ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ 1ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ BONSAISTORIES
Ο Αλέκος είχε να πατήσει το πόδι του στην Αθήνα, στην Κυψέλη, εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Ύστερα από εκείνο το μοιραίο βράδυ, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. ΄Εχτισε τη ζωή του πάλι απ’ την αρχή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη. Ο αγώνας, η βιοπάλη κι ο χρόνος, αυτός ο αδυσώπητος εχθρός κάθε ανθρώπου, τον απομάκρυναν απ’ όλους κι απ’ όλα… ακόμη κι απ’ τον παιδικό του φίλο, τον Βαγγέλη.
Η πλατεία της Κυψέλης είχε αλλάξει, δεν είχε καμιά σχέση με τότε, με την εποχή της νιότης του.
«Θυμάσαι;» τον ρώτησε ο παλιός του φίλος.
Ο Αλέκος κούνησε το κεφάλι.
Εκεί που βρισκόταν το κλαμπάκι που τα ζευγαράκια λικνίζονταν αγκαλιασμένα στους ήχους του μπλουζ, κρατώντας ένα ποτήρι βερμούτ, είχε τώρα ξεφυτρώσει μια αμφιβόλου αισθητικής πολυκατοικία, όπου έμεναν άνθρωποι μελαψοί, σχεδόν μαυριδεροί, που φορούσαν παράξενα, πολύχρωμα ρούχα και μιλούσαν μια γλώσσα αλλιώτικη.
«Α, ρε Μιράντα», του ξέφυγε.
Πού τη θυμήθηκα; σκέφτηκε. Η Μιράντα…με τα μαύρα μακριά μαλλιά, τις γυριστές βλεφαρίδες και τα σούπερ μίνι φορέματα. Κάτι σαν την Έλενα Ναθαναήλ ένα πράμα! Θηλυκό με τα όλα της.
Ο Βαγγέλης έσμιξε τα φρύδια.
Η Μιράντα… η Μιράντα, συλλογίστηκε. Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου… το πιο όμορφο και γλυκό όνειρο… η Μιράντα
Κατά έναν παράξενο και περίεργο τρόπο είχαν κι οι δυο γοητευτεί από αυτή την κοπέλα. Κι εκείνη πάλι, ήθελε τόσο πολύ να πειραματιστεί…
Πώς είναι άραγε να καίγονται δύο νέοι άντρες για πάρτη σου; Πώς είναι άραγε να σε «παίρνουν» κι οι δυο την ίδια στιγμή;
Οι συναντήσεις τους στο ξενοδοχείο ΚΥΨΕΛΗ, σ’ έναν παράδρομο της Φωκίωνος Νέγρη. Δωμάτιο αριθμός 13, με ροζ παλ διακόσμηση: μοκέτα, ταπετσαρία στους τοίχους, σκεπάσματα στο διπλό κρεβάτι.
Ο Αλέκος ήθελε πάντα να ’ναι «ο πρώτος» μαζί της. Πάντα. Το σμίξιμό τους άγριο, δίχως τρυφεράδες, σχεδόν ζωώδες. Η Μιράντα έδειχνε να το απολαμβάνει, αν έκρινε κανείς από τα βογκητά της…
Ο Βαγγέλης, πάλι, την έπαιρνε γλυκά, απαλά, τρυφερά, ψιθυρίζοντας τρυφερά λόγια στο αυτί της. Και τότε η Μιράντα έκλεινε χαλαρωμένη τα μάτια και χαμογελούσε.
Καθένας μας με τον δικό του τρόπο, σκέφτηκε ο Βαγγέλης. Αν κι εγώ…
Αν κι εκείνος είχε αρχίσει να την ερωτεύεται σιγά σιγά…να τη θέλει δική του, μόνο δική του. Κι ενώ μέχρι τότε το ιδιόρρυθμο τρίο περνούσε καλά, ο Βαγγέλης άρχισε να νιώθει τα πρώτα τσιμπήματα της ζήλιας.
«Είχαμε πει πως θα τα μοιραζόμαστε όλα, αυτή ήταν η συμφωνία μας», του είχε υπενθυμίσει ο Αλέκος σε μία συζήτησή τους.
«Μα… ναι…»
«Θυμήσου το στοίχημα που βάλαμε. Το κερδίσαμε, δεν το κερδίσαμε; Γιατί θες τώρα να το χαλάσεις; Μια χαρά δεν περνάμε κι οι τρεις; Κι η Μιράντα, το βλέπεις, το γουστάρει το όλο σκηνικό. Φτιάχνεται και με τους δυο μας το πουτανάκι…»
Ο Βαγγέλης πήγε κάτι να πει, μα ο Αλέκος τον έκοψε με μια κίνηση του χεριού.
