Η Έλλη για ακόμα μια φορά στάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη του υπνοδωματίου της, όμως το είδωλό της δεν ήταν εκεί. Την θέση του εδώ και χρόνια είχε πάρει μια λυσσασμένη θάλασσα. Η Έλλη την κοιτούσε και ήξερε πως αντίκριζε το τοπίο της ψυχής της. Κάποιες φορές είχε προσπαθήσει να την αγγίξει, όμως οι παγωμένες λεπίδες των κυμάτων είχαν ματώσει την ανήλιαστη σάρκα της. Μη μπορώντας να αντικρίζει άλλο αυτό το αποτρόπαιο έργο τέχνης, που προσπαθούσε να μιμηθεί τους Μαύρους Πίνακες του Φρανθίσκο Γκόγια, αποτραβήχτηκε στο καταφύγιό της που δεν ήταν άλλο από το μικρό και γραφικό μπαλκονάκι της, που μπροστά του ξεδιπλωνόταν η ισπανική πρωτεύουσα.
Η Έλλη, τα τελευταία είκοσι χρόνια, διέμενε στην Μαδρίτη, είχε απαρνηθεί την χώρα που της χάρισε την πρώτη αναπνοή και είχε σβήσει τις αναμνήσεις που πλαισίωναν την άγουρη περίοδο της νιότης της. Περνούσε ατελείωτες ώρες ρεμβάζοντας και παρατηρώντας τους διαβάτες και χωρίς να ξέρει τίποτα για εκείνους, σκάρωνε ιστορίες, τις οποίες έγραφε σε ένα μικρό σημειωματάριο. Το μικρόβιο του συγγραφέα είχε αρχίσει να κυλά στα κόκκινα ποτάμια που ταξίδευαν στο κορμί της, όμως ήξερε πως για να ξεκινήσει να γράφει την δική της ιστορία θα έπρεπε πρώτα να πάψει να αντικρίζει εκείνη τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ήταν είκοσι χρονών όταν με μία βαλίτσα στο χέρι έφτασε στο αεροδρόμιο Μπαράχας και με τα λίγα ισπανικά που γνώριζε, μπόρεσε να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα και να μην πνιγεί σε εκείνη την μαύρη θάλασσα που μόλις είχε γεννηθεί μέσα της.
Ο ήχος του κινητού της τηλεφώνου έσπασε την κλωστή με τους κόμπους που είχαν δέσει οι σκέψεις της. Ένα χαμόγελο φύσηξε μακριά την συννεφιά του προσώπου της, μόλις είδε στην οθόνη του κινητού της την φωτογραφία της καλύτερής της φίλης η οποία την καλούσε.
«Σήμερα δεν θα μου το αρνηθείς, θα βγούμε και θα διασκεδάσουμε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Θυμάσαι ότι έχω τα γενέθλιά μου ή το ξέχασες;» απήγγειλε η Άννα τον εύθυμο μονόλογό της απνευστί.
«Φυσικά και το θυμάμαι. Θα σε έπαιρνα τηλέφωνο αργότερα, αλλά με πρόλαβες. Όπως πάντα με αιφνιδιάζεις», απάντησε η Έλλη ενώ συνέχισε να χαμογελά.
