Ένα στρογγυλομούτσουνο παπάκι με πλουμιστά φτερά σε αποχρώσεις κεραμιδί της Τουλούζης, είχε κουνιστή ουρά και φιλοδοξίες. Κάποτε ονειρεύτηκε πως ήτανε πριγκίπισσα πανέμορφη σαν οπτασία και λυγερή όπως αυτές των παραμυθιών. Μια πριγκίπισσα που πέρα από την ομορφιά, τα πλούτη και τα κάλλη, φιλοδοξούσε με τη σειρά της να παίξει ένα ρόλο στην σκηνή. Έτσι λοιπόν, μεταμφιέστηκε σε παπάκι, φόρεσε ράμφος και πούπουλα αγριόχηνας και βούτηξε στα κρυστάλλινα νερά της λίμνης των κύκνων. Είχε θάρρος περίσσιο και τόλμη. Είχε χάρη στην κίνηση και αποφασιστικότητα στην ματιά. Ήτανε τόσο πειστική που με άνεση διέσχισε την πρώτη παρέα πελεκάνων που βρέθηκαν στο διάβα της, δίχως να την αντιληφθεί κανείς. Έβαλε στόχο να φτάσει στο κέντρο της λίμνης όπου τα νερά είναι βαθιά και κρύα. Εκεί όπου ο άνεμος φυσά δυνατά δίχως σταματημό και τα όρνεα του ουρανού καραδοκούν για κάθε είδους λιχουδιές. Έπρεπε όμως να φτάσει ως εκεί, γιατί εκεί ήταν στημένη η σκηνή του έργου, το περιβόητο πάλκο που ονειρευότανε.
Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Επτά αρσενικοί και άλλοι τόσοι θηλυκοί κύκνοι παραδομένοι σε μια διονυσιακή μέθη, στριφογύριζαν φιλήδονα τους φιδίσιους λαιμούς τους ο ένας γύρω από τον άλλο σαν βαμβακένια τιρμπουσόν που σούβλιζαν με ευγένεια τον αέρα. Κάθε τόσο τσουγκρίζανε τα ράμφη τους με δύναμη και ακρίβεια, απελευθερώνοντας έναν εκκωφαντικό ήχο πρωτόγονων κρουστών. Στο κέντρο ο μέγας κύκνος πρωταγωνιστής με ορθάνοιχτα πελώρια φτερά και τεντωμένο κατακόρυφα τον μακρύ λαιμό του, στέκονταν σχεδόν ακίνητος. Λες και περίμενε κάτι. Πλησιάζοντάς τον, αντιλαμβάνονταν κανείς πως, πέρα από τα πόδια του που βυθισμένα στο νερό πάλλονταν στο ρυθμό του βαλς των επτά φεγγαριών, όλο το υπόλοιπο κορμί του βρισκόταν σε μία αέναη εσωτερική κίνηση. Δεκάδες αγριόχηνες, ερωδιοί, ψαρόνια, σταχτοτσικνιάδες και γλαροπούλια συνέθεταν μία εικόνα απαράμιλλης ομορφιάς έτσι όπως πάλλονταν συγχρονισμένα. Άλλοτε σέρνοντας τον χορό ομαδικά και άλλοτε πάλι, αυτόβουλα, επιδίδονταν σε υψηλής ποιότητας και τεχνικής δραματικές σκηνές και χορευτικές φιγούρες.
Το παπάκι μας, συγκλονισμένο από το όλο θέαμα, τυφλωμένο από το υπερβολικό φως των προβολέων που έστησαν οι γαλαξίες για την περίσταση, αφού κοντοστάθηκε για λίγο, μόνο για λίγο, όρμησε ολοταχώς μπροστά με κατεύθυνση το κέντρο της σκηνής. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκε τίποτα, δεν ένιωσε τίποτα, δεν δέχονταν να αντιληφθεί κανέναν γύρω. Ούτε καν τα όρνεα που ακριβώς πάνω του πια, διέγραφαν κύκλους απειλητικούς και αφουγκράζονταν το υποψήφιο θύμα.
