Ο Νίκος μόλις επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, είδε πως έλειπε η σοκολάτα που είχε αγοράσει λίγο πριν. Κατάλαβε ποιος την πήρε, αλλά δεν το έκανε θέμα. Άλλωστε σε λίγο θα τελείωναν όλα.
Είχε ξεκινήσει ξημερώματα το ταξίδι του. Μόνο μια μικρή βαλίτσα στο πορτ παγκάζ, έναν καφέ στο ταμπλό και το ραδιόφωνο ανοιχτό να παίζει ειδήσεις. Σήμερα θα ορκιζόταν η κόρη του και οι κόποι χρόνων θα της έδιναν το πτυχίο της. Νομική παρακαλώ, όχι αστεία. Έτσι απαντούσε σε όποιον τον ρωτούσε γι’ αυτήν και τις σπουδές της. Φούσκωνε από περηφάνια και όχι άδικα. Στο κάτω κάτω με μεροκάματο την έβγαλε. Εργάτης, σκληρός άντρας, δουλευταράς. Πότε οικοδομή, πότε χωράφια, κάτι μικροδουλειές που χρειάζονται «χέρια που πιάνουν», ποτέ δεν τεμπέλιασε ούτε φοβήθηκε την δουλειά. Κι η κόρη του δεν ήταν μήλο της μηλιάς. Άλλο φρούτο αυτή. Παθιαζόταν με την γνώση. Διάβαζε, τα έπαιρνε τα γράμματα. Ήθελε να πετύχει, να τα καταφέρει, διάλεξε όνειρο και ευτύχησε να το δει στον ξύπνιο της.
Είχαν περάσει περίπου πέντε χρόνια όταν ένα μεσημέρι ήρθε σπίτι μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά και ίσως ως τα μάτια. «Μπαμπά, η κόρη σου θα γίνει δικηγόρος».
Χάρηκε και δεν το έκρυψε , την κοίταξε ελαφρά δακρυσμένος, την αγκάλιασε και της είπε «το ήξερα». Αυτό όμως που έκρυψε κι εκείνη δεν ήξερε ήταν μια βαθιά ενστικτώδης θλίψη, μια μελαγχολία που τον αγκάλιασε πιο σφιχτά απ ότι η μικρή του. Θα την έχανε. Φοβόταν μακριά της. Φοβόταν για τον ίδιο. Χωρίς αυτήν ένιωθε διαφορετικός, μόνος. Βαριά η μοναξιά για κεινον. Πρώτα την βίωσε για τα καλά όταν έχασε την γυναίκα του. «Έχασα το σπίτι μου», έλεγε στους γύρω του. Κι όντως ήταν το σπιτικό του. Η κόρη του ήταν μικρή, δεν την θυμάται παρά μόνο μέσα απ’ τις ιστορίες του πατέρα της. Της θύμιζε που την τάιζε, την έντυνε, την κοίμιζε. Θυμάσαι; Επαναλάμβανε συνεχώς. Θυμάσαι εκείνο; Θυμάσαι το άλλο; Κι αυτή απαντούσε πάντα «ναι, θυμάμαι». Τότε μάλλον κατάλαβε πως πρέπει να γίνει δικηγόρος.
Ακόμα και πριν χάσει την γυναίκα του, ο Νίκος δούλευε το ίδιο σκληρά, μα μετά η δουλειά έγινε το αποκούμπι του. Όλοι τον θαύμαζαν γι’ αυτό και γινόταν παράδειγμα και πρότυπο πατέρα. Θα γίνω ο δράκος σου και θα καίω με μια κίνηση όποιον σε απειλήσει, θυμάται να της ψιθυρίζει στον ύπνο της. Ξημεροβραδιαζόταν στις οικοδομές, σε εργοστάσια, σε χωράφια. Για όλους ήταν πλέον ο μάστορας. Σπάνια να άκουγε το όνομά του. Κι όταν μεγάλωσε η μικρή, την άφηνε μόνη σπίτι κι αυτός πολλές φορές δεν γύριζε τα βράδια. «Πού ήσουν, ρε μπαμπά; Ανησύχησα». «Εσύ μόνο να διαβάζεις και να μην ανησυχείς για μένα». Της έφερνε και μία σοκολάτα πάντα «για να γλυκάνει η αγωνία σου». Δεν αγωνιώ, του ’λεγε και την έβαζε στην τσέπη της κοιτώντας τον στα μάτια επίμονα ψάχνοντας για τεκμήρια αθωότητας.