Αφού μίλησαν για αρκετή ώρα οι δύο φίλες, κανόνισαν να βρεθούν μαζί με την υπόλοιπη παρέα σε ένα μαγαζί που χορεύτριες του φλαμένγκο διηγούνταν ιστορίες αγάπης ποτισμένες με κατακόκκινη σανγκρία και δάκρυα. Οι χορευτικές τους φιγούρες μετέφεραν τους θεατές σε μία άλλη εποχή, τότε που ο Δον Κιχώτης ονειρεύτηκε έναν έρωτα και τον ονόμασε Δουλθινέα. Η Έλλη μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, άφησε πίσω της την παραδεισένια θέα της πόλης και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της για να ετοιμαστεί για την αποψινή γιορτή. Αφού πρώτα άναψε το φως του υπνοδωματίου της, έκατσε στο ξύλινο σκαμπό που τις επιφάνειές του κάλυπταν συνθέσεις από τριαντάφυλλα. Ακριβώς μπροστά της βρισκόταν ένας τεράστιος καθρέφτης, που ακουμπούσε σε ένα ξύλινο έπιπλο με τρία συρτάρια. Τα μάτια της άρχισαν να κοιτούν επίμονα τον καθρέφτη, εκείνη προσπάθησε να τους αλλάξει ρότα, όμως εκείνα λες και ήθελαν να την τιμωρήσουν έφτασαν μέχρι τον πάτο εκείνης της θάλασσας, που την εμπόδιζε να δει το είδωλό της. Τα χέρια της έγιναν δύο αστείρευτες υγρές πηγές που ανάβλυζαν πόνο, αγωνία και θλίψη. Μέσα της αναζήτησε στεριά για να σωθεί και το μυαλό της την προέτρεψε να καταφύγει σε εκείνες τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες, που αναπαύονταν εδώ και χρόνια σε ένα σιδερένιο κουτί.
Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε από το σκαμπό, πήγε μέχρι το κομοδίνο της και σχεδόν σαν να επρόκειτο να αγγίξει το μάκτρο της Θείας Μετάληψης άνοιξε ευλαβικά την πύλη του παρελθόντος. Έκατσε στο ξύλινο κρεβάτι της ενώ κρατούσε στα χέρια της εκείνα τα χάρτινα κομμάτια, που της θύμιζαν μια άλλη ζωή την οποία είχε ξεχάσει. Με τα ακροδάχτυλά της άρχισε να χαϊδεύει τα πρόσωπα που γελούσαν ανέμελα στις φωτογραφίες, ήταν άνθρωποι ευτυχισμένοι και μέσα σε αυτούς ήταν κι εκείνη. Χωρίς να το καταλάβει, το χέρι της κατέβηκε μέχρι την κοιλιακή της χώρα, τώρα το δεξί της άκρο έπραττε αυτόνομα χωρίς να την ρωτάει και προσπάθησε να αφουγκραστεί την σκιά ενός μωρού που πλανιόταν στα σωθικά της. Μόλις ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, πήρε το χέρι της από εκείνο το σημείο και χωρίς να υποκύψει σε άλλη διαταγή του εαυτού της, έκρυψε ξανά εκείνη την ανάμνηση. Αφού ετοιμάστηκε, έσβησε το φως του σαλονιού και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, όμως πριν προλάβει να την κλείσει, ο ήχος του σταθερού της τηλεφώνου την έφερε πίσω ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού της.
«Έλλη, το ξέρω πως θα σε αναστατώσω, όμως ο πατέρας μετά από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο νοσηλεύεται στον Ευαγγελισμό», της είπε ο αδερφός της ο Γιάννης, ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει την αγωνία του.
Η Έλλη έμεινε ακίνητη, το σώμα της είχε παγώσει, σταλακτίτες αίματος είχαν καλύψει τις φλέβες της και η φωνή της είχε χαθεί σε ένα απύθμενο πηγάδι.
Μετά το πρώτο σοκ, μάζεψε όση δύναμη μπορούσε και τα μόνα λόγια που είπε στον αδερφό της ήταν: «Έρχομαι Αθήνα με την πρώτη πτήση που θα βρω».
