Το καλοκαίρι εκείνο θα μείνει αξέχαστο και σε μένα, αλλά κυρίως σε εκείνο το παλικάρι που με το που συναντήθηκαν οι ματιές μας λες και επήλθε η λύτρωσή του.
Κανείς δεν ήξερε την ειδικότητά μου, όσον αφορά το επάγγελμά μου, όσο και την ιδιαιτερότητά μου. Κρυφό μυστικό, που ίσως κάποια στιγμή θα το μάθαιναν όλοι, αλλά δε με ενδιέφερε τότε τίποτα.
Το μόνο που απασχολούσε τη θύμησή μου και το μυαλό μου, ήταν να κατάφερνα να διεισδύσω στο σώμα μου και να καταλάβω το τι γινόταν, τι επαναστάσεις έπρεπε να αντιμετωπίσω και πόσο επάξια έπρεπε να φερθώ, ώστε να μην το πονέσω άλλο πια, να μην του ταράξω τα ήρεμα και γαλήνια ύδατά του.
Κι όμως έπρεπε να αντισταθώ και να πάρω θέση, τόσο στο τι πίστευα ότι διαδραματιζόταν στον ψυχικό μου κόσμο, όσο και στο σωματικό μου περιβάλλον και περίγυρο του εαυτού μου.
Κανείς, τίποτα, όσο και να ήθελα να αφουγκρασθούν τις δικές μου ανησυχίες, τις δικές μου έλξεις, σωματικές κυρίως, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να με ακούσει, να δει πως κι εγώ πάσχω και συμπάσχω με το τι γίνεται, τις λειτουργίες και τις δυσλειτουργίες, σε ένα σώμα που δεν το νοιώθω πλέον δικό μου, ένα ξένο, λες και θέλει να με εκδικηθεί και να παρασυρθεί σε έναν ανελέητο χαμό και οδυρμό σκέψεων και ταρακουνημάτων.
Πίσω από όλα αυτά, μόνο εγώ, τα θέλω μου, τα πρέπει τους, να αντικατοπτρίζουν και να μάχονται με τα δικά μου, για τις επιβεβαιώσεις της σεξουαλικής μου ταυτότητας, που μάταια έψαχνα, καιρό, χρόνια, αφού όλα ήταν φως φανάρι.
Τα πάντα μέσα μου, έξω μου, μια στυγνή διαμαρτυρία, μια έντονη και υπερβολική ταύτιση μεν, αλλά συγχρόνως ένα κυνηγητό όχι πλέον μαγισσών, αλλά τυράννων, αιμοσταγών βρικολάκων που αναζητούσαν εσπευσμένα να μου πιουν το αίμα, γιατί, έλεγαν, ήμουν διαφορετικός, η ντροπή της οικογένειάς μου και του περίγυρού μου.
Αυτό ήταν το σύνηθες όνειρο, θρίλερ που έβλεπα και ξανάβλεπα καιρό, μήνες τώρα.
Μα το μόνο που καταλάβαινα πλέον ήταν που όσο και να ήθελα να αποσπαστώ απ’ αυτό μου το σεξουαλικό κομμάτι προτίμησης, παραδοχής μου, τόσο το είναι μου αντιδρούσε και επαναστατούσε, σα να ήθελε να τους μουντζώσει επιδεικτικά και παρασημοφορημένο.
Απ’ όλα αυτά τα παράσημα που εγώ τα ’χα θέσει σαν παρακαταθήκες, διαθήκες στον εαυτό μου, αφού τον αγάπησα όπως ήταν, θέλησα να τον αναθρέψω με αγάπη, στοργή, όσο και να ήθελαν να μου επιβάλλουν τιμωρία, ποινή, απαξίωση.
Μα δεν έκανα και κάτι κακό, άρχισα και συζητούσα με το παλικάρι, που μόλις όπως είπα πιο πριν, ανταλλάξαμε τις ματιές μας, λες και ο κόσμος είχε φτιαχτεί μόνο για μας, μόνο για να λυτρωθούν και να αγαπηθούν οι κολασμένες μας ψυχές.
Έτσι την αποκαλούσε τη δική μου, την ταλαιπωρημένη και τη δύστυχη, η μάνα μου, η αδερφή μου, η θειά μου, κολασμένη ψυχή κι εγώ ο κολασμένος, που δέχτηκα την επιρροή του Σατανά, λες κι ήμουν δαιμονισμένος και με έτρεχαν από παπά σε παπά και από εξομολόγηση σε εξορκισμό.