Όμως, όταν λείπεις απ το σπίτι σου συνέχεια τα βράδια, η γειτονιά μουρμουρίζει και όχι για καλό. Κάθε διαμέρισμα εξάλλου είναι κι ένα σύμπαν. Και πίσω από τις εξώπορτες ζουν πλάσματα που θεωρούν τους εαυτούς τους μοναδικούς, αξεπέραστους. Μόλις όμως αυτές ανοίξουν, σαν άλλοι διαστημάνθρωποι βγαίνουν για έναν περίπατο στο κενό και μπαίνουν σε τροχιά του ίδιου πλανήτη υπακούοντας αναγκαστικά στους ίδιους νόμους. Το κενό, όμως, είναι μεγάλος φόβος και όσο οι εξώπορτες έχουν «ματάκια» , δύσκολα ανοίγουνε. Ακούς φωνές, κλάματα και ικεσίες μα δεν σε αφορά. Η σιωπή σου προστατεύει το σύμπαν σου.
Τότε λοιπόν άρχισαν οι φήμες. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τον μάστορα. Σε κάποιον νόμο δεν υπάκουε, μέγιστη ύβρις, κι η μικρή θα το καταλάβαινε πρώτη απ’ όλους. Μα περισσότερο θα μάθαινε πως η αδιαφορία είναι μια κακή συνήθεια.
– Μπαμπά, πού είσαι; Έρχεσαι;
-Θα είμαι εκεί στην ώρα μου, μην ανησυχείς.
-Δεν ανησυχώ… είπε με νόημα.
-Έννοια σου και ξέρω να γλυκαίνω την αγωνία σου.
-Μα δεν ανησυχώ. Μόνος σου έρχεσαι έτσι;
Ο Νίκος ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη του, πήρε μια βαθιά ανάσα και απάντησε, ναι μόνος. Σε κλείνω.
Συνέχισε να οδηγεί, πάτησε λίγο γκάζι γιατί ένα μικρό άγχος το είχε για την ώρα, ενώ ταυτόχρονα δυνάμωσε το ραδιόφωνο. Δεν ήταν και πολύ της μουσικής, πιο πολύ ειδήσεις προτιμούσε. Του άρεσαν οι εσωτερικοί διάλογοι που του προκαλούσαν. Ποιος έχει δίκιο, ποιος άδικο και γιατί. Ήθελε να ενημερώνεται και να αποκτά άποψη για όλα. Άκουγε ενώ προχωρούσε και απολάμβανε τον ήλιο στο πρόσωπο του. Είχε το παράθυρο ανοιχτό, ο ήλιος τον έκαιγε κι ο αέρας τον δρόσιζε. Σκεφτόταν πόσο ευλογημένος ήταν ο ίδιος που η ζωή της κόρης του ανοιγόταν πλέον μπροστά της. Της χάρισε κάθε ευκαιρία που άρπαξε και πλέον ο δράκος που ορκίστηκε να είναι γι αυτήν θα έσβηνε την φωτιά απ το στόμα του.
Ίσως ήταν, από κάθε άποψη, μία απ τις ομορφότερες μέρες που ζούσε. Ήθελε να την βιώσει μέχρι το μεδούλι. Να την χαράξει τόσο έντονα στην μνήμη του, να την αποτυπώσει με κάθε λεπτομέρεια που ακόμα και οι φωτογραφίες που θα έβγαζε να ήταν αχρείαστες. Ήταν όλα εκεί μπροστά του, τα σύννεφα, τα πουλιά, τα δέντρα, οι μυρωδιές που έφερνε μαζί του ο άνεμος, τα χρώματα και οι ήχοι. Όλα μπροστά του σαν να μην τα είχε αντικρίσει ποτέ ξανά στην ζωή του. Όπως θα τα ένιωθε ένα παιδί που πρώτη φορά θα βρισκόταν μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό. Σαν ένα μωρό που θέλει όλα να τα γευτεί με την ησυχία του, χωρίς βιασύνη. Ο άνθρωπος στην πιο αγνή του μορφή.
