«Ό,τι λέω εγώ, το λέω για το καλό σου, να το ξέρεις! Κι όλη η γειτονιά δηλαδής σε νοιάζεται, κοπέλα μου. Με τον καλό λόγο στο στόμα ειν’ όλοι κι ας τους λες μετά βίας καλημέρα. Δεν παρεξηγάνε. Άνθρωποι του Θεού, κάθε Κυριακή στην εκκλησιά ανελλιπώς. Και μεταλαμβάνουνε, κι εξομολογούνται και απ’ όλα. Γι’ αυτό, βάλε καλά στο μυαλουδάκι σου αυτό που θα σου πω. Δεν είν’ αντρας αυτός για σένα. Ομορφόπαιδο, δε λέω, τον βλέπουν τα κοπελούδια και τον ορέγονται, όλο ψου ψου είναι πίσω απ’ την πλάτη του. Αλλά δεν έχει καλό χαρακτήρα. Με τη μια και με την άλλη γυρνάει κι εσύ ήσυχη στο σπίτι ότι πάει στη δουλειά. Αμ τις ξέρω εγώ αυτές τις δουλειές. Να νομίζεις πως έχεις δέσει το γάιδαρό σου κι ο σύζυγος να στα φοράει κανονικότατα. Αχ, κοπέλα μου, είσαι αθώα και δεν πάει ο νους σου στο πονηρό. Η γειτονιά όμως έχει βουίξει και θεώρησα πρέπον να σ’ ανοίξω τα μάτια. Θα μου πεις, βέβαια, στεφάνι σου είναι και θέλεις να το σώσεις. Μα, αξίζει; Ολημερίς χωμένη στο νοικοκυριό, να του μαγειρεύεις, να του πλένεις, να του σιδερώνεις κι ο κύριος να γλεντοκοπάει σε ξένες αγκαλιές; Ε, άμα κάνατε κανένα παιδί, θα μαζευότανε κάπως. Άλλα άτυχη και σ’ αυτό ήσουνα, καψερή. Τόσες εξωσωματικές πήγανε στράφι. Όχι, μην πας να τ’ αρνηθείς, όλοι το ξέρουνε. Σάμπως δεν βλέπουνε που ’χεις φουσκώσει σαν μπαλόνι απ’ τις ορμόνες και τα λευκοπλάστ στα χέρια σου απ’ τις ενέσεις; Στραβοί είναι; Έλα τώρα, μην κλαις, κοπέλα μου, δεν αξίζει να χαλαλίζεις για δαύτονε δάκρυ. Χώρισέ τονε να βρεις προκοπή και σου ’χω εγώ έτοιμο έναν εξηντάρη, πρώτης τάξεως κύριο. Κορώνα στο κεφάλι του θα σ’ έχει. Θα μου πεις, είναι λίγο μεγάλος, αλλά είδαμε και τα χαΐρια σου με τον νέο. Με τον εξηντάρη θα κοιμάσαι ήσυχη. Έχει και τον τρόπο του, δυο κτήματα και χοντρό πορτοφόλι. Δε θα σου λείψει τίποτα. Ούτε παιδιά θέλει, έχει μεγάλα από προηγούμενο γάμο. Λαχείο σου λέω, ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Σ’ αφήνω τώρα, γιατί έχω φαΐ στη φωτιά. Σκέψου το!»
Τη φιλά στο κούτελο. Τη νιώθει να ζεματάει και σταυροκοπιέται. Της λέει πως την έχουνε ματιάσει. Υπόσχεται να ξανάρθει το βράδυ για να την ξεματιάσει και φεύγει. Κι εκείνη έμεινε μια ώρα ακίνητη και μετά πήγε και κρεμάστηκε. Κι όλη η γειτονιά πήγε στην κηδεία, άνθρωποι του Θεού, κάθε Κυριακή στην εκκλησία ανελλιπώς. Και τον άντρα της τον πετροβόλησαν μόλις πλησίασε το φέρετρο, γιατί οι σάτυροι δεν έχουν θέση ανάμεσά τους. Κι έμαθαν αργότερα πως ξαναπαντρεύτηκε σε άλλη γειτονιά, μ’ άλλους ανθρώπους του Θεού γύρω του.
ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