ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β΄ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ BONSAISTORIES
Μαρία το όνομά της και ήταν η επιτομή του συνηθισμένου ανθρώπου. Συνηθισμένο όνομα, συνηθισμένα μάτια καστανά χωρίς καν μια χρυσή ανταύγεια, κάτι να πρασινίζει σαν περικοκλάδα στο βάθος. Καστανά σκέτο. Απλά, Συνηθισμένα. Ούτε μεγάλα, ούτε μικρά. Κανονικά. Συνηθισμένα. Συνηθισμένο ύψος για μεσογειακή γυναίκα, συνηθισμένα κιλά ούτε πολλά ούτε λίγα και τα μαλλιά σπαστά μέχρι τους ώμους σε τόνους καστανόχωμα, καφέ με λίγο κόκκινο. Συνηθισμένα.
Μόνο τα χέρια της ήταν περίεργα. Μακριά για το σώμα της και κάπως προτεταμένα σαν να ήταν χωρισμένα από την υπόλοιπη της ύπαρξη κι αυτή τα ακολουθούσε. Με μακριά δάχτυλα γερμένα προς τα μέσα σαν κάτι αόρατο να κρατούσε. Μάλλον της είχε μείνει από τη γραφομηχανή όλη μέρα στο γραφείο. Οκτώ με δύο. Πέντε με επτά κάθε μέρα ανελλιπώς. Επτά δεν σχόλασε ποτέ, συνήθως οκτώ συχνά εννιά. Να πληρωθεί υπερωρία ούτε κουβέντα. Οκτώ χρόνια και δύο μήνες αδιαμαρτύρητης εργασία. Χωρίς ούτε μια μέρα άδεια ασθενείας ,χωρίς ούτε μια αύξηση, μα δεν την πείραζε ήτανε δύσκολοι καιροί. Δόξα τω Θεώ να λέω σκεφτόταν που έχω δουλειά. Και σιωπούσε. Όλο όμως και πιο πολύ ξεχώριζαν τα χέρια της απ το σιωπηλό σκυφτό της σώμα. Λες κι’ είχαν αυτονομηθεί. Κι όσο αυτά αυτονομούνταν τόσο πιο πολύ το υπόλοιπο σώμα έσκυβε, μίκραινε, μαζευόταν.
Στην αρχή πρόσεξε πως της χαμογελούσε πιο πολύ και πιο συχνά.
Μπα ιδέα μου θα ’ναι, σκέφτηκε. Σιγά μη με προσέξει εμένα ο προϊστάμενος. Η επιτομή της επιτυχίας. Ωραία αλαζονικός ακριβώς στο οριακό σημείο που δεν ενοχλεί αντίθετα ελκύει. Τον θαύμαζε συχνά κρυφά μα ποτέ δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. Μόνο την αντανάκλασή του έβλεπε κλεφτά απ τον καθρέφτη στο διάδρομο όταν περνούσε για να πάει από το ένα γραφείο στο άλλο. Το δικό του ήταν στον πάνω όροφο. Ξεχωριστά. Μαζί τους θα ’ταν; Ίσα κι όμοια; Λογικό, σκεφτόταν η Μαρία, και κοκκίνιζε ντροπαλά. Μετά χτυπούσε λίγο πιο δυνατά το πληκτρολόγιο για να σκεπάσει τις ένοχες σκέψεις της ή για να του τραβήξει μ’ αυτό τον αφελή τρόπο την προσοχή. Αλλά αυτός ποτέ δεν γυρνούσε. Κι αν γυρνούσε δεν την κοίταζε ποτέ. Μόνο έδινε εντολές και έφευγε. “Δαχτυλογράφησε αυτό τον ισολογισμό, τα τάδε και τα δείνα παράβολα” κι έφευγε ακατάδεκτα αφήνοντας πίσω του ένα φίνο άρωμα σαν από ξύλο κερασιάς ή κέδρο Και τώρα της χαμογελά…
Μπα, ιδέα μου θα ’ναι, σκέφτεται ντροπαλά.
“Καλημέρα, Μαρία”, άκουσε απ’ τον καθρέφτη. Πριν κοιτάξει ήξερε πως ήταν αυτός και μέσα στον διπλό κτύπο ,αυτόν της γραφομηχανής κι αυτόν της καρδιάς της είδε την αντανάκλαση του να της χαμογελά .Τόσο πλατιά τόσο ζεστά που άνθισε το συνηθισμένο μέσα της σαν βουκαμβίλια.
“Καλημέρα”, άκουσε τον εαυτό της να λέει κι έκρυψε βιαστικά το χαμόγελο της πίσω απ το πληκτρολόγιο. Πότε στάθηκε δίπλα της δεν το κατάλαβε.
