«Ένα εισιτήριο, παρακαλώ».
«Για πού;»
Παρατηρεί τη γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά και το ατημέλητο ντύσιμο. Είναι σαν να ‘χει βγει έξω με τα ρούχα που φοράει στο σπίτι. Μια φόρμα λαδί κι ένα καρό πουκάμισο που της φτάνει στους μηρούς. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν απότομα. Μοιάζουν να καίνε.
«Για Φρίντομ».
Κατά βάθος το περίμενε με το που την είδε. Ήταν αναμενόμενο να θέλει να πάει σ’ αυτή την πόλη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Αυτή η γυναίκα που κάθε τρεις και λίγο κοιτάζει ανήσυχα πίσω της, δείχνει σαν να έχει τραπεί σε φυγή.
«Με επιστροφή;»
«Όχι!»
«Έχετε αποσκευές;»
«Όχι!»
Του πετάει τα όχι της με ένταση, σαν ν’ αμύνεται σε κάποια επίθεση, τα δάχτυλά της χοροπηδούν ανυπόμονα στον γκισέ. Της δίνει το εισιτήριο, το χέρι της απλώνεται με αδημονία, το μανίκι της ανασηκώνεται αποκαλύπτοντας μια μελανιά στον καρπό. Αποτραβιέται βιαστικά, δεν λέει ούτε ευχαριστώ, χάνεται στο πλήθος που ρέει προς τις αποβάθρες.
Θα ‘θελε να της πει πως σ’ αυτή τη θέση που υπηρετεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει δει εκατοντάδες γυναίκες σαν κι εκείνη κρυμμένες πίσω από μαύρα γυαλιά και μακριά μανίκια. Γυναίκες που κοιτάνε φοβισμένα πίσω τους. Γυναίκες που ζητάνε εισιτήρια χωρίς επιστροφή. Γυναίκες σαν τη μάνα του, που την τσάκωσε πιτσιρικάς στην πόρτα να το σκάει μ’ έναν σάκο. Φορούσε κάτι τεράστια γυαλιά ηλίου, μπλούζα ζιβάγκο και μια φούστα ως τον αστράγαλο. Πού πας, μαμά; Κοντοστάθηκε για χάρη του, τα χείλη της τρεμόπαιξαν. Ήταν λεπτά, μια ανεπαίσθητη γραμμή με φόντο ένα τοπίο χλομό. Η φωνή της βγήκε πνιχτή, να ‘σαι καλό παιδί, αυτό θυμάται πως του είπε. Δεν την ξανάδε ποτέ.
Δεν διακρίνει πια τη γυναίκα, έχει γίνει ένα με το φευγιό. Θα ζητήσει απ’ τον συνάδελφο να τον αντικαταστήσει για λίγο. Χρειάζεται να βγει απ’ τον σταθμό, ν’ αναπνεύσει. Το τρένο ετοιμάζεται για αναχώρηση.
Ίσως κάποτε θα ‘πρεπε να το πάρει κι εκείνος…
8 Μαρτίου 2024
Ελένη Χριστοφοράτου