Όταν τα κάναν όλα αυτά, ήμουν δε θα ’μουν κάπου 15, παραδομένος και προδομένος, απ το ίδιο μου το σώμα, θέλησα να δώσω μια ανάσα αισιοδοξίας στους δικούς μου, μήπως και είχαν δίκιο και όλα αυτά που είχαν συμβεί, είχαν τη σημασιολογία τους και την αξιολόγησή τους, ακόμα και από ειδικούς, ψυχολόγους και ψυχιάτρους.
Τα ’χα χάσει και εγώ, με όλα αυτά τα καταιγιστικά μέτρα που λάμβαναν άλλοι για μένα, δρούσαν και αντιδρούσαν εις βάρος μου, για το καλό μου ίσως, όπως έλεγαν, αλλά ζούσα για μένα χωρίς εμένα.
Τους είχα επιτρέψει να σκέφτονται για μένα, λες και εγώ ήμουν ο απαθής όπως τους βόλευε και ήθελαν να με παρουσιάσουν μάρτυρα μιας ζωής, που κι αυτόπτης να ήμουν, δε θα ’πρεπε κάποια στιγμή να ερωτηθώ, να με πλησιάσουν και να δουν και τις δικές μου βλέψεις, προβλέψεις, τα δικά μου δικαιώματα, αναφαίρετα, όσο απροσδόκητα κι αν ήθελαν να μου φερθούν και να μου συμπεριφερθούν;
Αλλά βλέπετε, άλλο 15 κι άλλο 25, όπως είμαι τώρα, όπως σκέφτομαι, αντιδρώ και διαθέτω τον εαυτό μου, για μένα, για να ’μαι εγώ καλά και όχι οι άλλοι να χειρίζονται και να διαχειρίζονται το μυαλό μου, τις σκέψεις μου, ακόμα και τις αντιδράσεις μου.
Τώρα πια δε θα ρωτήσω, δε θα ελεγχθώ, δε θα δικαιολογηθώ, αλλά κυρίως δε θα απολογηθώ για το τι πιστεύω, τι θέλω, τι ποθώ και τι προσπαθώ για μένα, για το σύντροφό μου… για την αγάπη μας και τη λατρεία που νοιώθουμε ο ένας για τον άλλον.
Τα θυμάμαι όλα τόσο ξεκάθαρα, λες και διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή.
Είχα αποφασίσει να πάω μια βόλτα στο νησί της μητέρας μου, εκεί που η ψυχή μου πάντα αγαλλίαζε και τα κύματα της θάλασσας, όσο και να θαλασσόδερναν την ακρογιαλιά, τόσο εναρμονίζονταν με τη δική μου ταραχώδη κατάσταση, με τα δικά μου έντονα και συνταρακτικά γεγονότα που είχαν αρχίσει να διαδραματίζονται και να σκιαγραφούν χαρακτήρες και καταστάσεις.
Ο άνθρωπός μου, το ταίρι μου ήταν εκεί, λες και περίμενε το δικό μου νεύμα, τη δικιά μου κίνηση, ώστε να γίνουμε ένα σώμα, μια ψυχή από εκείνη τη στιγμή.
Συνταρακτική στιγμή, τα λεπτά λες και ήθελαν να μας μιλήσουν και να μας πουν, είστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλον.
Τώρα πια δεν ήμουν 15 ήμουν 24… ήξερα και τι ήθελα και τι αποζητούσα, χρόνια τώρα, απομονωμένος και αποκομμένος από το οικογενειακό μου περιβάλλον, όσο και από τον φιλικό μου περίγυρο.
Ένοιωθα, καταλάβαινα πως ήμουν το στίγμα που όλοι με περιγελούσαν χυδαία και δίχως κανένα ηθικό φραγμό και ευαισθησία.
Κι όμως τώρα, ήμουν εκεί μόνος, και δυο ζευγάρια ματιές ανταμώθηκαν, δυο ψυχές ταρακουνήθηκαν και δυο καρδιές γίναν ένα, με όρκους παντοτινής αγάπης και αφοσίωσης. Το ήξερα κι εγώ και εκείνος, εγώ ο Πάρης και εκείνος ο Έκτορας.
