«Την άνοιξη, τότε θέλω να γίνει το ταξίδι μας.»
«Θα σε πάω όπου θες. Θα είναι η στιγμή μας.»
Αυτά ήταν τα λόγια της υπόσχεσής μας, της δέσμευσής μας για το ταξίδι που θα κάναμε μαζί. Τότε που σχεδιάζαμε σαν παιδιά, τις περιπέτειές μας, τα όνειρά μας, τότε που κάναμε ευχές για ευτυχία και χαρά, παρατηρώντας πεφταστέρια και το μεγάλο φωτεινό σεληνιακό δίσκο.
Τότε ήταν φθινόπωρο, τα φύλλα έπεφταν και γέμιζαν το υγρό χώμα με ένα καφέ-κίτρινο χαλί. Ο αέρας άρχιζε να παγώνει και τα αποδημητικά πουλιά να φεύγουν για μέρη άλλα, ηλιόλουστα και φωτεινά. Τότε ήταν που δώσαμε την υπόσχεσή μας για το ταξίδι μας, το ταξίδι που θα πηγαίναμε μαζί.
Και μετά ήρθε ο χειμώνας, βαρύς, παγωμένος και μουντός. Της άρεσαν τα παγωμένα απογεύματα, δίπλα στη ζέστη της φωτιάς, να ψήνουμε κάστανα και να λέμε ιστορίες για Νηρηίδες, Δράκους και Ξωτικά. Να την παίρνω στην αγκαλιά μου και να αποκοιμιέται σαν μικρό πουλάκι κάτω από τη φτερούγα μου.
Τότε, στην καρδιά του χειμώνα, άρχισε να γίνεται φανερό ότι το ταξίδι δεν θα το προλαβαίναμε, ότι δεν είχαμε το χρόνο που θα θέλαμε. Βλέπαμε και οι δυο ότι ο χρόνος που της απέμενε ήταν λιγότερος από μια εποχή. Θα άφηνε ο χειμώνας το κορμάκι της ξέπνοο, χωρίς να μπορέσει να αντικρίσει ξανά την αγαπημένη της άνοιξη, την εποχή που επιστρέφουν τα αποδημητικά πουλιά, που τα δέντρα αρχίζουν σιγά-σιγά να ντύνονται με ένα ζωηρό πράσινο χρώμα, την εποχή που τα βράδια γλυκαίνουν και ο αέρας αρχίζει να πνέει μια ζεστή ανάσα.
Ήταν ο τελευταίος μας χειμώνας και δεν ήθελα να τον ζήσω. Η ιδέα της απώλειάς της μου ρουφούσε όλη τη ζωτική μου ενέργεια, δεν μπορούσα να δουλέψω, να κοιμηθώ και να ανασάνω καλά-καλά. Αυτή το καταλάβαινε και χωνόταν στην αγκαλιά μου. Τα χρυσοκέντητα καφετιά μαλλιά της, πιασμένα σε έναν μικρό σφιχτοδεμένο κότσο, μύριζαν κανέλα και μέντα από το σαμπουάν που χρησιμοποιούσε. Σαμπουάν χωρίς δάκρυα έλεγε το μπουκάλι, και όντως αυτό το κορίτσι δεν έκλεγε ποτέ. Ήταν πάντα με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήταν πάντα το χαμόγελο της τάξης της, των φίλων της, το χαμόγελο της ζωής μου.
Και ήρθε η μέρα, η εποχή, ο καιρός για να την χάσω. Μου έφυγε όπως φεύγει ένα σύννεφο παρασυρμένο από τον άνεμο στον ουρανό, όπως φεύγει ήρεμα ένα φύλλο ισορροπώντας στην επιφάνεια του ποταμίσιου νερού.
«Μπαμπά, να το πας το ταξίδι. Για τη μαμά και μένα. Για μας.»
Τα τελευταία της λόγια ήταν που είχα κρατήσει σαν φυλακτό. Αυτά τα λόγια ήταν που μου είχαν πει το αντίο. Με αυτά τα λόγια είχε επιλέξει να παραδώσει το σώμα και το πνεύμα της στην αιωνιότητα της λήθης. Με αυτά τα λόγια σαν οδηγό και σαν πυξίδα, σχεδίασα να πάω το ταξίδι που της είχα υποσχεθεί.
Ετοίμασα βαλίτσες, βρήκα εισιτήρια, έκλεισα ημερομηνίες για το ξενοδοχείο και μετά που τα κανόνισα όλα, έκατσα στην πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι, πήρα αγκαλιά τη φωτογραφία που ήμασταν και οι τρεις, την οποία είχα πάντα πάνω από το τζάκι και έκλαψα σαν μωρό παιδί. Η αλμύρα από τα μάτια μου, πότισε τα χείλη μου και ξεδίψασε την ανάγκη μου για παρηγοριά.
Το ταξίδι θα ήταν στο Παρίσι, την πόλη του φωτός, το αγαπημένο μέρος που γνώρισα και αγάπησα την μητέρα της. Το μέρος που ήθελε να πάει πάντα η πριγκίπισσά μου για να δει το μεγάλο ποτάμι, την χώρα της Μίνι και την μεγάλη λεωφόρο με τα φώτα, όπως μου έλεγε.
Ο καιρός έφτασε, και όπως της είχα υποσχεθεί, πήρα μαζί μου ένα λεύκωμα που είχε ετοιμάσει για να το γεμίσουμε στο ταξίδι. Είχε λουκετάκι και της είχα υποσχεθεί ότι θα το άνοιγα μόλις έφτανα στο Παρίσι. Έτσι και έγινε.
Πήρα το λεύκωμα μαζί μου, το κρατούσα σφιχτά μέσα στα χέρια μου στο αεροπλάνο και στο ταξί που με πήγε στο ξενοδοχείο. Στο ασανσέρ, ενώ με βοηθούσε ένας υπάλληλος με τη βαλίτσα για να πάμε στο δωμάτιο. Και μόλις έμεινα μόνος στο δωμάτιο, άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Ένας καθαρός αέρας πλημμύρησε το δωμάτιο. Το αδιάκριτο φως του ήλιου μπήκε ορμητικό μέσα και γέμισε όλο το χώρο. Με το μικρό κλειδάκι άνοιξα το λουκετάκι και μετά την πρώτη σελίδα του λευκώματος.
«Μπαμπά μου, πολύτιμε και αγαπημένε μας. Τώρα είμαστε παρέα με τη μαμά. Μας λείπεις και σίγουρα σου λείπουμε και εμείς. Αυτό που θέλω είναι να ζήσεις. Να κάνεις ό,τι δεν προλάβαμε να κάνουμε μαζί εμείς οι δυο, εμείς οι τρεις. Με αφορμή αυτό το ταξίδι, να προχωρήσεις μπροστά. Να ζήσεις όμορφα πράγματα, για να τα ζήσουμε και εμείς μαζί σου. Το ξέρω ότι είμαστε μέσα στην καρδιά σου, η μαμά και εγώ. Θέλω να σε δω από εδώ που είμαι να περπατάς στο δρόμο της ευτυχίας.»
Έκλεισα το λεύκωμα, το κλείδωσα, κατέβηκα από το δωμάτιο και βγήκα έξω από το ξενοδοχείο. Μπροστά μου ανοιγόταν ένας δρόμος γεμάτος κόσμο, φως και φωνές.
Νίκος Κομπολάκης