“Θέλετε κάτι;” είπε στη σκιά του. Της απομάκρυνε απαλά το χέρι από τη γραφομηχανή.
“Δεν κάνεις ποτέ διάλειμμα, κορίτσι μου;”
Κορίτσι μου… Είχαν να την πουν χρόνια έτσι όχι πως ήτανε πολύ μεγάλη κοντά στα τριάντα, μα αυτή η γκρίζα συνηθισμένη της ύπαρξη δεν επέτρεπε τέτοιες χαριτωμενιές ούτε όταν ήταν όντως κορίτσι. Η Μαρία γεννήθηκε μεγάλη. Με μια μητέρα άρρωστη που πέθανε όταν ήταν παιδί κι έναν πατέρα εξαφανισμένο που ποτέ δεν γνώρισε. Μια συνηθισμένη ιστορία τότε στα χωριά, του κοριτσιού που πλανήθηκε από έναν επιτήδειο που εξαφανίστηκε μετά το απονενοημένον της αμαρτίας αφήνοντάς το μ’ ένα παιδί να μεγαλώνει στα σπλάχνα του. Δεν άντεξε την κατακραυγή η μάνα της, τα σιωπηλά βλέμματα της αποδοκιμασίας. Έφυγε για την Αθήνα, μα κι εκεί την ακολούθησαν οι σκιές, βυθίστηκε όλο και πιο πολύ στην κατάθλιψη, έγινε μια σκιά που ένα πρωί βρήκαν κρεμασμένη στο άλσος, διακόσια μέτρα από το σπίτι τους.
“Η μητέρα σου πέθανε, Μαρία”, της είπε η δασκάλα. “Εντελώς;” απάντησε και η δασκάλα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. Κι όμως είχε δίκιο. Η μάνα της ήταν χρόνια σχεδόν νεκρή, μια σκιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μάλλον κάτι έγινε και πέθανε εντελώς σκέφτηκε η Μαρία χωρίς να δίνει σημασία στη δασκάλα της που της έλεγε ξανά και ξανά συγγνώμη για το άκυρο γέλιο της. Άλλους συγγενείς δεν είχε κι αν είχε δεν την αναζήτησε κανείς κι έτσι ακολούθησε την συνηθισμένη μοίρα του ιδρύματος. Δεν της φέρθηκαν ούτε καλά ούτε άσχημα. Μάλλον με τον συνηθισμένο απρόσωπο τρόπο των ιδρυμάτων. Δεν έδινε και δικαιώματα ήταν ένα ήσυχο, συνηθισμένο παιδί. Ένας χαμαιλέοντας που γινόταν ένα με την επίπλωση, τους τοίχους, ό,τι τέλος πάντων την περιέβαλε.
“Δεν σε έχω δει ποτέ στην καφετέρια όπως τους άλλους”, διέκοψε τις σκέψεις της η φωνή του.
“Ναι, δεν το συνηθίζω”, ψιθύρισε δειλά.
“Από σήμερα λέω να το συνηθίσεις. Θα πάω για διάλειμμα τώρα. Πάμε παρέα;”
Έγνεψε ναι, φωνή δεν είχε.
Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο
κι ύστερα κάθε μέρα.
Σιγά σιγά άρχισε να ξανοίγεται, να του μιλά για τον εαυτό της. Ήταν καλός ακροατής, δεν τη διέκοπτε, δεν την έκρινε, δεν είχε έτοιμες συμβουλές. Την άκουγε προσεκτικά και στιγμές- στιγμές μόνο ένευε σαν να της έλεγε Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω… Τίποτ’ άλλο.
Για τον εαυτό του δεν έλεγε τίποτα, μόνο γενικότητες για τη ζωή, τους ανθρώπους, κάπου κάπου για τη δουλειά που τον κούραζε τόσο και την κοίταζε με ένα βλέμμα που ζητούσε τη συμπόνια της. Κι αυτή του την έδινε απλόχερα όλη τη συμπόνια της μικρής συνηθισμένης της ύπαρξης της.
Ένα βράδυ, ήταν περασμένη η ώρα νόμιζε πως είχε μείνει μόνη, απ’ τον όροφό της σίγουρα είχαν φύγει οι υπόλοιποι, τον είδε να στέκεται μ’ ένα “λοιπόν;” στην πόρτα.
“Λοιπόν; Εμείς μείναμε;” Κι ύστερα δεν θυμάται πολλά. Μόνο πως την τύλιξε ένα ζεστό σύννεφο που έγιανε μια- μια όλες τις πληγές της. Το χάραμα την βρήκε στην αγκαλιά του. Ντράπηκε το φως και ντύθηκε βιαστικά.