Με ένα σύντομο μήνυμα ενημέρωσε την φίλη της, ότι δεν θα παρευρισκόταν στην γιορτή και ακόμα ότι θα επικοινωνούσε μαζί της το συντομότερο δυνατόν. Έβαλε μέσα σε μια βαλίτσα ό,τι ρούχα βρήκε μπροστά της και με βήμα γοργό κατέβηκε τις μαρμάρινες σκάλες της πολυκατοικίας. Μετά από δύο ώρες βρισκόταν μέσα στο αεροπλάνο που πετούσε για Ελλάδα. Από την στιγμή που έφυγε από την πατρίδα της, ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφε. Μονάχα οι δικοί της άνθρωποι την επισκέπτονταν στην Μαδρίτη, η Έλλη είχε σβήσει εκείνο το κομμάτι του χάρτη που έγραφε Ελλάδα. Τότε ένα δυσάρεστο γεγονός την είχε αναγκάσει να ξενιτευτεί και τώρα πάλι η μοίρα τής έπαιζε ένα περίεργο παιχνίδι και την έστελνε ξανά πίσω να αντιμετωπίσει την αφέγγαρη θάλασσα που έβριθε μέσα της.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε ξημερώματα στο Ελευθέριος Βενιζέλος, η Έλλη κατέβηκε πρώτη χωρίς να δώσει σημασία στα επικριτικά βλέμματα των άλλων επιβατών, που αποδοκίμαζαν τον έντονο ζήλο της για να φτάσει χωρίς καμία καθυστέρηση στον τομέα των αποσκευών. Άρπαξε την βαλίτσα της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, ενώ τα μάτια της δεν είχαν σταματήσει να αναζητούν κάποια γνώριμη φιγούρα.
Ξαφνικά είδε μπροστά της την αδερφή της μητέρας της και το ξάδερφό της. Το αμέσως επόμενο λεπτό χάθηκε στην αγκαλιά τους. Όλο της το κορμί έκλαιγε, τα πνευμόνια της προσπάθησαν να συγχρονιστούν με το οξυγόνο της Αθήνας, γιατί η ίδια εδώ και χρόνια το θεωρούσε δηλητήριο. Χωρίς να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες μπήκαν στο αυτοκίνητο της θείας της κι έφτασαν στο νοσοκομείο. Ο αδερφός της μαζί με άλλους συγγενείς βρίσκονταν στην αίθουσα αναμονής, μόλις όμως την αντίκρισαν, πήγαν προς το μέρος της. Προς στιγμήν ξέχασαν τον ηλικιωμένο άντρα που προσπαθούσε να κρατηθεί στη ζωή και μια πρόσκαιρη χαρά κάλυψε τα πρόσωπά τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως είχε επιστρέψει, για αυτό την αγκάλιασαν με όλη τους την δύναμη για να διαπιστώσουν πως δεν επρόκειτο για κάποια οφθαλμαπάτη.
Εκείνη ανταπέδωσε τις αγκαλιές και τα φιλιά και αμέσως μετά τα βήματά της, την πήγαν έξω από τον θάλαμο που βρισκόταν ο πατέρας της. Άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το πόμολο της πόρτας, όμως εκείνο δεν την υπάκουσε, όλες οι αισθήσεις της είχαν γίνει έρμαιο του φόβου. Δεν μπορούσαν να αγναντέψουν ξανά εκείνη την θάλασσα, που αντί για θησαυρούς έκρυβε στα σωθικά της ανθρώπινες ψυχές. Με την δεύτερη προσπάθεια άνοιξε την πόρτα του θαλάμου και στο εσωτερικό του αντίκρισε την μητέρα της καθισμένη σε μία δερμάτινη πολυθρόνα, ακριβώς δίπλα στο κρεβάτι, στο οποίο ο πατέρας της πάλευε για την ζωή του. Οι δύο γυναίκες δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μονάχα τα μάτια τους μίλησαν και είπαν πολλά.
«Καλώς όρισες, παιδί μου, στην πατρίδα. Σε αγαπώ πολύ, να το ξέρεις».
«Κι εγώ, μητέρα, σας νοιάζομαι, για αυτό ήρθα αμέσως στο πλευρό σας».