Ονόματα απ’ την αρχαιότητα και τα δυο, βγαλμένα όμως με τόσο πόνο, αίμα ψυχής που αν ξέραμε τι θα ζούσαμε μετέπειτα, ίσως και να ’χαμε από μόνοι μας αποφασίσει τη δική μας μη έλευση σ’ αυτόν το σκληρό και ανελέητο κόσμο, δίχως ίχνος συμπόνιας και ευπρέπειας.
Το επάγγελμά μου πλέον είχα κάθε τόλμη και θάρρος να το αποκαλύπτω.
Πλαστικός χειρουργός, με εξειδίκευση στην αλλαγή φύλου.
Τα χρόνια που πέρασα τόσο δύσκολα, σκληρά, επώδυνα, ώστε αποφάσισα να σταθώ και να βοηθήσω όλα εκείνα τα άτομα που ήθελαν να προβούν σ’ αυτή την κίνηση, αλλά φόβοι και χίλια δυο τούς κρατούσαν πίσω, τους πήγαιναν πίσω τις ζωές τους αντί μπροστά, μεθοδικά και εσπευσμένα.
Τα πάντα τα ’χα σκεφτεί, το ιατρείο μου έτοιμο, οι επεμβάσεις πλέον ρουτίνας, καθώς τα αριστεία απ’ τα πανεπιστήμια και τις σπουδές μου τιμούσαν και εκτιμούσαν τους πελάτες μου που μου έδειχναν πλήρη εμπιστοσύνη, συμπάθεια και πλέον μετέπειτα, αυτοπεποίθηση, στο τι είχαν υποβληθεί και νοιώσει ακέραιοι σ’ εκείνο το σώμα που ανέκαθεν τους καλούσε να το δεχτούν, μα εκείνοι το αρνιόντουσαν πεισματικά.
Ο Έκτορας, ζωγράφος, δεινός γλύπτης και σμιλευτής κορμιών, αποτυπώσεων ψυχών, καθώς και υπέροχος χαρακτήρας, άνθρωπος και γητευτής αληθειών της ψυχής μου.
Με τίποτα δεν μπορούσα να του αρνηθώ να του χαλάσω χατίρι, γιατί μόνο που με κοιτούσε με εκείνα τα γκριζοπράσινα μάτια του, χανόμουν στο πέλαγος των αισθήσεων και των παραισθήσεων που δημιουργούσαν.
Η ώρα ήταν κάπου 10.00 όταν μου πρότεινε να ’μαι μπροστά σε ένα έργο τέχνης που είχε σκεφτεί να φιλοτεχνήσει και να παρουσιάσει σε μια επόμενή του παρουσίαση, σε μια γκαλερί της Γαλλίας, όπου η διάσημή του κάτοχος και ιδιοκτήτρια σχολής καλών τεχνών, του είχε προτείνει να την αναλάβει και να τη διεκπεραιώσει αυτή της την προσδοκία και την επιθυμία.
Έτσι, βρέθηκα να κοιτώ ένα κορμί, γυμνό, άρτια δομημένο που τα στρώματα λίπους, λες και είχαν κατανεμηθεί με αριστουργηματικό τρόπο, λες και είχαν την αρμονία και τη συμφωνία, έτσι ούτως ώστε οι μύες να πάλλονται και να κινδυνεύουν να γίνει έκρηξη ορμόνης, ανδρισμού, θα έλεγε κανείς όποιος τον αντίκριζε.
Αυτό που με παραξένεψε ήταν το πόσο σκεφτικός, ντροπαλός και κυρίως πόσο συνεσταλμένα ακούμπησε το τέλειό του γραμμωμένο σώμα, σε εκείνο το όμορφο, μπορντό, βελούδινο σκαμπό.
Τοποθετημένα όλα με την παραμικρή λεπτομέρεια και συνοχή μεταξύ τους, χωρίς να νοιώσει άβολα, μα με άνεση να αφεθεί να διαπραγματευθεί ο Έκτορας τόσο τέλεια την απεικόνισή του, όπως ο ίδιος μοναδικά και υπέροχα είχε μάθει τόσα χρόνια.
Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου και η λατρεία μου για το σύντροφό μου, που η χαρά και η αγάπη μου δεν ήταν δυνατό να ρυθμιστεί και μερικές φορές ίσως και να ξέφευγα τα επιτρεπτά όρια της σεμνοτυφίας και να ξεχυνόμουν σαν χείμαρρος διψασμένος να γευτώ το νέκταρ του πνεύματός του, της ψυχής του, του κορμιού του.