«Πήδουλο θέλει από εμάς, ρε βλάκα. Κι από μένα κι από σένα. Άλλο αν εσύ τη χαϊδολογάς, τρομάρα σου. Θα ξενερώσει και τότε πάει το πουλάκι, πέταξε. ΄Αγριο πήδουλο γουστάρει. ΄Ετσι και της πεις για αγάπες κι έρωτες, θα σε στείλει αδιάβαστο… ξύπνααααα…»
«Το ξενοδοχείο ΚΥΨΕΛΗ ερείπωσε…» είπε ο Αλέκος. «Ποιος ξέρει τι πρεζόνια και αλήτες θα βρίσκουν εκεί τις νύχτες καταφύγιο…»
«Πόσες αναμνήσεις…» είπε ο Βαγγέλης. «Νύχτες γεμάτες πάθος, ε; Αχ, Μιράντα!»
«Ανάθεμα….» είπε ο Αλέκος μέσα από τα δόντια του.
Εκείνο το βράδυ είχε βγει για έναν μοναχικό περίπατο στη Φωκίωνος Νέγρη. Ένα άσχημο προαίσθημα τον κατέτρωγε από το μεσημέρι. Φοβόταν πώς κάτι θα συνέβαινε, παρόλο που προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό του. Ήταν σαν να μην ήξερε πού πήγαινε. Τα στέκια εκείνα τού φαίνονταν τόσο γνωστά, μα και τόσο άγνωστα ταυτόχρονα. Τα βήματά του τον οδήγησαν σ’ ένα μικρό αλσύλιο παραδίπλα. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Ψιθυριστές φωνές ακούγονταν πίσω από ένα δέντρο.
«Μα σ’ αγαπώ, Μιράντα, δεν με πιστεύεις;»
Ήταν η φωνή του φίλου του, του Βαγγέλη.
«Κι εμένα μ’ αρέσεις… είσαι τόσο… τόσο διαφορετικός… τόσο… ενώ ο άλλος… εκείνος μόνο ένα ποθεί: να με “παίρνει” με οποιονδήποτε τρόπο. Κι ενώ -δε λέω- το γουστάρω κάποιες φορές, κάποιες άλλες… σιχαίνομαι…»
Δεν κάθισε ν’ ακούσει περισσότερο. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε αιφνιδιαστικά μπροστά τους.
«Προδότη!» φώναξε στο φίλο του. «Όλα μαζί, όλα κοινά… αυτό δεν είχαμε συμφωνήσει; Όλα να τα μοιραζόμαστε… όλα. Ακόμα κι αυτή την πουτάνα από δω… τι άλλαξε τώρα, ε; Τι άλλαξε;»
«Στο είχα πει ότι άρχισα να νιώθω πράγματα για κείνη…» του’ πε ο Βαγγέλης, κάνοντας προσπάθεια να φανεί ήρεμος. «Εσύ, όμως, όχι…όχι…δεν ήθελες να ακούσεις. Το μόνο που σε ένοιαζε ήταν το στοίχημα. Ένα ανόητο στοίχημα που βάλαμε μισομεθυσμένοι και…»
Ο Αλέκος χίμηξε στη Μιράντα, παρά τις προσπάθειες του φίλου του να τον συγκρατήσει.
«Πουτάνα, καριόλα, εσύ τα φταις, εσύ… εσύ… εσύ… παλιοβρώμααααα», φώναξε χτυπώντας την δυνατά στο πρόσωπο.
Η Μιράντα έχασε την ισορροπία της κι έπεσε με δύναμη στο έδαφος μένοντας ακίνητη. ΄Ένα ρυάκι αίμα άρχισε να τρέχει από το πίσω μέρος του κεφαλιού της.
Οι δυο φίλοι πάγωσαν.
«Τι έκανες; Τι κάναμε;» ακούστηκε η φωνή του Βαγγέλη.
Ο Αλέκος δεν απάντησε. ΄Αρπαξε μόνο το φίλο του από το χέρι κι άρχισαν να τρέχουν… να τρέχουν… να τρέχουν…
«Είμαι άρρωστος…» έσπασε ξαφνικά τη σιωπή ο Αλέκος. «Το πολύ έξι μήνες μού δίνουν οι γιατροί…»
«Έζησες, όμως, έζησες. Ενώ εκείνη…» είπε ο Βαγγέλης.
Ο Αλέκος κοίταξε το φίλο του κατάματα.
«΄Εζησα;;;;;;;» είπε μόνο.
Σμαραγδή Μητροπούλου
Δυνατό και ανατρεπτικό.
Τα συγχαρητήρια Σμαραγδή Μητροπούλου!
Όμορφο διήγημα με απρόσμενη εξέλιξη.
Ερωτικότατο!