Η Έλλη δεν άντεξε να βλέπει άλλο τον πατέρα της να βασανίζεται μπλεγμένος σε εκείνο τον ιστό της αράχνης φτιαγμένο από πλαστικά σωληνάκια. Βγήκε αμέσως έξω από τον θάλαμο, προσπέρασε όλους τους συγγενείς της και κατευθύνθηκε στην έξοδο του νοσοκομείου. Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε και με φωνή που δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο το κορίτσι που πενθούσε την ζωή της, του είπε να κατευθυνθούν στην παραλία του Σουνίου. Μόλις έφτασαν χίμηξε έξω σαν αγρίμι. Με τα παπούτσια στο χέρι έφτασε μέχρι την ακροθαλασσιά, τα πόδια της μόλις ήρθαν σε επαφή με το αλμυρό νερό άρχισαν να τρέμουν, η Έλλη γονάτισε και χωρίς να το καταλάβει σωριάστηκε στην άμμο. Τα μάτια της κοιτούσαν την θάλασσα, ο εχθρός είχε βγει από το κορμί της και έστεκε μπροστά της. Κανένα δάκρυ όμως δεν κύλισε από τα μάτια της. Τώρα ήταν δυνατή, ήθελε επιτέλους να αντιμετωπίσει εκείνη που με βίαιο τρόπο της στέρησε τον άντρα της και το αγέννητο παιδί της που πέθανε μέσα στην κοιλιά της.
Η βόλτα εκείνο το φθινοπωρινό δειλινό πριν είκοσι χρόνια ήταν η τελευταία τους, αφού η απότομη αλλαγή του καιρού αναποδογύρισε την βάρκα τους και ξερίζωσε από τον κήπο την ψυχή της, τα μοναδικά της τριαντάφυλλα. Χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε τα ρούχα της και κατευθύνθηκε προς τον εχθρό της, η μάχη είχε ήδη αρχίσει. Μια γυναίκα που εκείνη την ώρα έτυχε να περνά από το σημείο, είδε όλο το περιστατικό κι άρχισε να φωνάζει στην Έλλη να βγει έξω. Εκείνη μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξεπρόβαλλε από το υγρό μέτωπο λαβωμένη, αλλά ζωντανή.
«Μήπως έχετε έναν καθρέφτη;» ρώτησε η Έλλη την άγνωστη γυναίκα με βλέμμα που ανάβλυζε θυμό και λύτρωση.
Η γυναίκα έβαλε το χέρι στην τσάντα της κι αμέσως έδωσε στην Έλλη το μικρό καθρεφτάκι που βρήκε μέσα.
Με την ανάσα της να έχει εγκλωβιστεί στα κουρασμένα της πνευμόνια, έφερε το αντικείμενο στο ύψος του προσώπου της.
«Επιτέλους βλέπω το είδωλό μου, σε νίκησα θάλασσα», ψέλλισε η Έλλη και σηκώνοντας το βλέμμα προς τον ουρανό, είδε τα πρόσωπα των δύο αγαπημένων της ανθρώπων να της χαμογελούν γαλήνια μέσα από τα λευκά σύννεφα του Παραδείσου.
Εμπνευσμένο από τη μουσική σύνθεση του Μελέτη Ρεντούμη “Looking at the sea”
ΟΛΥΜΠΙΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Συγκηνητικά όμορφο διήγημα ,εξάπτει τη φαντασία να αναζητήσει τη συνέχεια ,καλή επιτυχία !
Πολύ όμορφο. Καλή επιτυχία !!!
Μεστό και πολύ ωραίο διήγημα, που κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη! Εξαιρετική γραφή, η οποία οδήγησε σε ένα όμορφο και αισιόδοξο κλείσιμο! Καλή επιτυχία Ολυμπία!
Πόσο συγκινητικό! Καλή επιτυχία εύχομαι.
Πολύ δυνατό. Μπράβο σας!
Μπράβο στη συγγραφέα για το κείμενό της και στο site για τον διαγωνισμό.
Πολύ γλαφυρές εικόνες!
Ζωντανές εικόνες, πλούσιο λεξιλόγιο, όμορφη σκιαγράφηση χαρακτήρων.