Αίφνης, ως διά μαγείας, μ’ ένα θεαματικό και αθόρυβο μακροβούτι, νάτο να φιγουράρει δίπλα στον κύκνο πρωταγωνιστή, ο οποίος παρέμενε θεόρατος και ακίνητος σαν μνημείο στο κέντρο πολυσύχναστης πλατείας. Ένιωθε τώρα η πριγκίπισσα παπάκι την αρρενωπή αύρα που ανέδιδε η αριστερή μασχάλη του πρωταγωνιστή. Πάνω από το κεφάλι της, η δυνατή ολόλευκη φτερούγα του άπλωνε επιβλητικά το βάρος της σαν χιονισμένο βουνό. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, όσο διαρκεί το ανοιγόκλειμα των ματιών. Ένα σμήνος από ξωτικά της λίμνης έλουσαν το παπάκι μας με την θεία χάρη της τέλειας υποκριτικής ερμηνείας. Σαν κάποιο αόρατο δάχτυλο να πάτησε ένα ανύπαρκτο κουμπί και όλα ξεκίνησαν μονομιάς. Ο κύκνος πρωταγωνιστής που κρατούσε στάση αναμονής ως τώρα, αντιλαμβανόμενος την είσοδο της πρωταγωνίστριας, διπλώθηκε στα δύο μπροστά της, όπως το συνηθίζουν στα βασιλικά σαλόνια. Μόνο που απέναντί του δεν είχε κάποια βασίλισσα, αλλά ένα απλό παπάκι που ονειρεύτηκε πως ήτανε πριγκίπισσα που μεταμφιέστηκε σε παπάκι για να παίξει αυτόν το ρόλο: τον ρόλο της ζωής της!
Οι δύο ερμηνευτές, μετά από μια σειρά πιρουέτες φιλοφρονήσεων κι εντυπωσιασμού ο ένας γύρω από τον άλλο, διέσχισαν πολλές φορές όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής, από την τελευταία χήνα δεξιά στο ομιχλώδες βάθος, μέχρι την μπάντα των σταχτοτσικνιάδων στην απέναντι πλευρά. Όλοι θαύμαζαν την χάρη στο τίναγμα της ουράς, την ευλυγισία στην κίνηση, την απαράμιλλη ομορφιά της πρωταγωνίστριας. Κανείς δεν κατάλαβε το παραμικρό. Ούτε καν ο κύκνος πρωταγωνιστής. Ήτανε άψογο στο ρόλο που υποδυόταν, τόσο πειστικό παίξιμο που θα το ζήλευαν μέχρι και φτασμένοι ηθοποιοί του είδους, με αρκετά βραβεία και τιμές στο ενεργητικό τους. Στο τέλος, με ένα μοναδικό γλίστρημα σλάλομ, οι δύο πρωταγωνιστές βυθίστηκαν στα κρύα νερά της λίμνης περνώντας ο ένας πάνω από τον άλλον, πριν επανεμφανιστούν σε αντίθετες τροχιές αυτή τη φορά, για να κλείσουν την παράσταση με έναν θριαμβευτικό κύκλο, όπου έπρεπε να στριφογυρίσουν τους λαιμούς ο ένας γύρω από τον άλλο, παίρνοντας την τελική πόζα της αιώνιας ανέλιξης. Παρόλο το φυσικό μειονέκτημα που αφορά στο μήκος του λαιμού του, και εδώ το παπάκι μας τα πήγε θαυμάσια.
Το κοινό, μαγεμένο από τα όσα διαδραματίζονταν στη σκηνή, κοκαλωμένο όχι από το ψύχος, αλλά από το υπερθέαμα, παρέμενε άφωνο. Μόνο κάτι ατίθασες καλαμιές πήγαν για λίγο να θροΐσουν έναν αναστεναγμό στον άνεμο γητευτή τους, αλλά σύντομα επανήλθαν στην όρθια ακινησία συμμορφωμένες στις απαιτήσεις της μοναδικής στιγμής.
