Κρεβάτι ανάσα μυστική.
Ήχος στεγνός ως σφαίρα ακίνητη.
Κάποιοι δίπλα αποκοιμιούνται στου μορφέα τη γιορτή.
Φτερά αγγέλου φωλιά.
Κρυφτό από μαχαιριά και όταν κάποτε σωπάσει,
όλη η πλάση ηρεμεί και τα όνειρα νυχτώνουν
σαν πρωτόπλαστα νεογνά, γυμνά από την τομή.
Η μοναξιά κοιτά για να βγει πρώτη,
όπως ο μυημένος στην απάτη και στη γνώση
κάποιου μιμητισμού γνώριμου μοτίβου,
που παγιδεύεται στη μάθηση την ξερή,
χωρίς μυαλό κοκόρι.
Άβουλο πλάσμα,
με απαγορευτικό του λόγου το λαρύγγι.
Πλέγμα φθαρμένο, φροντίζει την ανάμνηση.
Κάποτε ήταν καταιγίδα, ίσως συννεφιά.
Έδρασε το χάπι, του κόσμου τούτου.
Έκλαψε χθες. Έκλαψε τώρα.
Λύγισε το πρωί. Μέρα δεν είδε,
νυχτιά υπήρχε και όταν τα βλέφαρα κλείσαν,
θηρίεψε η σελήνη.
Νυχτολούλουδο άνθισε μέσα από τη ρωγμή,
όμορφη όπως η αμαρτία
και τότε έξαφνα είδες από το παραθύρι της γιορτής,
λάβα στο χάραμα.
Έφυγε σαν ξαστεριά.
Ωραίο!!!