ανακουφίζει. Τα μάτια του ήταν πρησμένα με κόρες διεσταλμένες. Σηκώθηκε τρελαμένος, σπρώχνοντάς την πίσω με δύναμη…
-Φύγε… φύγε! Δεν με νικούν οι αήττητοι θεοί… Χα! Χα! Χα! Δικός μου θα γίνει ο σατανικός θησαυρός τους…
Η Μαρία έχασε την ισορροπία της και έπεσε σπάζοντας την ένεση.
-Κοίτα τι έκανες, ανόητε… Δεν έχεις ελπίδα τώρα… Σε κατέβαλε η ασέβειά σου προς την θεία δυνατότητα και τίμησες την Ύβρη… Είσαι νεκρός, του ρίχτηκε η Δήμητρα.
Ο Γιώργος άρχισε να χτυπιέται, βγάζοντας άναρθρες κραυγές και να κλωτσάει το δέντρο σαν παλαβός. Από παντού ακούστηκαν συριγμοί φιδιών… Τα κορίτσια στριμώχτηκαν, κοιτώντας γύρω τους… πώς να φύγουν. Το μέρος είχε περικυκλωθεί από χιλιάδες φίδια, που σέρνονταν κοντά τους. Φρικιαστικό θέαμα! Στον Γιώργο άρχισαν δύο να αναρριχιόνται στις μπότες του. Ο πανικός τούς κατέβαλε και ούρλιαζαν. «Βοήθειααααα!» «Βοήθειααααα!». Ο Γιώργος κοιτούσε αλαφιασμένος τις κοπέλες, πότε την μια και πότε την άλλη. Τον συνεπήρε το συναίσθημα της προστασίας και της ευθύνης απέναντί τους. Αισθάνθηκε ότι ήταν ο μόνος φταίχτης που επέσυρε την μήνιν των αρχαίων θεών. Συντετριμμένος κράτησε με το ματωμένο του χέρι τη Δήμητρα και με το άλλο τη Μαρία. Κρατήθηκαν δυνατά και οι τρεις σε κύκλο. Τα φίδια τυλίγονταν στα πόδια τους, χωρίς να τους επιτίθενται. Η Δήμητρα θυμήθηκε τα λόγια… «Τον θησαυρό της καρδιάς ο ουρανός.» Κοίταξε ψηλά επάνω… Ένας τεράστιος σταχτοκόκκινος γύπας πετούσε κάνοντας ελιγμούς. Ο Γιώργος ρώτησε απελπισμένα…
-Το Όρνιο το ’στειλε ο Απόλλωνας να με λευτερώσει ή να με εκδικηθεί;
-Φοβάμαι… έχω αποκάμει, μονολόγησε ξέπνοη η Μαρία.
Σφίξανε πιο πολύ τα χέρια τους κι έκλεισαν τα μάτια. Ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνούσε τα κορμιά τους, που παραμέναν ασάλευτα στο «ξόρκισμα» του κακού.
-Θεέ μου… έλεος! φώναξε μ’ όλη τη δύναμή της η Δήμητρα. Βοήθα τους ανθρώπους σου, ν’ αναστήσουν το χρησμό, να σωθούν.
Άνοιξε τα μάτια της και είδε μαζί με τους άλλους το γύπα. Με το ράμφος του είχε ανασηκώσει ένα τεράστιο φίδι και πετούσε περήφανος προς τις κορφές του βουνού. Ο Γιώργος και η Μαρία κοίταξαν τη Δήμητρα. Τα ’χασαν! Σαν να είχε χυθεί πάνω της όλο το φως του ουρανού… Σαν να μην ήταν πια εκείνη… Μπροστά τους είχε μεταμορφωθεί σε αρχαία θεά. Τα λευκά της ιμάτια θρόιζαν στο αεράκι και τα μαλλιά της είχαν μια υπερκόσμια λάμψη. Τα μάτια της είχαν πάρει το σταχτοκόκκινο χρώμα του πτηνού και στο στήθος της κρέμονταν άνανθες πράσινες γιρλάντες.