Όλοι έδειχναν κατενθουσιασμένοι. Η τέλεια παράσταση. Ο θρίαμβος της υποκριτικής.
Ο κύκνος πρωταγωνιστής παράτησε για ένα δευτερόλεπτο την αγαλματένια του πόζα και έγειρε τα στρογγυλά μαύρα μάτια του προς το σπινθηροβόλο βλέμμα της πριγκίπισσας σε ένδειξη θαυμασμού, σαν να ήθελε να την φιλήσει. Ήταν μια κίνηση που έκανε πολύ σπάνια, μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικής επιτυχίας με παρτενέρ ισάξιο ή και ανώτερό του. Αυτή, μην έχοντας πλήρη συνείδηση των μεγεθών, παραδόθηκε στην ηδονή για μια στιγμή που κράτησε αιώνες. Έπειτα έκλεισε τα μάτια πανευτυχής και καταξιωμένη. Σαν ένα μοναδικό μαργαριτάρι που θάμπωσε με την λάμψη του το βάθος του ωκεανού για μια στιγμή, όσο κράτησε το χασμουρητό του στρειδιού που το γέννησε. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια μετά από ένα δευτερόλεπτο ακριβώς, δεν υπήρχε τίποτα γύρω της. Ή τουλάχιστον τίποτα από την προηγούμενη σκηνή. Το αιώνιο κενό -η αιτία και ταυτόχρονα ο σκοπός της κάθε ύπαρξης- σαν σύννεφο καταιγίδας είχε σκεπάσει με το επιβλητικό του πέπλο τον χώρο και τον χρόνο, «παγώνοντας» οτιδήποτε είχε διαδραματιστεί πριν από λίγο στην σκηνή. Μια αφόρητη ζέστη άρχιζε να την πνίγει. Στην επιφάνεια του νερού συνωστίζονταν τώρα τεράστιες απαίσιες φουσκάλες που καθρέφτιζαν στο εσωτερικό τους τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις του κενού. Σκόρπιοι πολύχρωμοι και καταθλιπτικοί όγκοι πλατσούριζαν το φορτίο τους γύρω της, φωνές ανθρώπινες σαν παιδικό τραγούδι την αφύπνισαν. Ένιωθε, ή μάλλον νόμιζε πως ένιωθε το κορμί της μαρμαρωμένο, καταδικασμένο στην απόλυτη ακινησία που άψυχου αντικειμένου: ενός παιχνιδιού. Γύρω της, ο ορίζοντας είχε περιοριστεί στα στενά περιθώρια της μπανιέρας. Δύο χαριτωμένα χεράκια φορτισμένα με την αθώα παιδική άγνοια, την άρπαξαν βιαστικά από το κεφάλι μαζί με κάποιο άλλο από τα μακρόλαιμα αντικείμενα που επέπλεαν βαριεστημένα δίπλα της και με μια απότομη κίνηση, συνοδευμένη από παιχνιδιάρικη διάθεση, τα πέταξαν με ορμή έξω από το νερό. Μέσα στα υγρά ματάκια του μικρού παιδιού, αποτυπώθηκε φωτογραφικά η τροχιά που διέγραψαν στον αέρα οι δύο πρωταγωνιστές πριν αναπηδήσουν άγαρμπα και σωριαστούν ανώμαλα στο πάτωμα. Αμέσως μετά, ο χώρος και ο χρόνος πλημμύρισαν με κλάματα…
Αυτή είναι η ιστορία με το στρογγυλομούτσουνο παπάκι που ονειρεύτηκε πως ήτανε πριγκίπισσα που μεταμορφώθηκε σε παπάκι για να παίξει τον τέλειο ρόλο της ζωής. Ευτυχώς, δεν πρόλαβε να ξυπνήσει πριν το τέλος του παραμυθιού κι έτσι απέφυγε το αβάσταχτο δίλημμα της ταυτότητας, καθώς και την ανυπόφορη, την εξαντλητική ομορφιά της καθημερινής ζωής.
Ιωάννης Παλαμάς
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!