Σταμάτησε για την τελευταία του στάση. Άνοιξε την πίσω πόρτα κι ο χρόνος πάγωσε σαν την φωτιά που έβγαζε μέχρι τότε από το στόμα του. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε αλλά θα έβρισκε χρόνο για ένα τσιγάρο ακόμα. Ίσα να απολαύσει λίγο περισσότερο το θέαμα. Είχε ήδη αργήσει μα κάτι τον «σκλάβωνε», τον καθήλωνε, τον αφαιρούσε απ την πραγματικότητα και δεν τον άφηνε να φύγει. Σαν να ξέχασε τον λόγο που ταξίδευε. Αφέθηκε στην στιγμή του και ήταν ό,τι πιο τρομαχτικά όμορφο μπορούσε να χαρίσει στον εαυτό του. Μα μόνο στον εαυτό του.
Όταν έφτασε, είχαν όλα τελειώσει. Είδε την κόρη του σε μια γωνιά μαζί με δυο της φίλους. Φορούσε τα όμορφά της και στα χέρια της κρατούσε μια ανθοδέσμη και το πτυχίο της. Την πλησίασε ενοχικά, σιγά σιγά, με άδεια όμως χέρια.
-Είναι που θα ερχόσουν στην ώρα σου.
-Συγγνώμη…
-Είναι που θα μου γλύκαινες την αγωνία.
-Κάπου εδώ είχα μια σοκολάτα, αλλά την έχασα, δεν ξέρω…
-Πάμε να φύγουμε. Είχε τα νεύρα της, μα η χαρά της δεν κρυβόταν. Αρκούσε ένα πείραγμα απ’ τον πατέρα της για να χαμογελάσει. Συγκρατημένα, αλλά χαμογέλασε.
-Θέλω να χαιρετήσω τους φίλους μου και φεύγουμε.
-Θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο.
Πρέπει να περίμενε αρκετή ώρα μέχρι που άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Την κοίταξε με ηρεμία και περηφάνια σαν να την αγκάλιαζε με τα μάτια του.
-Συγχαρητήρια, της είπε και έβαλε μπρος.
Δυνάμωσε το ραδιόφωνο. Άλλαζε σταθμούς, μα τίποτα δεν της άρεσε.
-Οι αγαπημένες σου ειδήσεις, το αφήνω εδώ. Ακούστηκε μία έκτακτη είδηση, μα ο Νίκος την άλλαξε. Τον κοίταξε παραξενεμένη. Ποτέ δεν άλλαζε ειδήσεις και πάντα δυνάμωνε στα έκτακτα. Γύρισε πάλι στον ίδιο σταθμό.
«Μόλις πριν λίγο βρέθηκε το πτώμα ενός παιδιού. Σύμφωνα με την αστυνομία, πρόκειται για το μικρό αγόρι που αγνοούνταν εδώ και έναν μήνα. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για στραγγαλισμό, ενώ υπάρχουν και εμφανή σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης. Το μόνο που βρέθηκε πάνω του ήταν μία κλειστή σοκολάτα».
-Η Ελένη, η κόρη του, γύρισε δακρυσμένη προς τον πατέρα της, με ένα απαλό χαμόγελο προς τιμήν του παιδιού.
-Κλειστή. Άκουσες; Δεν πρόλαβε να γλυκάνει την αγωνία του.
Δεν μίλησε. Συνέχισε να οδηγεί. Ο ήλιος τον έκαιγε κι ο αέρας τον δρόσιζε.
ΥΠΕΡΟΣ