Τότε και μόνο τότε, είδα ένα μορφασμό, μια κίνηση έντονη και προτρεπτική, λες και εξιλεώθηκαν οι ενδοιασμοί του και ξεσφραγίστηκαν οι φραγμοί του και οι επιβαλλόμενες καλοσυνάτες του επιλογές φύλου, που όταν άρχισε και ξεδίπλωνε ολοένα και περισσότερο τις πτυχές αυτές σε ένα επιβαλλόμενο πλέον διάλειμμα της εργασίας τους, καταλάβαμε κάτι οδυνηρό και συνάμα συνταρακτικό και αληθινό.
Από μικρός είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δε συμβάδιζε το σώμα του με το τι ζητούσε και ήθελε, το τι επεδίωκε, προσδοκούσε και το τι ήταν διατεθειμένοι οι άλλοι να του δώσουν, να του χαρίσουν.
Ποτέ δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Περνούσε όλο αυτόν το Γολγοθά, όπως μας είπε, μόνος του, με συντροφιά τη μοναξιά του και τα ασυγχώνιστα βράδια του.
Ναι… κι αυτός ο μικρός, ο 15άχρονος φίλος μας πια, ήταν ένα θύμα του κορμιού του, του σώματός του και της εγκλωβισμένης του ψυχής.
Μα τώρα πια, βλέποντας εμάς, αντιλήφθηκε όχι τόσο την πραγματικότητα που την ήξερε και την είχε αποδεχθεί για τα καλά, αλλά κυρίως είχε δει από μια άλλη οπτική γωνία το να είσαι μαζί με το σύντροφό σου, τον άνθρωπό σου, αν και ίδιου φύλου.
Η αγάπη δεν περικλείεται σε στάτους και νομοθετήσεις, δε συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε κώδικες και κωδικούς ασφάλειας και κατοχύρωσης, κτητικότητας και λαφύρων κατοχής. Είναι συναίσθημα βαρύ, γνήσιο, ατόφιο, που όποιος δεν είναι ικανός να το δώσει, να το χαρεί ή και να βιώσει, ας μην μπαίνει καν στη διαδικασία να πειραματίζεται με τον εαυτό του, με τις ψυχές των άλλων, να γίνεται με λίγα λόγια αυτοκαταστροφικός, τύραννος.
Το μόνο που του αφήσαμε να διαλέξει και να συμπεριλάβει αργότερα στα δικά του θέλω, αντιλήψεις και προσδοκίες, ήταν η σχετική επιβαλλόμενη ωρίμανση για ένα τέτοιο θέμα, για μια σοβαρή απόφαση ζωής, παρουσίας και προσωπικότητας.
Αυτές οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται κατόπιν δικής του αποκλειστικά αποδοχής, το τι θέλει να είναι κι όχι το θεαθήναι του, το τι θέλει να είναι στην ουσία και όχι να υποδύεται, δηλαδή με άλλα λόγια, πότε θα είναι εκείνος έτοιμος να σταθεί απέναντι στον καθρέφτη, να σπάσει τα δεσμά σε ό,τι τον κρατά εγκλωβισμένο και αγκιστρωμένο, να ρίξει τη δική του γροθιά στο δικό τους κατεστημένο και να νοιώσει επιτέλους ελεύθερος κι όχι πολιορκημένος από ένα σώμα που ήδη έχει δείξει δείγματα και σήματα έκρηξής του, από κάτι ψεύτικο και απόμακρο, ώστε να επέλθει η αλήθεια και η ενδυνάμωση η ψυχική στο παρουσιαστικό, στην εικόνα και στην πλήρη του ταύτιση με το νέο του σώμα.
Αυτό που θα αγαπήσει, θα λατρέψει, αν και εφόσον το ίδιο του το μυαλό και το κορμί το απορρίψει, μια και καλή, μόνιμα και ανεπιστρεπτί.
Άννα Ζανιδάκη
Πολύ ωραίο!!!
Χαιρομαι…που επιτελους…η ανθρωπινη αναζητηση απεγκλωβισμου σωματος και ψυχης….θα πρεπει να ενηλικιωθει..μεσα στον καιενα και αφου ωριμασει…
Να δεχθει το καθε σωμα τη δικη του υποσταση!!!
Σας ευχαριστω πολυυυ!!!