Τα φίδια άρχισαν να υποχωρούν… Ξετυλίχτηκαν από τα πόδια τους και μαζεύτηκαν πίσω. Μείναν ατάραχα και μακρύτερα απ’ τον κύκλο των ορειβατών. Εκείνοι σήκωσαν το κεφάλι θαυμάζοντας ξανά το βαρύ πέταγμα του Όρνιου. Σχημάτιζε σταυρό με τις οριζόντιες φτερούγες ανοιχτές και με το φίδι, να ’χει κρεμάσει το κορμί του στο φονικό ράμφος, κάθετα στο κενό. Μια κάτασπρη στήλη καπνού δίχως φωτιά άρχισε να υψώνεται πίσω από την κοντινότερη βουνοκορφή, που τους άφησε άναυδους. Ο αέρας μυρόβλυσε μελισσοκέρι. Τα φίδια αποσύρονταν και συμπλεγματικά χάνονταν μέσα στο φιλόξενο πηγάδι, που τα κατάπινε με καρτερία. Οι χούφτες των νέων χαλάρωσαν το σφίξιμο του τρόμου. Νιώσανε τη ζεστασιά μιας εύνοιας της Πρόνοιας, της αγάπης, της συντροφικότητας, της ανθρωπιάς, της ευγνωμοσύνης, που διαπέρασαν χαλαρά ποτάμια τις φλέβες τους. Ο Γιώργος κι η Μαρία αντάλλαξαν βλέμματα με τη Δήμητρα. Η θεά με την εσθήτα είχε χαθεί… Ήταν όπως και πριν… Ένα αγοροκόριτσο με μακρύ σορτσάκι, το σακίδιο στην πλάτη της και την αναζήτηση στα μάτια της. «Τον θησαυρό του χρυσού φυλάν τα φίδια… Τον θησαυρό της καρδιάς ο ουρανός», επαναλάμβανε αβίαστα πολλές φορές. Το στόμα του «απολιθωμένου» κορμού μειδιούσε με συγκατάβαση. Οι ίδιες «ηλεκτρικές» φωνές, που είχε ακούσει απ’ τη γη, απάγγελαν τώρα πια δυνατά…
[4] «Λιόχαροι θύσαμε αντικρύ στη φρεατίδα
με πνεύματα όσια, ενωτικά, ανίερη γαία,
άδολα βόδια που μηρυκάζαμε θείο βλωμό.
Φτιάξαμε κύκλο τα χέρια ο ένας πιάνοντας του άλλου
σαν της περίσκεψης το ώριμο κέντρο ηφαίστειο εφάνη
που άφθονη ξέχυνε Καρμήλεια λάβα στον ουρανό».
Οι νέοι αγκαλιάστηκαν με δάκρυα συγκίνησης να βρέχουν τα μάγουλά τους. Η Δήμητρα φιλούσε τα χέρια των φίλων της. Του Γιώργου το τραύμα είχε εντελώς θεραπευτεί. Το βλέμμα όλων ταξίδεψε χαμηλά, καθώς περπάτησαν θαρραλέα το νησί.
Ο άσπρος καπνός είχε απλωθεί τώρα, σαν ξαχνωμένη ομίχλη, πάνω απ’ την Ελεύθερνα…
ΡΟΥΛΑ ΓΑΛΑΝΗ
[1] Πυρρόχρωμος γύπας ή όρνιο: είδος πτηνού προς εξαφάνιση, που ζει στις παρυφές του Ψηλορείτη στην Κρήτη.
[2] «Δραπέτες…. οδηγηθούμε εκεί»: στίχοι από το ποίημα «Βωμός» (ΠΕΡΙΗΛΙΟ της Ρούλας Γαλάνη, εκδ. Σοκόλη, σελ. 74)
[3] Ελεύθερνα: αρχαία πόλη κοντά στο Ρέθυμνο της Κρήτης.
[4] «Λιόχαροι…λάβα στον ουρανό»: στίχοι από το ποίημα «Βωμός» (ΠΕΡΙΗΛΙΟ της Ρούλας Γαλάνη, εκδ. Σοκόλη, σελ. 74)
Εξαιρετικό! Με άρωμα αρχαιότητας.
Ωραίο!!