“Μαράκι, πάρε ρεπό για σήμερα, ποτέ δεν έχεις λείψει το δικαιούσαι”.
Τον ευχαρίστησε πριν προλάβει η ηθική ή η δειλία της να την εμποδίσει μ’ ένα φιλί. Παράδοξα που μεταμορφώνει τους ανθρώπους ο έρωτας. Όχι πως έπαψε να είναι συνηθισμένη, μόνο που τώρα ήταν μια συνηθισμένη ερωτευμένη.
Πέρασε όλο το πρωινό μέσα σε ανθισμένα όνειρα. Σε τοπία με μαργαρίτες χρυσές και πράσινα δέντρα. Μα τι ήταν αυτό το επίμονο κουδούνισμα; Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να βγει από τον ύπνο και να καταλάβει πως της κτυπούσαν την πόρτα.
Έριξε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπό της τυλίχτηκε τη συνηθισμένη γκρι της ρόμπα και άνοιξε.
“Η κυρία Μαρία Παπαδοπούλου;” τη ρώτησαν δυο ένστολοι. “Ακολουθήστε μας, παρακαλώ, στο τμήμα”.
Όλα τα άλλα τα άκουσε σαν να ’ταν μέσα σε μαύρο σύννεφο. Την κατηγορούσαν λέει για υπεξαίρεση. Καθόλου δεν μίλησε τις μέρες της δίκης που ακολούθησαν. Μάταια προσπαθούσε ο δικηγόρος της να την πείσει να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
“Αποκλείεται”, της έλεγε “να το έχεις κάνει εσύ. Όλοι στη δουλειά σου έχουν πέσει από τα σύννεφα”.
“Ο Νίκος;” μόνο ρώτησε.
“Ποιος Νίκος;”
“Ο προϊστάμενός μου”, ψιθύρισε.
“Έφυγε για διακοπές. Αυτόν καλύπτεις;” την ταρακούνησε ο δικηγόρος.
“Μίλα Μαρία, είναι πολλά τα λεφτά που λείπουν, θα φας πολλά χρόνια φυλακή κι είναι κρίμα κι άδικο. Είμαι σίγουρος πως δεν το ’κανες εσύ. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου, κορίτσι μου, δεν το ’χεις!”
Κορίτσι μου… Τελικά η λέξη κορίτσι μου δεν ήταν παρά προάγγελος καταστροφής. Κορίτσι μου την είχε πει κι αυτός.
Δεν ξαναμίλησε. Σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ήταν ένα χλωμό, δυστυχισμένο πλάσμα.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά για να μπουν στην αίθουσα για την απόφαση οι αστυνομικοί που την συνόδευαν είπαν μετά πως είδαν πρώτα να φεύγουν τα χέρια της σαν να ξεκόλλησαν από το σώμα της, ν’ αυτονομήθηκαν και να έγιναν πουλιά. Κι ύστερα ακολούθησε το σώμα της προς το παράθυρο. Θόρυβος δεν ακούστηκε, κανένας ήχος. Σαν να έπεσε ένα τίποτα από το παράθυρο κι ας βρίσκονταν στον τρίτο όροφο.
Η είδηση πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων, πριν τον καιρό. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ήταν μια συνηθισμένη υπεξαίρεση, μια συνηθισμένη αυτοκτονία μιας συνηθισμένης γυναίκας. Ο φάκελος έκλεισε σύντομα χωρίς περαιτέρω έρευνα. Ο Νίκος επέστρεψε μετά από ένα μήνα. Έγινε διευθυντής. Ψιθυριζόταν στην εταιρία πως αυτός ήταν ο ένοχος, μα κανείς δεν τόλμησε να το πει φωναχτά. Η ζωή συνεχίστηκε. Η Μαρία ξεχάστηκε, στο τέλος-τέλος ας πρόσεχε, έλεγαν μερικοί πικρόχολα.
Κι εγώ που σας μαρτυρώ την αλήθεια είμαι ο ιερέας που την επισκέφθηκε στη φυλακή. Με παρακάλεσε να μη μιλήσω και της το υποσχέθηκα αν και ήθελα τόσο να καταθέσω υπέρ της. Μόνο εγώ την θυμάμαι. Εγώ που την είχα ξεχάσει όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της. Κάθε εβδομάδα πηγαίνω στον τάφο της λουλούδια. Κίτρινες μαργαρίτες που αγαπούσε. Μικρές του αγρού, συνηθισμένες και την παρακαλώ να με συγχωρέσει.
Μαρία Λεμεσού
Στενάχωρο μα έξυπνο..μπραβο
Πολύ όμορφο κείμενο,με συναίσθημα!!!!!
Πολύ καλό!