Έπιασε τον εαυτό του να χάνεται κάτω από τα φώτα της πόλης. Η λάμψη τον αποπροσανατόλιζε όπως μπερδεύει τα ζώα στο δρόμο που κοιτάνε κατάματα τον πρόωρο θάνατό τους. Χαμένος σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν κόσμο δικό του, που δεν ήθελε να μοιραστεί με κανέναν απλά περπάταγε, νανουρισμένος από το βουητό των αυτοκινήτων που περνούσαν δίπλα του και τάραζαν την ήδη ταραγμένη του σκέψη. Δεν μπορούσε να την θυμηθεί πια. Η ίσως να θυμόταν εκείνη την θολή ανάμνηση του προσώπου της, εκείνα τα πράσινα μάτια που έλαμπαν πιο φωτεινά από κάθε φως και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Είναι απλός άνθρωπος, έχει βαρεθεί η κενή του σκέψη να πλημμυρίζει με την εικόνα του χαμόγελου της. Ενός ακόμη αινίγματος που δεν μπορούσε να καταλάβει και τον έβαζε σε σκέψεις. Ίσως όμως και να το χρειαζόταν όλο αυτό. Άρχισε να ζεσταίνεται, αυτό κάπως τον ξύπνησε. Όλος ο κόσμος του είχε γκρεμιστεί.Ίσως βέβαια δεν υπήρξε ποτέ.
Βρέθηκε χαμένος μέσα στα στενά της πόλης. Παγιδευμένος για άλλη μια φορά, από κτήρια τσιμεντένια και τρομακτικά, όπως και εκείνη, όπως και όλοι οι άνθρωποι που είχε συναντήσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που χανόταν στην πόλη σχεδόν επίτηδες, αν και το άγνωστο, το καινούριο τού προκαλούσε αγωνία. Περνούσε τώρα από το στενό του σπιτιού της, ο αέρας σαν να άρχισε να βρωμάει χλωροφόρμιο. Ένιωθε να ζαλίζεται ακόμα περισσότερο, ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Η μυρωδιά τού θύμισε το άρωμά της, καυστικό κι όμως ελκυστικό και παραισθησιογόνο. Έχανε τις ήδη χαμένες αισθήσεις του. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, χανότανε τώρα στους μισοφωτισμένους παράδρομους, και μετά στα σκοτεινά σοκάκια της σκέψεις του, σαν κάθε αυλάκωση του μυαλού του να είχε γίνει ένας ακόμα διάδρομος σε έναν ατελείωτο κατασκότεινο λαβύρινθο. Ήταν μόνος του, γύρω του έβλεπε μόνο τον εαυτό του, ίσως και εκείνη. Η έξαψη τώρα δεν τον άφηνε να περπατήσει, έπρεπε να γυρίσει σπίτι, όχι, έπρεπε να γυρίσει σε αυτήν, μισό λεπτό, σκέφτηκε, αυτός δεν έφυγε ποτέ.
Σηκώθηκε από τον καναπέ του, έσβησε τα φώτα. Όλα είχαν τελειώσει γι’ αυτόν.