Γράφει η Βαρβάρα Χριστιά.
ΜΕΤΑΘΑΝΑΣΙΑ, Εκδόσεις 24 γράμματα.
Υπαρξιακός ποιητής ο Στόφυλας, ποίηση που έχει περάσει από φλόγες και γίνεται η ίδια φλόγα. Ανάβει σπίθα σε κείνους που απόκαμαν ή δεν πίστεψαν πως μπορεί να ανατρέψουν ό,τι τους στραγγαλίζει, ό,τι τους κάνει να νιώθουν έξω από το «είναι» τους. Γι΄ αυτούς που μάχονται να είναι ο εαυτός τους και όχι η μοίρα τους.
«Αυτοάνοσα αισθήματα» / «Ανερχόμενος φονιάς» / «Εφεδρική πνοή» / «Πλήρης εαυτών»
Ο κάθε τίτλος ποιήματος, ένας αιφνιδιασμός, ένα κλειδί που ξεκλειδώνει το ποίημα και το αφήνει να ξεδιπλωθεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο. Σχολαστικά, θα έλεγα επιλεγμένος, αιφνιδιάζει και συμπυκνώνει την ουσία σε δυο ή τρεις λέξεις. Κάτι σαν αντίδωρο, που προσφέρεται πριν το μυστήριο.
Άριστος χρήστης της γλώσσας και των μυστικών της, μας μιλά άμεσα, σε α΄ πρόσωπο, «χρησιμοποιώντας» έναν επόπτη-παντογνώστη των διαδραματιζόμενων.
Το εγώ του, αντανακλάται σε άπειρους καθρέφτες, εκεί που βρίσκουμε το δικό μας (συντετριμμένο) εγώ. Βαθύς και άκρως υπαινικτικός λόγος, με λέξεις-σφαίρες, επιλεγμένες κάθε μια εκεί που χρειάζεται για να αποδοθεί βέλτιστα τo (π)νεύμα του ποιητή. Ποιήματα βιωμένα και όχι αποκυήματα μιας φαντασίας.
Κάθε ποίημα μια γροθιά, άλλοτε στο κατεστημένο, άλλοτε ηχηρό έναυσμα για διεκδίκηση.
Με το βλέμμα μετά ακόμη και την αθανασία, πέρα από το πρώτο τέλος, εκεί που είναι η ουσιαστική αρχή. Εκεί που αποτινάσουμε τα δεσμά και απαλλασσόμαστε από την βαρύτητα, αλλά και από το βάρος των «πρέπει».
Έρωτας και θάνατος, βασικοί άξονες (αναπόφευκτα άλλωστε και τα δυο).
Μεταβολίζει μέσα από τον έρωτα, τον θάνατο σε (εξ-)έγερση, ο θάνατος γίνεται αναγκαίος δρόμος προς την ζωή, έτσι αποκτάται και επιτυγχάνεται η ΜΕΤΑΘΑΝΑΣΙΑ.
«….Στο κέντρο του περιθωρίου,
στον χώρο που δεσπόζουν οι αδέσποτοι,
θα υποκλίνομαι στις αποκλίσεις.
Θα βάζω φωτιά στην υποχώρηση.
Σε ένα νέο φλογερό
παρανάλωμα του εμπρός»
Δεν είναι μόνο ποίηση, είναι σύνθημα, είναι ξεσηκωμός ενάντια στον εγκλεισμό, στην περιθωριοποίηση και τον θάνατο που μας επιβάλλεται ερήμην μας. Αναζήτηση της λύτρωσης για κάθε τι που πιέζεται και ασφυκτιά μέσα μας, μέσα σε εκείνους τους κρυμμένους εαυτούς.
Πιστεύω πως ο Λιαντίνης, θα έστρεφε με ενδιαφέρον το βλέμμα στην ποίηση του Στόφυλα.
Τα λύτρα
Τώρα κατάλαβα γιατί επέλεγαν
να ασημώνουν εμένα την πρώτη κάθε έτους.
Ήταν η καταβολή των λύτρων για το σπίτι
που θα με στοίχειωνε για πάντα.
Για το κλουβί που θα κατάπινε κάθε μου πέταγμα.
Ήταν τα λύτρα για το γενικό μου ξεθεμελίωμα.
Τους εκδικήθηκα με το να γίνω ήρωας.
Αναστήλωσα τον εαυτό μου
και μαρτύρησα την αλήθεια
λίγο πριν από την ώρα των σκιών.
Κρεμάστηκα μονάχος μου απ΄ το φωνήεν του έρωτα
και αυτομόλησα στην αθανασία,
παίρνοντας μαζί της πνοής μου τα ανίκητα.
Ξέρεις γιατί;
Για τι μου έσφιγγαν τη ζωή τα «πρέπει»
όπως σφίγγει η βέρα την υπόσχεση,
στα δάχτυλα των παντρεμένων.
Και για κάτι ακόμη:
Γιατί οι ασβεστωμένοι τάφοι
είναι ένα πικρό χωνευτήρι των υπέρτατα δειλών.
Νανουρίζουν τους νεκρούς που κοιμούνται
αγκαλιασμένοι με τα άλιωτα οστά τους.
Χωρίς να μπορούν να αλλάξουν θέση,
χωρίς πρόσβαση στο όνειρο.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ
Καλοτάξιδο, Ηλία, να διαβαστεί πολύ και για πολύ!